Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


Απόφαση Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή για την περάτωση έρευνας σχετικά με την αναφορά 3098/2009/ΑΝΑ κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Αποτελεί ορθή διοικητική πρακτική οι πολίτες να ενημερώνονται σε εύλογο χρονικό διάστημα σχετικά με την εξέταση ενδεχόμενων καταγγελιών που υπέβαλαν. Το 2005 ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε στην Επιτροπή μια καταγγελία, το πρώτο σκέλος της οποίας αφορούσε εικαζόμενη παράβαση του δικαίου της ΕΕ από την Ελλάδα, ενώ το δεύτερο αφορούσε εικαζόμενη αντιμονοπωλιακή πρακτική. Η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν ήταν απαραίτητο να ασχοληθεί με την ουσία της καταγγελίας. Ωστόσο, ο ενδιαφερόμενος ενημερώθηκε επ’ αυτού περισσότερα από τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν ο ίδιος υπέβαλε ερώτημα σχετικά με την πρόοδο της καταγγελίας του. Αυτή η παράλειψη πληροφόρησης συνιστά σοβαρό κρούσμα κακοδιοίκησης. Αποτελεί ορθή διοικητική πρακτική τα θεσμικά όργανα να επιλαμβάνονται των καταγγελιών το ταχύτερο δυνατό. Η προαναφερθείσα παράλειψη εκ μέρους της Επιτροπής προκάλεσε σοβαρές καθυστερήσεις στην εξέταση της καταγγελίας του ενδιαφερομένου. Αυτό συνιστά περαιτέρω κρούσμα κακοδιοίκησης εκ μέρους της Επιτροπής.

Το ιστορικό της αναφοράς

1. Η παρούσα αναφορά αφορά τον χειρισμό εκ μέρους της Επιτροπής καταγγελίας σχετικά με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα. Ο ενδιαφερόμενος είναι Έλληνας δικηγόρος και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.

2. Η αναφορά βασίζεται στα ακόλουθα γεγονότα. Στις 15 Ιουλίου 2005, ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε δύο παράλληλες καταγγελίες προς την ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού (ΕΑ) και προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στις 29 Ιουλίου 2005, απέστειλε στην Επιτροπή μια περίληψη της καταγγελίας συντεταγμένη στην αγγλική γλώσσα. Στις καταγγελίες του ο ενδιαφερόμενος διαμαρτυρήθηκε για την τότε ισχύουσα νομοθεσία της Ελλάδας και τις πρακτικές των 63 δικηγορικών συλλόγων (ΔΣ) της χώρας.

3. Συγκεκριμένα, ο ενδιαφερόμενος εξέφρασε τα παράπονά του σχετικά με διάταξη της ελληνικής νομοθεσίας η οποία απαγόρευε στους δικηγόρους να παρίστανται σε οποιοδήποτε αστικό ή διοικητικό δικαστήριο βρίσκεται εκτός της γεωγραφικής περιφέρειας του δικηγορικού συλλόγου στον οποίο είναι μέλη. [1] Για να παρακάμψουν την εν λόγω απαγόρευση, οι ΔΣ της χώρας ανέπτυξαν μια πρακτική βάσει της οποίας ένας δικηγόρος εγγεγραμμένος σε ΔΣ διαφορετικό από εκείνον στην περιφέρεια του οποίου διεξάγεται η δίκη στην οποία επιθυμεί να παρασταθεί μπορεί να το πράξει, εάν «νομιμοποιηθεί» από κάποιον δικηγόρο ο οποίος είναι μέλος του εν λόγω ΔΣ. Παρά το γεγονός ότι η συμμετοχή του εντόπιου δικηγόρου στη διαδικασία είναι τυπική, εντούτοις τα έξοδα παράστασης του έπρεπε να καταβάλλονται στον τοπικό ΔΣ. Κατά την άποψη του ενδιαφερόμενου, η εν λόγω πρακτική δυσχέραινε την άσκηση του επαγγέλματος, αύξανε το κόστος για τον πελάτη και, σημαντικότερο όλων, παραβίαζε την ελληνική νομοθεσία περί ανταγωνισμού [2] καθώς και το άρθρο 101 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

4. Επιπροσθέτως, ο ενδιαφερόμενος κατήγγειλε άλλη διάταξη του ελληνικού δικαίου σύμφωνα με την οποία οι δικηγόροι απαγορεύεται να εκπροσωπούν τους πελάτες τους στη σύνταξη και υπογραφή συμβολαίων οπουδήποτε αλλού πέραν της έδρας του ΔΣ στον οποίο είναι εγγεγραμμένος ο κάθε δικηγόρος [3] . Αυτή η απαγόρευση δε γνωρίζει εξαιρέσεις στην πράξη.

5. Τον Μάρτιο του 2006, μη έχοντας λάβει αποδεικτικό παραλαβής ή οποιαδήποτε άλλη πληροφόρηση σχετικά με την πρόοδο της καταγγελίας του από την ΕΑ, ο ενδιαφερόμενος άσκησε προσφυγή εναντίον της στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών [4] . Το ελληνικό δικαστήριο ακύρωσε τη σιωπηρή άρνηση της ΕΑ να εξετάσει την καταγγελία, αλλά παράλληλα αρνήθηκε να επιληφθεί της ουσίας του ζητήματος ή να υποβάλει προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατόπιν της απόφασης του ελληνικού δικαστηρίου, η ΕΑ εξέτασε την καταγγελία και στις 2 Οκτωβρίου 2008 ανακοίνωσε την απόφασή της, σύμφωνα με την οποία δεν υπήρξε παράβαση της ελληνικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού.

6. Αναφορικά με την καταγγελία προς την Επιτροπή, ο ενδιαφερόμενος έλαβε αποδεικτικό παραλαβής καθώς και αριθμό πρωτοκόλλου τον Ιούλιο του 2005. [5] Ωστόσο, δεν έλαβε περαιτέρω αλληλογραφία από την Επιτροπή σχετικά με την καταγγελία του.

7. Στις 27 Φεβρουαρίου 2009, ο ενδιαφερόμενος απέστειλε στην Επιτροπή μια επιστολή στην οποία συνόψισε το περιεχόμενο της καταγγελίας του, απέδωσε την έλλειψη προόδου της ΕΑ επί του θέματος σε πολιτικούς λόγους και υποστήριξε ότι είναι θύμα της μεταρρύθμισης της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού της EE και της αποκεντρωμένης εφαρμογής της. [6]

8. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η Επιτροπή ενημέρωσε τον ενδιαφερόμενο στις 20 Μαρτίου 2009 ότι ήταν εν γνώσει της καταγγελίας ενώπιον της ΕΑ και ότι εξέταζε την υπόθεση, ώστε να επανέλθει και να του απαντήσει λεπτομερέστερα.

