Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

ΔΕΝ ΓΕΝΝΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ Η ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΓΙΑ ΑΠΟΧΗ


Αριθμός 2512/1997

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Νοεμβρίου 1996 με την εξής σύνθεση : Β. Μποτόπουλος, Πρόεδρος, Λ. Οικονόμου, Σ. Σαρηβαλάσης, Γ. Δεληγιάννης, Ν. Παπαδημητρίου, Π. Χριστόφορος, Μ. Βροντάκης, Θ. Χατζηπαύλου Φ. Στεργιόπουλος, Γ. Σταυρόπουλος, Σ. Καραλής, Ε. Γαλανού, Γ. Ανεμογιάννης, Π. Ν. Φλώρος, Φ. Αρναούτογλου, Π. Πικραμμένος, Α. Θεοφιλοπούλου, Ν. Σακελλαρίου, Θ. Παπαευαγγέλου, Ε. Δαρζέντας, Δ. Πετρούλιας, Α. Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Α. Γκότσης, Α. Ράντος, Δ. Μπριόλας, Ε. Δανδουλάκη, Σύμβουλοι, Ν. Μαρκουλάκης, Ι. Μαντζουράνης, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Φρ. Καμπάνης.



Για να δικάσει την από 14 Νοεμβρίου 1992 αίτηση:

τ ω v: 1) Α. Ι. Α., κατοίκου Αθηνών (Σ. **), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Ι. Ψ. (Α.Μ. 750), που τον διόρισε στο ακροατήριο, 2) Ι. Α. Β., κατοίκου Αθηνών (Α. **), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο πιο πάνω δικηγόρο Ι. Ψ., που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 3) Χ. Γ. Κ., κατοίκου Αθηνώv (Χ. Τ. **), 4) Μ. Κ.Κ., κατοίκου ΑΘηνών (Ε. **), 5) Γ. Κ. Κ., κατοίκου Αθηνών (Σ. **), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο πιο πάνω δικηγόρο Ι. Ψ., που τον διόρισαν στο ακροατήριο, 6) Γ. Χ. Ν., κατοίκου Αθηνών (Β. Σ. ***), 7) Ο. Κ. Π., κατοίκου Αθηνών (Π. **), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο πιο πάνω δικηγόρο Ι. Ψ., που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, 8) Ε. Γ. Σ., κατοίκου ΑΘηνών (Σ. **), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο πιο πάνω δικηγόρο Ι. Ψ., που τον διόρισε στο ακροατήριο και 9) Ι. Γ. Ψ., κατοίκου ΑΘηνών (Π. **), ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ. 750),

κ α τ ά του Δικηγορικού Συλλόγου ΑΘηνών, ο οποίος παρέστη με τους δικηγόρους: 1) Κ. Χιώλο (Α.Μ. 2192) και 2) Π. Κ. (Α.Μ. 8411), που τους διόρισε με πρακτικό το Διοικητικό του Συμβούλιο,

κ α ι κατά των παρεμβαινόντων: Α. 1. Δ. Β. Π., κατοίκου ΑΘηνών (Α. Σ. **) και 2. Α. Χ., κατοίκου Αθηνών (Β. *) και Β. 1. Ε. Κ., κατοίκου Αθηνών (Β. **) και 2. Π. Γ., κατοίκου Αθηνών (Ε. Μ. **), οι οποίοι δεν παρέστησαν.



Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθ. 1444/1993 παραπεμπτικής αποφάσεως του Γ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.



Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν οι από 30.10.1992 και 13.11.1992 αποφάσεις της Γενικής Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Ο Εισηγητής Σύμβουλος Σ. Σαρηβαλάσης, άρχισε τη συζήτηση της υποθέσεως με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον ενδέκατο αιτούντα ως δικηγόρο και ως πληρεξούσιο των αιτούντων που παρέστησαν, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους πληρεξούσιους του Συλλόγου, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.



Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του Δικαστηρίου κ α ι,

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο



1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (γραμ. τελών 1664585-6/1992 και παραβόλου 607016,2465350/1992).



2. Επειδή, η αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου μετά την 1444/1993 παραπεμπτική απόφαση της Επταμελούς συνθέσεως του Γ Τμήματος και λόγω της σημασίας της υποθέσεως (άρθρο 14 παρ. 2 του Π. Δ/τος 18/1989 (Α 8).



3. Επειδή ζητείται η ακύρωση αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών από 3Ο.10.1992 και 13.11.1992, με τις οποίες κηρύχθηκε επ’ αόριστο χρόνο αποχή των δικηγόρων, που είναι μέλη του πιο πάνω συλλόγου, από την άσκηση των καθηκόντων τους ενώπιον των δικαστηρίων.



4. Επειδή, οι αιτούντες, μέλη του δικηγορικού συλλόγου Αθηνών, ασκούν με έννομο συμφέρον την υπό κρίση αίτηση.



5. Επειδή, υπέρ του κύρους των προσβαλλόμενων πράξεων παρεμβαίνουν με έννομο συμφέρον, ενόψει της ιδιότητάς τους, και γενικά παραδεκτώς, με κοινό δικόγραφο, οι Δημ. Παππάς και Αναστασία Χριστοδουλοπούλου, δικηγόροι Αθηνών, από τους οποίους, ο πρώτος είναι και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου ΑΘηνών, καθώς επίσης, με κοινό πάλι δικόγραφο, οι Εμμ. Κοκκινάκης και Παν. Γαλετσέλης, επίσης δικηγόροι και μέλη του διοικητικού συμβουλίου του ως άνω συλλόγου.



6. Επειδή, κατά την παρ. 2 του άρθρου 32 του Π. Δ/τος 18/1989 (Α 8) καταργείται μεν η δίκη εάν μετά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε για οποιοδήποτε λόγο να ισχύει, εν προκειμένω, όμως, δεν συντρέχει περίπτωση κατάργησης της δίκης σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη, γιατί οι προσβαλλόμενες πράξεις ίσχυαν στις 14.1.1993, όταν συζητήθηκε η υπόθεση ενώπιον του Γ Τμήματος και επομένως η δίκη εξακολουθεί να έχει αντικείμενον.



7. Επειδή, με την προσβαλλόμενη απόφαση της 30ης Οκτωβρίου 1992 αποφασίσθηκε αποχή αόριστης διαρκείας και σύγκληση νέας γενικής συνέλευσης στις 13.11.1992. Η γενική συνέλευση της τελευταίας αυτής ημερομηνίας αποφάσισε συνέχιση της αποχής διαρκείας και σύγκληση νέας γενικής συνέλευσης στις 4.12.1992, κατά την οποία δεν υπήρξε απαρτία. Συγκλήθηκε νέα γενική συνέλευση στις 11.12.1992, η οποία επιβεβαίωσε τη συνέχιση της αποχής διαρκείας και όρισε νέα γενική συνέλευση στις 12-11.1993. Και κατά τη νέα αυτή γενική συνέλευση αποφασίσθηκε η συνέχιση της αποχής. Έτσι η από 30.10.1992 απόφαση εξακολουθούσε να ισχύει, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, δεδομένου ότι κατά τις μεταγενέστερες γενικές συνελεύσεις των 13.11, 11.12.1992 και 12.1.1993 αποφασίσθηκε η μη διακοπή της αποχής. Εξάλλου με την απόφαση της γενικής συνέλευσης της 13.11.1997 δεν αποφασίσθηκε εκ νέου αποχή ή παράταση αποχής αλλά επιβεβαιώθηκε η συνέχιση της αποχής αόριστης διαρκείας, που είχε αποφασισθεί την 30.10.1992. Δεν έγινε δηλαδή αντικατάσταση της απόφασης αυτής, ούτε προσθήκη ή συμπλήρωση του περιεχομένου της, υπό την έννοια της διαφορετικής ρύθμισης του ίδιου θέματος.