9. Στις 21 Σεπτεμβρίου 2009, η Επιτροπή έστειλε επιστολή στον ενδιαφερόμενο ευχαριστώντας τον για τις πληροφορίες που προσκόμισε με τις από 27 Φεβρουαρίου 2009 και 15 Σεπτεμβρίου 2009 επιστολές του. Στην επιστολή της η Επιτροπή διέκρινε ότι η καταγγελία απαρτίζεται από δύο πτυχές: α) μια καταγγελία κατά της Ελλάδας, σχετικά με παράβαση των άρθρων 10 και 81 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΣΕΚ) (κατόπιν αναθεώρησης από τη συνθήκη της Λισαβόνας, άρθρο 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και άρθρο 101 της ΣΛΕΕ). Η Επιτροπή ενημέρωσε τον ενδιαφερόμενο ότι αυτό το σκέλος της καταγγελίας προωθήθηκε στη Γενική Γραμματεία (ΓΓ) της Επιτροπής για καταχώριση και του γνωστοποίησε τον αριθμό πρωτοκόλλου της καταγγελίας παράβασης· β) μια καταγγελία κατά των 63 δικηγορικών συλλόγων της Ελλάδας για παράβαση της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού της EE. Η Επιτροπή ενημέρωσε τον ενδιαφερόμενο ότι η ίδια όφειλε να συμμορφωθεί με τους κανόνες που διέπουν τον εκ μέρους της χειρισμό των υποθέσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 101 και 102 της ΣΛΕΕ [7] σημειώνοντας ωστόσο ότι, βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού αριθ. 1/2003 και του άρθρου 9 του κανονισμού αριθ. 773/2004, «η Επιτροπή δεν αναλαμβάνει εν γένει υποθέσεις τις οποίες διεκπεραίωσε μια άλλη αρχή ανταγωνισμού, έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού».

10. Στις 19 Οκτωβρίου 2009, ο ενδιαφερόμενος ζήτησε διευκρινίσεις σχετικά με α) τη σχέση μεταξύ της καταχώρισης του 2005 από την ΓΔ Ανταγωνισμού και της καταχώρισης του 2009 από τη ΓΓ, και β) τους αντίστοιχους ρόλους της ΓΔ Ανταγωνισμού και της ΓΓ για τον έως τώρα αλλά και μελλοντικό χειρισμό της καταγγελίας του («ποιος κάνει τι»).

11. Στις 7 Δεκεμβρίου 2009, ο ενδιαφερόμενος εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του προς την Επιτροπή, επειδή δεν είχε λάβει απάντηση και όρισε διορία απάντησης για την Επιτροπή «έως την επόμενη Πέμπτη».

12. Στις 16 Δεκεμβρίου 2009, ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε την παρούσα αναφορά στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή.

Το αντικείμενο της έρευνας

13. Ο Διαμεσολαβητής ξεκίνησε έρευνα σχετικά με τους ισχυρισμούς του ενδιαφερόμενου για κακοδιοίκηση, ως εξής:

Ισχυρισμοί:

(1) Η Επιτροπή παρέλειψε να παράσχει διευκρινίσεις επί των ζητημάτων που της έθεσε ο ενδιαφερόμενος.

Προς θεμελίωση του ισχυρισμού του, ο ενδιαφερόμενος δήλωσε ότι η Επιτροπή του προκάλεσε νομική σύγχυση ως προς το αν χειρίζεται την καταγγελία ως καταγγελία παράβασης, καταγγελία για ζήτημα ανταγωνισμού ή και τα δύο.

(2) Η Επιτροπή καθυστέρησε υπερβολικά να εξετάσει την καταγγελία του.

Ο ενδιαφερόμενος υποστήριξε ότι από τον Ιούλιο του 2005 δεν έλαβε καμία απόφαση σχετικά με την καταγγελία του αλλά και δεν του παρείχε καμία πληροφόρηση σχετικά με το εάν η καταγγελία εξεταζόταν ως καταγγελία ανταγωνισμού ή παράβασης. Ο ενδιαφερόμενος υποστήριξε ότι, σε κάθε περίπτωση, τα δικαιώματά του είναι διαφορετικά ανάλογα με την ακολουθούμενη διαδικασία. Συνεπώς, ο χειρισμός της υποβληθείσας καταγγελίας από την Επιτροπή έθεσε σε κίνδυνο τα δικαιώματα του ενδιαφερόμενου και υπονόμευσε την ασφάλεια δικαίου.

Αξίωση:

Η Επιτροπή οφείλει να παράσχει τις απαιτούμενες διευκρινίσεις και να προχωρήσει στην εξέταση της καταγγελίας του χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση.

Η έρευνα

14. Στις 19 Ιανουαρίου 2010, ο Διαμεσολαβητής ζήτησε από την Επιτροπή να υποβάλει τις απόψεις της επί της αναφοράς.

15. Στις 9 Ιουλίου 2010, η Επιτροπή απέστειλε τη γνώμη της, η οποία διαβιβάστηκε για παρατηρήσεις στον ενδιαφερόμενο. Ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε τις παρατηρήσεις του στις 30 Αυγούστου 2010.

Η ανάλυση και τα συμπεράσματα του Διαμεσολαβητή

Προκαταρκτική παρατήρηση

16. Στη γνωμοδότηση της, η Επιτροπή παρέπεμψε στο άρθρο 2(4) του Καταστατικού του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή [8] και υποστήριξε ότι ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε την καταγγελία του τον Ιούλιο του 2005 και έως τον Φεβρουάριο του 2009 δεν προέβη σε καμία διοικητική ενέργεια. Έκτοτε η Επιτροπή ασχολήθηκε ενεργά με την καταγγελία.

17. Αν και η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ρητά το παραδεκτό της αναφοράς που υπεβλήθη στον Διαμεσολαβητή, η παραπομπή της στο άρθρο 2(4) του Καταστατικού του θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι εγείρει το ζήτημα εφόσον, σύμφωνα με την προσέγγιση της Επιτροπής, η αναφορά υποβλήθηκε πλέον των δύο ετών αφότου ο ενδιαφερόμενος αντιλήφθηκε τα γεγονότα στα οποία αυτή βασίστηκε. Επί τούτου, ο Διαμεσολαβητής θεωρεί σημαντικό να υπενθυμίσει ότι αν και ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε την καταγγελία ανταγωνισμού και την καταγγελία παράβασης στην Επιτροπή τον Ιούλιο του 2005, η Επιτροπή προσκόμισε στοιχεία σχετικά με το πώς χειρίζεται τις καταγγελίες μόλις το 2009 (και αυτό μόνον αφότου ο ενδιαφερόμενος είχε εκ νέου επικοινωνήσει με την Επιτροπή τον Φεβρουάριο του 2009). Ως εκ τούτου είναι προφανές ότι η προθεσμία υποβολής αναφοράς στον Διαμεσολαβητή δεν θα μπορούσε να τρέξει πριν το 2009. Συνεπώς, σύμφωνα με το Καταστατικό του Διαμεσολαβητή, πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της αναφοράς.

Α. Η εικαζόμενη παράλειψη της Επιτροπής να παράσχει διευκρινίσεις για τα ζητήματα που της έθεσε ο ενδιαφερόμενος

Επιχειρήματα που υποβλήθηκαν στον Διαμεσολαβητή

18. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού του, ο ενδιαφερόμενος δήλωσε ότι η Επιτροπή προκάλεσε νομική σύγχυση σχετικά με το εάν χειριζόταν την καταγγελία υπό τη μορφή καταγγελίας παράβασης, καταγγελίας για ζήτημα ανταγωνισμού ή και τα δύο.

19. Στη γνωμοδότησή της, η Επιτροπή προέβη στην προκαταρκτική παρατήρηση ουσίας ότι χειρίζεται την καταγγελία περί ανταγωνισμού και την καταγγελία παράβασης με τρόπο που εμπίπτει στα όρια της διακριτικής της ευχέρειας.

20. Στη βάση αυτής της προσέγγισης, η Επιτροπή απάντησε στον υπό εξέταση ισχυρισμό. Κατ’αρχάς, η Επιτροπή εξήγησε τους λόγους για τους οποίους δεν καταχώρισε την καταγγελία του ενδιαφερόμενου ως καταγγελία παράβασης. Υποστήριξε ότι oι επιστολές του ενδιαφερόμενου της 15ης και 29ης Ιουλίου 2005 επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στις πρακτικές των δικηγορικών συλλόγων της Ελλάδας, υπό το φως της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού της Ελλάδας και της EE. Στις επιστολές αυτές υπήρχε μόνο μια ασαφής υπόνοια παράβασης εκ μέρους κράτους μέλους και σε κάθε περίπτωση ήταν ατεκμηρίωτη και ανολοκλήρωτη. Επιπλέον, η πιθανή παράβαση από το κράτος μέλος αναφερόταν σε ένα δευτερεύον τμήμα της καταγγελίας του ενδιαφερόμενου υπό τον τίτλο «μερικές επιπλέον νομικές σκέψεις και επιχειρήματα». Πρωτίστως, ο ενδιαφερόμενος ζήτησε από την ελληνική ΕΑ και τη ΓΔ Ανταγωνισμού της Επιτροπής να εκπονήσουν νομοθετικές προτάσεις τις οποίες oι ελληνικές αρχές θα έπρεπε να λάβουν υπόψη τους στη νομοθετική μεταρρύθμιση που διεξαγόταν εκείνο το διάστημα, προκειμένου η ελληνική νομοθεσία να συμμορφωθεί με το δίκαιο της EE. Μόνο εάν το Υπουργείο δεν λάμβανε τα απαραίτητα μέτρα, επαφίονταν στην Επιτροπή «να ξεκινήσει διαδικασία παράβασης του κοινοτικού δικαίου κατά της Ελλάδας». Συνεπώς, η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρξε άμεσο αίτημα ώστε να κινήσει διαδικασίες εναντίον της Ελλάδας για παράβαση.

21. Ενόψει των παραπάνω, η Επιτροπή δεν καταχώρισε το εν λόγω σκέλος της καταγγελίας του ενδιαφερόμενου ως καταγγελία παράβασης. Η Επιτροπή υποστήριξε ότι τα παραπάνω συνάδουν με την Ανακοίνωση του 2002 που αφορά τις σχέσεις με τον καταγγέλλοντα στον τομέα των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου (εφεξής, «Ανακοίνωση του 2002») [9] . Η Επιτροπή υπογράμμισε ότι έχει τη διακριτική ευχέρεια ως προς το αν θα «επιληφθεί» μίας καταγγελίας για παράβαση, που υποβάλλεται σε αυτή.

22. Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή δήλωσε ότι δεν καταχώρισε τις καταγγελίες του ενδιαφερόμενου της 15ης και 29ης Ιουλίου 2005 ως καταγγελία για παράβαση. Η Επιτροπή αναγνώρισε ότι παρέλειψε να ενημερώσει τον ενδιαφερόμενο για τη μη καταχώριση και ζήτησε συγγνώμη για την παράλειψή της. Εξαιτίας της εν λόγω παράλειψης, ο ενδιαφερόμενος δεν ενημερώθηκε το 2005 για το γεγονός ότι, εάν επιθυμούσε να συνεχίσει με το σκέλος των επιστολών που αφορούσε την καταγγελία παράβασης, όφειλε να εξηγήσει και να αιτιολογήσει την εν λόγω καταγγελία σε σχέση με τη νομοθεσία περί ανταγωνισμού, καθώς και να την τεκμηριώσει σε σχέση με το δίκαιο εσωτερικής αγοράς, ώστε η αρμόδια υπηρεσία της Επιτροπής να την εξετάσει.

23. Ωστόσο, όταν με την από 15ης Σεπτεμβρίου 2009 επιστολή του ο ενδιαφερόμενος ενίσχυσε και τεκμηρίωσε το σκέλος της καταγγελίας που αφορούσε την παράβαση από το κράτος μέλος, «υποβάλλοντας περαιτέρω στοιχεία τα οποία – με δικά του λόγια – είχε παραλείψει στην προηγούμενη επιστολή του», και ισχυρίστηκε πως έχει σημειωθεί παράβαση των άρθρων 10 και 81 της ΣΕΚ (πλέον άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 101 της ΣΛΕΕ), η Επιτροπή αποφάσισε να καταχωρίσει την εν λόγω αλληλογραφία ως καταγγελία παράβασης και να ενημερώσει επ’ αυτού τον ενδιαφερόμενο.

24. Αναφορικά με την εξέταση της καταγγελίας για ζητήματα ανταγωνισμού κατά των δικηγορικών συλλόγων της Ελλάδας, η Επιτροπή κατέληξε ότι την υπόθεση πρέπει να χειριστεί είτε η ΓΔ Ανταγωνισμού είτε η ελληνική ΕΑ. Η Επιτροπή εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο η ίδια και οι εκάστοτε εθνικές αρχές ανταγωνισμού ασκούν παράλληλα τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με τον Κανονισμό 1/2003 και δήλωσε ότι «δε θεωρήθηκε ότι οι ισχυρισμοί του καταγγέλλοντος αποτελούν προτεραιότητα για διερεύνηση από την Επιτροπή, στο μέτρο που η αρμόδια εθνική αρχή της Ελλάδας ασχολούνταν με το θέμα». Η Επιτροπή δήλωσε επίσης, σε άλλο σημείο της γνωμοδότησης της, ότι υπήρξε, αν μη τι άλλο, μια σιωπηρή συμφωνία μεταξύ του ενδιαφερόμενου και της Επιτροπής ότι η καταγγελία θα εξετασθεί από την ΕΑ. Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ανταγωνισμού (ΕΔΑ), η ΓΔ Ανταγωνισμού παρακολουθεί την πρόοδο των υποθέσεων που διερευνούν οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού σύμφωνα με τα άρθρα 101 και 102 της ΣΛΕΕ. Επιπλέον, βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού αριθ. 1/2003, δύναται να κινήσει διαδικασίες, θέτοντας έτσι τέρμα στην αρμοδιότητα που είχε η εθνική αρχή ανταγωνισμού να χειριστεί την υπόθεση. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενδιαφερόμενος ήρθε εκ νέου σε επαφή με την Επιτροπή το Φεβρουάριο 2009. Με την από 21ης Σεπτεμβρίου 2009 επιστολή της, η ΓΔ Ανταγωνισμού ενημέρωσε τον ενδιαφερόμενο ότι δεν επρόκειτο να εξετάσει περαιτέρω το ζήτημα, εφόσον οι αρμόδιες ελληνικές αρχές είχαν προβεί σε εκτενή διερεύνηση.