8. Επειδή η απόφαση της 30 Οκτωβρίου 1992 περί αποχής των δικηγόρων από παραστάσεις ενώπιον των δικαστηρίων εννοεί ότι οι δικηγόροι μέλη του συλλόγου έχουν την υποχρέωση να συμμορφωθούν προς την απόφαση αυτή υποκείμενοι, άλλως, στις πειθαρχικές κυρώσεις που προβλέπονται από τον κώδικα περί δικηγόρων. Η πιο πάνω απόφαση, με το περιεχόμενό της αυτό, προερχόμενη δε από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είναι διοικητική πράξη εκτελεστή και παραδεκτώς προσβάλλεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Γ. Δεληγιάννης, Π. Χριστόφορος, Φ. Αρναούτογλου, Π. Πικραμμένος και Ν. Ρόζος, οι οποίοι διατύπωσαν την άποψη ότι η απόφαση περί ομαδικής αποχής τωv μελών του δικηγορικού συλλόγου από την παράσταση ενώπιον των δικαστηρίων είναι νοητή μόνο στα πλαίσια της ελεύθερης δράσης του ατόμου, όπως αυτή κατοχυρώνεται από το άρθ. 5 παρ. 1 του Συντάγματος, και με την έννοια αυτή η πιο πάνω απόφαση απευθύνεται στα μέλη του συλλόγου, όχι δε ως εκδήλωση δημόσιας εξουσίας, και συνεπώς, έχει τον χαρακτήρα απλής σωματειακής απόφασης που κατά την έννοιά της δεν δεσμεύει τα μέλη του συλλόγου αλλά αποτελεί απλή προς αυτά υπόδειξη και απαραδέκτως προσβάλλεται.



9. Επειδή, εξάλλου, οι μνημονευμένες αποφάσεις της 13.11.1992 και των επόμενωv γενικών συνελεύσεων δεν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα γιατί και αν δεν είχαν εκδοθεί θα ίσχυε η από 30.10.1992 απόφαση. Επομένως, απαραδέκτως προσβάλλονται.



10. Επειδή στον Κώδικα περί Δικηγόρων (v.δ. 3026/1954, όπως έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί) ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο δικηγόρος είναι άμισθος δημόσιος υπάλληλος διοριζόμενος με υπουργική απόφαση, υπάγεται σε πειθαρχική εξουσία ασκούμενη κατά τις διατάξεις του Κώδικα περί δικηγόρων και ότι πριν από την έναρξη της άσκησης των καθηκόντων του υποχρεούται να δώσει τον όρκο της υπηρεσίας του ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου και να εγγραφεί στο μητρώο ενός από τους υπάρχοντες δικηγορικούς συλλόγους του Κράτους (άρθρο 1). Έργο του δικηγόρου είναι να αντιπροσωπεύει και υπερασπίζει τον εντολέα του ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου και αρχής ενεργώντας ελεύθερα και ανεμπόδιστα κάθε αναγκαία πράξη γι’ αυτό (άρθ. 39 παρ. 1). Έχει το δικαίωμα να ασκεί το λειτούργημά του στην περιφέρεια του Συλλόγου του οποίου είναι μέλος, μη υποκείμενος, ως προς την άσκηση του λειτουργήματος αυτού, σε καμία καθ’ οιονδήποτε τρόπο προηγούμενη άδεια ασκήσεως οποιασδήποτε αρχής (άρθ. 44). Κατά την άσκηση του λειτουργήματος οφείλει να εκτελεί την ανατιθέμενη σ’ αυτόν εντολή ευσυνειδήτως και επιμελώς, (άρθ. 46 παρ. 1) να υπακούει δε στις αποφάσεις του Συλλόγου και του Διοικητικού Συμβουλίου (άρθρο 60). Περαιτέρω ορίζεται ότι η παράβαση των καθηκόντων και των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στον δικηγόρο από τις διατάξεις του κώδικα, του εσωτερικού κανονισμού του οικείου δικηγορικού συλλόγου, καθώς και από απόφαση του διοικητικού του συμβουλίου, αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα, κρινόμενο και κολαζόμενο από το πειθαρχικό συμβούλιο του συλλόγου, κατά τις σχετικές διατάξεις, με πειθαρχική ποινή, ανεξάρτητα από ποινική ευθύνη ή άλλη συνέπεια κατά τους κείμενους νόμους (άρθρο 64). Στο άρθρο 193 του Κώδικα ορίζεται ότι οι δικηγόροι που είναι διορισμένοι στην περιφέρεια κάθε πρωτοδικείου αποτελούν δικηγορικό σύλλογο, του οποίου όλοι είναι υποχρεωτικώς μέλη, στο δε άρθρο 194 ότι οι δικηγορικοί σύλλογοι αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που διοικούνται από συμβούλιο, ενώ στο άρθρο 199 ορίζεται ότι στους δικηγορικούς συλλόγους και τα διοικητικά τους συμβούλια ανήκουν, μεταξύ άλλων, η συζήτηση και η απόφαση για κάθε ζήτημα που ενδιαφέρει το Δικηγορικό Σώμα ή τα μέλη του συλλόγου ως μέλη ή ως επαγγελματική τάξη καθώς και για οποιοδήποτε γενικότερο ζήτημα εθνικού ή κοινωνικού περιεχομένου.