25. Στην τελική της παρατήρηση η Επιτροπή αναγνώρισε ότι δεν απάντησε στις επιστολές του ενδιαφερόμενου με ημερομηνία 19 Οκτωβρίου 2009 και 7 Δεκεμβρίου 2009 αντιστοίχως και ζήτησε συγγνώμη για την εν λόγω παράλειψη. Διατύπωσε επιπλέον την άποψη ότι η απουσία απάντησης θα έπρεπε να αποδοθεί στο γεγονός ότι η ΓΔ Ανταγωνισμού θεώρησε ότι με την από 21ης Σεπτεμβρίου 2009 επιστολή της είχε παράσχει σαφείς διευκρινίσεις ως προς τα διαφορετικά σκέλη των καταγγελιών του ενδιαφερόμενου και ως προς την εξέταση τους από την Επιτροπή.

26. Στις παρατηρήσεις του, ο ενδιαφερόμενος υποστήριξε ότι η γνωμοδότηση της Επιτροπής χαρακτηρίζεται από λογικά σφάλματα, αντιφάσεις, χρονικά κενά, παραπειστικά επιχειρήματα και ανειλικρίνεια. Ουσιαστικά, ο ενδιαφερόμενος ισχυρίστηκε ότι, εάν η Επιτροπή ήταν ειλικρινής, τότε η απαντητική της επιστολή θα είχε τη μισή έκταση.

27. Ο ενδιαφερόμενος σημείωσε ότι η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η ΓΔ Ανταγωνισμού δεν απάντησε στις από 19 Οκτωβρίου και 7 Δεκεμβρίου 2009 επιστολές του και ότι ζήτησε συγγνώμη επ’ αυτού. Επιπλέον, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι δεν τον ενημέρωσε σχετικά με την απόφασή της να μην καταχωρίσει την καταγγελία παράβασης και να ζητήσει συμπληρωματικά στοιχεία για αυτή. Η Επιτροπή ζήτησε συγγνώμη από τον ενδιαφερόμενο για τις παραπάνω παραλείψεις. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν αποδέχτηκε τη σοβαρότητα της παράλειψής της το 2005 να διευκρινίσει ποια αρχή ήταν αρμόδια να εξετάσει την καταγγελία ανταγωνισμού. Ο ενδιαφερόμενος ισχυρίστηκε ότι οι ως άνω εξηγήσεις της Επιτροπής σε καμία περίπτωση δεν είναι ειλικρινείς και δήλωσε ότι η συγγνώμη δεν επαρκεί εάν το πρόβλημα παραμένει.

28. Ο ενδιαφερόμενος υπογράμμισε ότι η καταγγελία που υπέβαλε το 2005 είχε διπλό στόχο και εστρέφετο εναντίον τόσο της Ελλάδας όσο και των 63 δικηγορικών συλλόγων της χώρας. Σημείωσε ότι, δυνάμει του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή απολαμβάνει «απόλυτη» διακριτική ευχέρεια αναφορικά με καταγγελίες εναντίον κρατών μελών για παράβαση. Ωστόσο, δεν απολαμβάνει παρόμοια διακριτική ευχέρεια όταν πρόκειται για καταγγελίες φυσικών προσώπων στο πεδίο της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, δυνάμει του άρθρου 101 της ΣΛΕΕ. Ο ενδιαφερόμενος υποστήριξε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις, η Επιτροπή υποχρεούται να λαμβάνει απόφαση χωρίς να δεσμεύεται από κάποια προθεσμία.

29. Ο ενδιαφερόμενος απέρριψε τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι ήταν ασαφές εάν η καταγγελία στρεφόταν κατά των δικηγορικών συλλόγων ή της Ελλάδας. Ο ενδιαφερόμενος διαμαρτυρήθηκε σχετικά με την αιτίαση της Επιτροπής ότι η καταγγελία επικεντρωνόταν κατά κύριο λόγο στους δικηγορικούς συλλόγους και όχι στο κράτος μέλος. Επιπλέον, ο ενδιαφερόμενος απέρριψε τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι μόλις το 2009 εκείνος επανήλθε επί του θέματος και προέβη σε συμπλήρωση της καταγγελίας του. Υπό αυτήν την έννοια, απέρριψε το επιχείρημα ότι «επανήλθε» και «συμπλήρωσε» την καταγγελία, και χαρακτήρισε αυτόν τον ισχυρισμό ως απρόσφορη απόπειρα της Επιτροπής «να μηδενίσει το κοντέρ και να ξεκινήσει να μετρά το χρόνο ξανά από το 2009».

30. Ο ενδιαφερόμενος κατέστησε σαφές ότι η καταγγελία του στρεφόταν τόσο εναντίον των δικηγορικών συλλόγων όσο και της Ελλάδας· ότι αποτελούσε μία ενιαία και αδιαίρετη καταγγελία στην οποία κανένα σκέλος δεν υπερίσχυε του άλλου· ότι δεν «επανήλθε» στην καταγγελία το 2009, αλλά ότι η καταγγελία εκκρεμούσε από το 2005 και η Επιτροπή δεν προέβη σε καμία ενέργεια- ότι oι επιπλέον πληροφορίες που προσκόμισε στην πρώτη επιστολή «του 2009 δεν αφορούσαν ζητήματα νομοθεσίας περί ανταγωνισμού και συνεπώς δεν θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει ότι «συμπληρώνουν» την καταγγελία.

31. Αναφορικά με τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι το σκέλος της καταγγελίας που στρέφεται εναντίον του κράτους μέλους ήταν ασαφές και ατεκμηρίωτο και έτσι δεν επέτρεπε να καταχωρισθεί ως καταγγελία για παράβαση, ο ενδιαφερόμενος υποστήριξε ότι το επιχείρημα αυτό ήταν αντιφατικό. Κατά τον ενδιαφερόμενο, από τη στιγμή που ο Διαμεσολαβητής ξεκίνησε την παρούσα έρευνα, η Επιτροπή αποδείχθηκε ικανή να προβεί σε νομική ανάλυση της καταγγελίας. Αντιθέτως ισχυρίστηκε ότι προηγουμένως δεν είχε την ίδια ικανότητα [10] . Ο ενδιαφερόμενος εξήγησε ότι η καταγγελία του κατά της Ελλάδας ήταν σύντομη, επειδή αφενός γνώριζε τη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής, δυνάμει του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ, και επειδή αφετέρου δεν θα ήταν σε θέση να ασκήσει πιέσεις ώστε να ξεκινήσει μια διαδικασία για παράβαση. Οποιαδήποτε περαιτέρω ανάλυση δεν θα άλλαζε ούτε τη νομική θέση της Επιτροπής αλλά ούτε και τα δικά του διαδικαστικά δικαιώματα. Ωστόσο, κατέστη σαφές ότι η αιτίαση του αφορούσε το άρθρο 44 του ελληνικού Κώδικα περί δικηγόρων, το οποίο η Επιτροπή μνημόνευσε δύο φορές στη γνωμοδότησή της.

32. Σε κάθε περίπτωση, ο ενδιαφερόμενος υποστήριξε ότι, εάν η Επιτροπή πίστευε ότι η καταγγελία για παράβαση ήταν ασαφής, θα έπρεπε να τον έχει ενημερώσει αναλόγως το 2005. Ωστόσο, η Επιτροπή ούτε έπραξε κάτι τέτοιο ούτε ζήτησε επιπλέον στοιχεία. Κατά την άποψη του ενδιαφερόμενου, το προφανές συμπέρασμα είναι ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε καθόλου την καταγγελία παράβασης.

33. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν εξήγησε για ποιον λόγο δεν εξέτασε την καταγγελία κατά των δικηγορικών συλλόγων για ζητήματα ανταγωνισμού. Κατά την άποψή του, ο λόγος για τον οποίο αυτό συνέβη ήταν ότι υπήρχε καταγγελία που εκκρεμούσε ενώπιον της ΕΑ. Ο ενδιαφερόμενος υποστήριξε ότι αυτό καταδεικνύει ότι η Επιτροπή δεν συνεργάστηκε με την ΕΑ αφού, εάν είχε επικοινωνήσει με την ΕΑ, θα είχε ενημερωθεί ότι η ΕΑ δεν έχει επιληφθεί της υπόθεσης. Επειδή ακριβώς η ΕΑ δεν καταχώρισε την καταγγελία του, ο ενδιαφερόμενος άσκησε προσφυγή κατά της ΕΑ στα ελληνικά διοικητικά δικαστήρια.

34. Ο ενδιαφερόμενος επέκρινε επίσης τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή χρησιμοποίησε τις από 27 Φεβρουαρίου και 20 Μαρτίου 2009 επιστολές του στην επιχειρηματολογία της. Αντί να αναγνωρίσει ότι στόχος των επιστολών ήταν να διευκολύνουν το έργο της, η Επιτροπή, εκμεταλλευόμενη το περιεχόμενο τους, δήλωσε ότι περιείχαν πληροφορίες τις οποίες ο ενδιαφερόμενος είχε παραλείψει στο προηγούμενο στάδιο.

35. Επιπλέον, ο ενδιαφερόμενος υποστήριξε ότι ο ισχυρισμός της Επιτροπής σύμφωνα με τον οποίο η καταγγελία για παράβαση τελούσε υπό τον όρο της μη ενασχόλησης με το ζήτημα του ελληνικού Υπουργείου Δικαιοσύνης ήταν νομικά άστοχος. Τόνισε ότι η Επιτροπή είναι ένα ανεξάρτητο θεσμικό όργανο της EE το οποίο απολαμβάνει μεγάλη διακριτική ευχέρεια στην εξέταση καταγγελιών για παράβαση. Ως εκ τούτου, ένας μεμονωμένος καταγγέλλων δεν είναι σε θέση να ορίσει προϋποθέσεις.

36. Αναφορικά με το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ο ενδιαφερόμενος δεν επικοινώνησε μαζί της και επανήλθε στην καταγγελία του μόλις τον Φεβρουάριο του 2009, ο ενδιαφερόμενος υποστήριξε ότι αυτό είναι αβάσιμο και παραπλανητικό, εφόσον η Επιτροπή είχε τη νομική υποχρέωση να αναλάβει την πρωτοβουλία στην εν λόγω διαδικασία. Τον Ιούλιο του 2005, ο ενδιαφερόμενος έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου από τη ΓΔ Ανταγωνισμού, γεγονός το οποίο τον ώθησε να πιστέψει ότι η Επιτροπή εξέταζε την καταγγελία ανταγωνισμού που είχε υποβάλει. Σε κάθε περίπτωση ο καταγγέλλων συμπέρανε ότι όλα αυτά τα χρόνια η ΓΔ Ανταγωνισμού και η ΕΑ δεν είχαν αναπτύξει έναν δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ τους.

Η εκτίμηση του Διαμεσολαβητή

37. Ο Διαμεσολαβητής καλείται να εκτιμήσει εάν η Επιτροπή έδωσε διευκρινίσεις σχετικά με την εξέταση της καταγγελίας του ενδιαφερόμενου. Ο Διαμεσολαβητής υπενθυμίζει ότι η καταγγελία αυτή είχε δύο σκέλη και αφορούσε αφενός ζητήματα ανταγωνισμού κατά των δικηγορικών συλλόγων της Ελλάδας και αφετέρου καταγγελία για παράβαση εναντίον της Ελλάδας που αφορούσε το δίκαιο ανταγωνισμού και το δίκαιο της εσωτερικής αγοράς.

Καταγγελία για ζητήματα ανταγωνισμού

38. Σε ό,τι αφορά το σκέλος της καταγγελίας για ζητήματα ανταγωνισμού, το βασικό επιχείρημα της Επιτροπής είναι ότι, εφόσον η ΕΑ ασχολείτο με την καταγγελία, δεν ήταν απαραίτητο να την εξετάσει και η Επιτροπή.

39. Ο Διαμεσολαβητής σημειώνει ότι, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, η Επιτροπή δύναται να απορρίψει μια καταγγελία με την οποία ασχολείται ή ασχολήθηκε μια εθνική αρχή ανταγωνισμού [11] . Ωστόσο, ο ενδιαφερόμενος προσκόμισε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι αρχικά η ΕΑ αρνήθηκε να εξετάσει την καταγγελία περί ανταγωνισμού και ότι άρχισε να την εξετάζει μόνο αφότου ο ενδιαφερόμενος εφεσίβαλλε με επιτυχία την εν λόγω άρνηση στα ελληνικά δικαστήρια. Η Επιτροπή δεν αντέκρουσε τις δηλώσεις του ενδιαφερόμενου. Ως εκ τούτου είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς πώς η Επιτροπή το 2005 ήταν σε θέση να αιτιολογήσει την απόφαση της να μην ασχοληθεί με την καταγγελία περί ανταγωνισμού που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος, επικαλούμενη την εξέταση που διεξήγαγε η ΕΑ. Η Επιτροπή ισχυρίστηκε πως υπήρξε μια «σιωπηρή συνεννόηση» μεταξύ αυτής και του ενδιαφερόμενου ως προς το ότι η ΕΑ θα ασχολούνταν με την καταγγελία περί ανταγωνισμού ή ακόμα και ότι ο ενδιαφερόμενος απέσυρε την καταγγελία παράβασης που είχε υποβάλει στην Επιτροπή. Ωστόσο, ο ενδιαφερόμενος εξέφρασε τις έντονες αντιρρήσεις του ως προς αυτούς τους ισχυρισμούς, ενώ η Επιτροπή δεν παρουσίασε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει την ύπαρξη ανάλογης συμφωνίας ή ότι ο ενδιαφερόμενος απέσυρε την καταγγελία του.

40. Σε κάθε περίπτωση ο Διαμεσολαβητής οφείλει να σημειώσει ότι, προτού ο ενδιαφερόμενος έρθει ξανά σε επαφή με την Επιτροπή το 2009, η Επιτροπή δεν ενημέρωσε ποτέ τον ενδιαφερόμενο σχετικά με την απόφαση της να μην ασχοληθεί με την καταγγελία περί ανταγωνισμού. Αυτό αποτελεί έκδηλη παράλειψη συμμόρφωσης με τις βασικές αρχές της χρηστής διοίκησης.

Καταγγελία παράβασης

41. Στη συνέχεια, σχετικά με τον χειρισμό της καταγγελίας παράβασης, ο Διαμεσολαβητής σημειώνει ότι τα επιχειρήματα της Επιτροπής, βάσει των οποίων εξηγεί την απόφαση της να μην καταχωρίσει και να μη διερευνήσει την καταγγελία, συνοψίζονται ως εξής: α) το σκέλος της παράβασης στην καταγγελία που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος κατείχε δευτερεύουσα θέση σε σχέση με την καταγγελία περί ανταγωνισμού· β) η καταγγελία ήταν ασαφής και ατεκμηρίωτη· γ) στο διάστημα 2005-2009, ο ενδιαφερόμενος δεν επέδειξε έντονο ενδιαφέρον ως προς την πορεία της καταγγελίας· και δ) η τύχη της καταγγελίας εξαρτιόταν από τη μη ενασχόληση του ελληνικού Υπουργείου Δικαιοσύνης με το ζήτημα, στο πλαίσιο της νομοθετικής μεταρρύθμισης που ήταν τότε σε εξέλιξη.