11. Επειδή στο άρθρο 23 του Συντάγματος ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι “το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφώv με αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου” (παρ. 1) και ότι “η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακώv γενικά συμφερόντων των εργαζομένων”. Η αποχή των δικηγόρων, ολική ή μερική, από την άσκηση του δημοσίου λειτουργήματος που επιτελούν, όπως, εν προκειμένω, η μη παράστασή τους ενώπιον των δικαστηρίων δε συνιστά, εννοιολογικά, απεργία και επομένως δεν εμπίπτει στην προστασία του άρθρου 23 του Συντάγματος, διότι η απεργία, ως εκδήλωση της συνδικαλιστικής ελευθερίας, προϋποθέτει εξαρτημένη εργασία.



12. Επειδή, όπως έχει εκτεθεί πιο πάνω στη σκέψη 9, οι δικηγορικοί σύλλογοι είναι οργανωμένοι κατά τον νόμο (άρθ. 194 και 199 του δικηγορικού κώδικα) σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου τα οποία είναι και φορείς των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών τους, ειδικότερα δε στα νομικά αυτά πρόσωπα ανήκει, μεταξύ άλλων, (άρθ. 199 δικηγ. κωδ.) η “συζήτηση και απόφαση για κάθε ζήτημα που ενδιαφέρει το Δικηγορικό Σώμα” ή τα μέλη του συλλόγου “ως επαγγελματική τάξη”. Επομένως οι δικηγορικοί σύλλογοιδύνανται, νομίμως, προς υπεράσπιση τωv επαγγελματικών συμφερόντων των μελών τους, να λαμβάνουν και αποφάσεις περί αποχής των δικηγόρων από την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος και οι Σύμβουλοι Μιχ. Βροντάκης, Σπ. Καραλής, Ε. Γαλανού, Ν. Σακελλαρίου, Ε. Δαρζέντας, Α. Ράντος και Ε. Δανδουλάκη, οι οποίοι υποστήριξαν την ακόλουθη γνώμη. Το άρθρο 20 του Συντάγματος καθιερώνει το δικαίωμα καθενός να τύχει προστασίας από μέρους των δικαστη- ρίων, εγγενές δε στοιχείο της δικαστικής προστασίας είναι η ενώπιον των δικαστηρίων υπεράσπιση τωv δικαιωμάτων και συμφε- ρόντων των διαδίκωv δια δικηγόρου καθώς και η παροχή δικηγο- ρικής αρωγής για νομικές πράξεις που προορίζονται να υπερασπίσουν δικαιώματα και συμφέροντα. Το άρθρο 6 της Συνθήκης της Ρώμης (που κυρώθηκε με το νομοθ. διάταγμα 53/1974 Φ. 256), το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, έχει τυπική ισχύ ανώτερη από τις διατάξεις εθνικών νόμων (προγενέστερων ή μεταγενέστερων του Συντάγματος), καθιερώνει, για όλα τα πρόσωπα, το δικαίωμα της δίκαιης δίκης, για να είναι δε η δίκη δίκαιη, πρέπει να εξασφαλίζεται το δικαίωμα του προσώπου προς υπεράσπιση των