42. Η στάση της Επιτροπής θα έπρεπε να εξεταστεί σε σχέση με τους κανόνες και τις διαδικασίες που ορίζονται στην Ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά τις σχέσεις με τον καταγγέλλοντα στον τομέα των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου που εκδόθηκε το 2002 (η «Ανακοίνωση 2002») [12] , στόχος της οποίας είναι η δημιουργία ενός σαφούς και διαφανούς πλαισίου για το χειρισμό καταγγελιών για παράβαση. Πρέπει να σημειωθεί ότι στη γνωμοδότηση της η Επιτροπή έκανε αναφορά στην Ανακοίνωση του 2002.

43. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Διαμεσολαβητής τονίζει ότι η καταχώριση μιας καταγγελίας για παράβαση αποτελεί βασικό, διαδικαστικό στάδιο. Πέραν όλων των άλλων, στόχος της καταχώρισης είναι να διασφαλίσει ότι oι εν λόγω καταγγελίες εξετάζονται σύμφωνα με τους κανόνες της Ανακοίνωσης του 2002. Η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε καμία από τις ειδικές εξαιρέσεις που ορίζονται στο σημείο 3 της Ανακοίνωσης του 2002 για να υποστηρίξει την απόφαση της να μην καταχωρίσει την εν λόγω καταγγελία παράβασης [13] .

44. Σε κάθε περίπτωση, είναι προφανές ότι η Επιτροπή, ήδη το 2005, όφειλε να ενημερώσει τον ενδιαφερόμενο για την απόφαση της να μην επιληφθεί της καταγγελίας για παράβαση, καθώς και για τους λόγους που οδήγησαν στην εν λόγω απόφαση. Ο Διαμεσολαβητής οφείλει να σημειώσει ότι η Επιτροπή ενημέρωσε τον ενδιαφερόμενο σχετικά με την απόφασή της να μην ασχοληθεί με την καταγγελία περί ανταγωνισμού μόνο όταν αυτός ήρθε ξανά σε επαφή με την Επιτροπή το 2009. Αυτό αποτελεί μια ακόμη προφανή παράλειψη συμμόρφωσης με τις βασικές αρχές της χρηστής διοίκησης.

45. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή ζήτησε συγγνώμη για το γεγονός ότι δεν ενημέρωσε τον ενδιαφερόμενο ως προς την απόφασή της να μην καταχωρίσει την καταγγελία παράβασης. Ο ενδιαφερόμενος δεν θεώρησε τη συγγνώμη ικανοποιητική αλλά ούτε και ειλικρινή.

46. Ο Διαμεσολαβητής πιστεύει ότι δεν είναι απαραίτητο να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες για ζητήματα κακοδιοίκησης στις περιπτώσεις εκείνες που το θεσμικό όργανο ζήτησε συγγνώμη και προέβη στις κατάλληλες διορθωτικές κινήσεις. Έχει ωστόσο την άποψη ότι η συγγνώμη, ως ελάχιστη κίνηση, θεωρείται ουσιαστική μόνο εφόσον το θεσμικό όργανο ανεπιφύλακτα παραδεχτεί ότι έσφαλε [14] . Ο Διαμεσολαβητής δεν είναι πεπεισμένος ότι στην προκειμένη περίπτωση ισχύει κάτι τέτοιο. Πράγματι, πρέπει να σημειωθεί ότι η συγγνώμη της Επιτροπής αφορά μόνο μία πτυχή της υπόθεσης, δηλαδή το γεγονός ότι δεν ενημέρωσε τον ενδιαφερόμενο σχετικά με την απόφαση της να μην καταχωρίσει την καταγγελία. Η Επιτροπή δεν ζήτησε σε καμία περίπτωση συγγνώμη για το γεγονός ότι δεν ενημέρωσε τον ενδιαφερόμενο σχετικά με την απόφασή της να μην εξετάσει την καταγγελία περί ανταγωνισμού. Αντίθετα η Επιτροπή επεχείρησε να επικαλεστεί ακόμα και μία εικαζόμενη «σιωπηρή συμφωνία» με τον ενδιαφερόμενο. Συνεπώς, ο Διαμεσολαβητής πιστεύει ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, η συγγνώμη της Επιτροπής είναι ανεπαρκής. Ως εκ τούτου, θα προβεί στη συνέχεια σε μια επικριτική παρατήρηση.

47. Προς αποφυγή πιθανής παρανόησης, ο Διαμεσολαβητής θεωρεί απαραίτητο να υπογραμμίσει ότι τα παραπάνω συμπεράσματα που συνήγαγε αφορούν τη στάση της Επιτροπής πριν από το Φεβρουάριο του 2009. Αναφορικά με την περίοδο που ακολούθησε, ο Διαμεσολαβητής είναι της άποψης ότι η Επιτροπή έδωσε ικανοποιητικές εξηγήσεις για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε την καταγγελία περί ανταγωνισμού αλλά και την καταγγελία για παράβαση που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος.

Β. Ισχυρισμός για υπερβολική καθυστέρηση στην εξέταση της καταγγελίας

Επιχειρήματα που υποβλήθηκαν στον Διαμεσολαβητή

48. Ο ενδιαφερόμενος υποστήριξε ότι από τον Ιούλιο του 2005 δεν έλαβε καμία απόφαση αναφορικά με τις καταγγελίες του και ότι η καθυστέρηση εκ μέρους της Επιτροπής έθεσε σε κίνδυνο τα δικαιώματά του και υπονόμευσε την ασφάλεια δικαίου.

49. Κατά την άποψη της Επιτροπής δεν υπήρξε υπερβολική καθυστέρηση στην εξέταση των δύο καταγγελιών που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος.

50. Σχετικά με την καταγγελία περί ανταγωνισμού που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος, η Επιτροπή υποστήριξε ότι υπήρξε «τουλάχιστον μια σιωπηρή συνεννόηση μεταξύ του καταγγέλλοντα και της ΓΔ Ανταγωνισμού μετά τον Ιούλιο του 2005, με βάση την οποία η ΕΑ θα ασχολούνταν με την αντιμονοπωλιακή καταγγελία και ότι η Επιτροπή δεν θα αναλάμβανε δράση, δεδομένου ότι την υπόθεση χειρίζονταν ενεργά οι αρμόδιες ελληνικές αρχές». Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δήλωσε ότι είχε κάθε λόγο να υποθέσει ότι ο ενδιαφερόμενος απέσυρε την καταγγελία περί ανταγωνισμού την οποία είχε υποβάλει στην Επιτροπή. Συνεπώς δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι το 2005 ή οποιαδήποτε χρονική στιγμή μεταξύ Ιουλίου 2005 και Φεβρουαρίου 2009, η ΓΔ Ανταγωνισμού καθυστέρησε την εξέταση της καταγγελίας περί ανταγωνισμού.

51. Επιπλέον, η Επιτροπή υποστήριξε ότι ο ενδιαφερόμενος στην τελευταία του επιστολή που φέρει ημερομηνία 15 Σεπτεμβρίου 2009 παραδέχτηκε, σε σχέση με την καταγγελία περί ανταγωνισμού, ότι ορισμένες πληροφορίες είχαν «παραλειφθεί στην πρώτη επιστολή». Η Επιτροπή θεώρησε ότι η εν λόγω φράση του ενδιαφερόμενου σίγουρα σημαίνει ότι τα στοιχεία που περιείχαν τα προηγούμενα έγγραφά του το 2005 ήταν ελλιπή. Σύμφωνα με την Επιτροπή, αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο η ΓΔ Ανταγωνισμού δεν μπόρεσε να καθορίσει τη θέση της νωρίτερα.

52. Σε σχέση με την καταγγελία παράβασης, η Επιτροπή επανέλαβε τα επιχειρήματα που είχε ήδη παρουσιάσει στην απάντησή της για τον πρώτο ισχυρισμό. Συνεπώς, η Επιτροπή κατέληξε ότι ο ισχυρισμός του ενδιαφερόμενου για υπερβολική καθυστέρηση ήταν αβάσιμος.

53. Στις παρατηρήσεις του, ο ενδιαφερόμενος εξέφρασε τη δυσαρέσκεια του για τη στάση της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, εξέφρασε την έντονη διαμαρτυρία του για το επιχείρημα της Επιτροπής ότι υπήρξε «σιωπηρή συνεννόηση» βάσει της οποίας η Επιτροπή δεν επιλήφθηκε της καταγγελίας περί ανταγωνισμού. Ο ενδιαφερόμενος πρόσθεσε ότι θεωρεί προκλητικό το επιχείρημα της Επιτροπής πως «μπορούσε να υποθέσει ότι ο καταγγέλλων είχε αποσύρει» την καταγγελία περί ανταγωνισμού που είχε υποβάλει στην Επιτροπή.

Η εκτίμηση του Διαμεσολαβητή

54. Ο Διαμεσολαβητής υπενθυμίζει ότι το δικαίωμα κάθε προσώπου στην εξέταση των υποθέσεών του εντός ευλόγου προθεσμίας αποτελεί βασικό στοιχείο του δικαιώματος στη χρηστή διοίκηση όπως αυτό κατοχυρώθηκε από το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [15] .

55. Ο Διαμεσολαβητής θεωρεί ότι εν προκειμένω η εκτίμησή του επί του θέματος μπορεί να είναι σύντομη. Έχει ήδη αποδειχτεί ότι η Επιτροπή διέπραξε ένα σοβαρό σφάλμα κακοδιοίκησης, παραλείποντας να ενημερώσει τον ενδιαφερόμενο εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ότι δεν σκοπεύει να εξετάσει ούτε την καταγγελία παράβασης αλλά ούτε και την καταγγελία περί ανταγωνισμού. Η εν λόγω παράλειψη είχε ως αποτέλεσμα η Επιτροπή να επιληφθεί στην πραγματικότητα των καταγγελιών μόνο όταν ο ενδιαφερόμενος απευθύνθηκε εκ νέου σε αυτήν το 2009. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αμφισβητήσει ότι η στάση της προκάλεσε σοβαρές καθυστερήσεις στην εξέταση των δύο καταγγελιών.

56. Κανένα από τα επιχειρήματα που προβάλλει η Επιτροπή προς υπεράσπιση της θέσης της δεν είναι πειστικό. Ακόμα κι αν υποθέταμε ότι οι πληροφορίες που περιέχονταν στις καταγγελίες περί παράβασης και ανταγωνισμού που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος δεν αρκούσαν προκειμένου να μπορέσει η Επιτροπή να εξετάσει τα ζητήματα που της είχε θέσει ο ενδιαφερόμενος, η Επιτροπή θα μπορούσε απλώς να επιστήσει την προσοχή του ενδιαφερόμενου στις ελλείψεις και να του ζητήσει να προσκομίσει τα υπολειπόμενα στοιχεία. Το επιχείρημα της Επιτροπής πως υπέθεσε ότι ο ενδιαφερόμενος απέσυρε την καταγγελία περί ανταγωνισμού προκαλεί ευθέως έκπληξη, αφ’ ης στιγμής η Επιτροπή δεν παρουσίασε κανένα στοιχείο που θα δικαιολογούσε ένα αντίστοιχο συμπέρασμα.

57. Ισχύει ότι ο ενδιαφερόμενος δεν αναρωτήθηκε για την πορεία των καταγγελιών του παρά μόνο στις αρχές του 2009. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτό το γεγονός για να απαλλαγεί από την υποχρέωσή της για ορθή και ταχεία εξέταση των καταγγελιών.

58. Σύμφωνα με τα ως άνω, ο Διαμεσολαβητής καταλήγει ότι η στάση που υιοθέτησε η Επιτροπή στην προκειμένη περίπτωση προκάλεσε σοβαρή καθυστέρηση στην εξέταση της καταγγελίας που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος. Αυτό συνιστά περαιτέρω κρούσμα κακοδιοίκησης. Επ’ αυτού θα γίνει μια επικριτική παρατήρηση παρακάτω.

Γ. Αξίωση να παράσχει η Επιτροπή τις απαιτούμενες διευκρινίσεις και να προχωρήσει στην εξέταση της καταγγελίας χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση

Επιχειρήματα που υποβλήθηκαν στον Διαμεσολαβητή

59. Στη γνωμοδότησή της, η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι παρέσχε όλες τις απαιτούμενες διευκρινίσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τις καταγγελίες του ενδιαφερόμενου, από την πρώτη υποβολή στις 15 Ιουλίου 2005 έως σήμερα.

60. Αναφορικά με την αξίωση του ενδιαφερόμενου να προβεί η Επιτροπή σε εξέταση των καταγγελιών του χωρίς καθυστέρηση, η Επιτροπή ανταπάντησε ότι το έχει ήδη πράξει. Στην από 21ης Σεπτεμβρίου 2009 επιστολή της, η ΓΔ Ανταγωνισμού παρέσχε επαρκείς διευκρινίσεις σχετικά με την καταγγελία κατά των ελληνικών δικηγορικών συλλόγων για ζητήματα ανταγωνισμού. Σχετικά με την καταγγελία παράβασης, η ΓΓ της Επιτροπής προέβη σε καταχώρισή της αλλά και σε ενεργό εξέτασή της.

61. Ο ενδιαφερόμενος στις παρατηρήσεις του εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή αξιολόγησε κατ’ ουσία τη στάση της. Ωστόσο, δεν αμφισβήτησε τις προαναφερθείσες κινήσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή.

Η εκτίμηση του Διαμεσολαβητή

62. Κατά την εξέταση τον πρώτου ισχυρισμού, ο Διαμεσολαβητής διαπίστωσε ότι η Επιτροπή παρέσχε διευκρινίσεις για τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται την καταγγελία από τον Φεβρουάριο του 2009 και μετά. Συνεπώς, δεν απαιτούνται περαιτέρω έρευνες σχετικά με το πρώτο μέρος της αξίωσης του ενδιαφερόμενου.

63. Όσον αφορά το δεύτερο μέρος της αξίωσης, βάσει των πληροφοριών που έχει στη διάθεση του ο Διαμεσολαβητής, προκύπτει ότι η Επιτροπή με την από 21ης Σεπτεμβρίου 2009 επιστολή της ενημέρωσε τον ενδιαφερόμενο για τη θέση της αναφορικά με την καταγγελία περί ανταγωνισμού. Η προσέγγιση που υιοθετείται στην επιστολή φαίνεται εύλογη. Επιπλέον, ο ενδιαφερόμενος ενημέρωσε τον Διαμεσολαβητή ότι η Επιτροπή εξέτασε την καταγγελία παράβασης επί της ουσίας και στις 29 Μαρτίου 2010, πριν θέσει την υπόθεση στο αρχείο, του έστειλε μια επιστολή επί της οποίας ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε ορισμένες παρατηρήσεις. Ελλείψει εκ πρώτης όψεως ενδείξεων κακοδιοίκησης σχετικά με την ουσία αυτής της εξέτασης, ο Διαμεσολαβητής θεωρεί ότι δεν συντρέχει λόγος να διεξαγάγει περαιτέρω έρευνα ως προς το δεύτερο μέρος της αξίωσης που εγείρει ο ενδιαφερόμενος.

Δ. Συμπεράσματα

Βάσει της έρευνας στην οποία προέβη, ο Διαμεσολαβητής περατώνει την εξέταση της παρούσας αναφοράς και διατυπώνει τις εξής επικριτικές παρατηρήσεις:

1) Αποτελεί ορθή διοικητική πρακτική οι πολίτες να ενημερώνονται σε εύλογο χρονικό διάστημα σχετικά με την εξέταση ενδεχόμενων καταγγελιών που υπέβαλαν. Το 2005 ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε στην Επιτροπή μια καταγγελία, το πρώτο σκέλος της οποίας αφορούσε εικαζόμενη παράβαση του δικαίου της EE από την Ελλάδα, ενώ το δεύτερο αφορούσε εικαζόμενη αντιμονοπωλιακή πρακτική. Η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν ήταν απαραίτητο να ασχοληθεί με την ουσία της καταγγελίας. Ωστόσο, ο ενδιαφερόμενος ενημερώθηκε επ’ αυτού περισσότερα από τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν ο ίδιος υπέβαλλε ερώτημα σχετικά με την πρόοδο της καταγγελίας του. Αυτή η παράλειψη πληροφόρησης συνιστά σοβαρό κρούσμα κακοδιοίκησης.

2) Αποτελεί ορθή διοικητική πρακτική τα θεσμικά όργανα να επιλαμβάνονται των καταγγελιών το ταχύτερο δυνατό. Η προαναφερθείσα παράλειψη εκ μέρους της Επιτροπής προκάλεσε σοβαρές καθυστερήσεις στην εξέταση της καταγγελίας του ενδιαφερόμενου. Αυτό συνιστά περαιτέρω κρούσμα κακοδιοίκησης εκ μέρους της Επιτροπής.

Η αξίωση του ενδιαφερόμενου δεν χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.



[ 1 ]. Άρθρο 44 του Νομοθετικού Διατάγματος 3026/1954 (Κώδικας περί δικηγόρων). Η διάταξη τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 παρ. 1 του νόμου 3919/2011, το οποίο απέσυρε την εν λόγω απαγόρευση.


[ 2 ]. Άρθρο 1 του νόμου 703/1977.


[ 3 ]. Άρθρο 42 του Νομοθετικού Διατάγματος 3026/1954 (Κώδικας περί δικηγόρων).


[ 4 ]. Πράγματι, δεν επιτράπηκε στον ενδιαφερόμενο να υπερασπιστεί τον εαυτό του, επειδή δεν ήταν εγγεγραμμένο μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.


[ 5 ]. Καταγγελία 19.07.05/ -Α07404.


[ 6 ]. Βλ. Κανονισμός αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, EE L1 2003, σ. 1.


[ 7 ]. Άρθρο 5 του κανονισμού αριθ. 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ, EE L123 2004, σ. 18.


[ 8 ]. «Η καταγγελία πρέπει να υποβάλλεται εντός δύο ετών αφότου ο καταγγέλλων έλαβε γνώση των γεγονότων- προηγουμένως, πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί τα ενδεδειγμένα διοικητικά διαβήματα προς τα ενδιαφερόμενα θεσμικά και άλλα όργανα». Διαθέσιμο στον διαδικτυακό τόπο: http://www.ombudsman.europa.eu/resources/statute.faces#hl7


[ 9 ]. Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή όσον αφορά τις σχέσεις με τον καταγγέλλοντα στον τομέα των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου, COM(2002) 141 τελικό, EE C 244 2002, σ. 3.


[ 10 ]. Η Επιτροπή προέβη στην εξέταση της καταγγελίας παράβασης και στις 29 Μαρτίου 2010 έστειλε στον ενδιαφερόμενο μια επιστολή πριν θέσει την υπόθεση στο αρχείο. Ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί της εν λόγω επιστολής στις 27 Απριλίου 2010.


[ 11 ]. Το άρθρο 13 παράγραφος 1 του κανονισμού 1/2003 προβλέπει: «Όταν η ίδια καταγγελία υποβάλλεται στις αρχές ανταγωνισμού δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών ή όταν περισσότερες αρχές ανταγωνισμού διεξάγουν αυτεπαγγέλτως διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 ή του άρθρου 82 της συνθήκης κατά της ίδιας συμφωνίας, απόφασης ενώσεως ή πρακτικής, το γεγονός ότι μια αρχή ασχολείται με την υπόθεση αποτελεί για τις άλλες αρχές ικανό λόγο για την αναστολή της διαδικασίας που διεξάγουν οι ίδιες ή για την απόρριψη της καταγγελίας. Η Επιτροπή δύναται επίσης να απορρίψει μια καταγγελία με το σκεπτικό ότι αρχή ανταγωνισμού ενός κράτους μέλους ασχολείται ήδη με την υπόθεση». Το άρθρο 9 του κανονισμού αριθ. 773/2004 της Επιτροπής προβλέπει: «Οσάκις η Επιτροπή απορρίπτει καταγγελία δυνάμει του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, γνωστοποιεί αμελλητί στον καταγγέλλοντα την εθνική αρχή που επιλαμβάνεται ή που έχει ήδη επιληφθεί της υπόθεσης».


[ 12 ]. Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή όσον αφορά τις σχέσεις με τον καταγγέλλοντα στον τομέα των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου, COM(2002) 141 τελικό, EE C 244 2002, σ. 3.


[ 13 ]. Στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης έρευνας του στην υπόθεση ΟΙ/3/2009/ΜΗΖ, ο Διαμεσολαβητής καλωσόρισε τη δήλωση της Επιτροπής ότι μόνο οι έξι εξαιρέσεις που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του σημείου 3 της Ανακοίνωσης του 2002 είναι δεσμευτικές. Βλ. Απόφαση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή επί της αυτεπάγγελτης έρευνας ΟΙ/3/2009/ΜΗΖ αναφορικά με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παράγραφος 44.


[ 14 ]. Βλ. Απόφαση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή για την περάτωση της έρευνάς του σχετικά με την αναφορά 1059/2008/WP)VL κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, παράγραφος 36.


[ 15 ]. «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης».

Πηγή: ΘΠΔΔ 4-5/2012, 452
ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ σχολιάστε κόσμια