δικαιωμάτων και συμφερόντων του δια δικηγόρου της δικής του επι- λογής καθώς και η έκδοση της δικαστικής απόφασης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Εξάλλου, το Σύνταγμα ορίζει (άρθ. 2 παρ. 1) ότι “ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας” και ότι (άρθ. 5) “καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπι- κότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δε, παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη”. Η δράση των δικηγορικών συλλόγων ως συλλογικών φορέων επαγγελματικών συμφερόντων πρέπει να νοηθεί μέσα στα πλαίσια που διαγράφουν οι πιο πάνω θεμελιώδεις διατάξεις, οι οποίες αποτελούν έκφραση της ιδέας του Κράτους Δικαίου και εννοούν να εξασφαλίσουν τη δικαστική προστασία των προσώπωv, τη συναφή εκπλήρωση των καθηκόντων των δικηγόρων ως παραγόντων της δίκαιης δίκης και επομένως της απονομής της Δικαιοσύνης, καθώς και το ατομικό δικαίωμα των ίδιων τον δικηγόρων προς εργασία και συνεκδοχικά προς ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους. Η συλλογική δράση των φορέων επαγγελματικών συμφερόντων, ενγένει, έχει, βέβαια, αποκτήσει μία σπουδαία κοινωνική διάσταση που περιορίζει σημαντικά (και κατά βάση θεμιτώς από συνταγματική άποψη) τον ατομοκεντρισμό αλλά, πάντως, στο πλαίσιο της πολιτικής φιλοσοφίας που εκφράζει το Ελληνικό Σύνταγμα, τα συμφέροντα μιας επαγγελματικής τάξης ή όποια άλλα συμφέροντα η επαγγελματική αυτή τάξη επικαλείται και εννοεί να προβάλει και να υπερασπίσει, ούτε την απονομή δικαιοσύνης, για οποιοδήποτε, χρονικό διάστημα, επιτρέπεται να ματαιώνουν, ούτε επιτρέπεται να στερήσουν το άτομο από τα θεμελιώδη δικαιώματά του για μια δίκαιη δίκη. Οι αποφάσεις των δικηγορικών συλλόγων περί αποχής των μελών τους από τα έργα τους είναι από τη φύση τους υποχρεωτικές για τα μέλη των δικηγορικών συλλόγωv, (και γιαυτό εκτελεστές) και υπό την εκδοχή δε ακόμη ότι δεν δημιουργούν για τους δικηγόρους πειθαρχικές ευθύνες, σε περίπτωση παραβιάσεώς τους, η επίδραση τους στα μέλη των δικηγορικών συλλόγωv, μέσω τωv ψυχολογικώv και άλλων μηχανισμών της) επαγγελματικής αλληλεγγύης είναι τέτοια, ώστε, πρακτικώς, να οδηγούν σε εξαναγκασμό τωv μελών προς συμμόρφωση και επομένως στην άρση της δυνατότητας απονομής δικαιοσύνης. Για τους λόγους αυτούς, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, οι αποφάσεις των δικηγορικών συλλόγων περί αποχής των μελών τους από τα έργα τους είναι μη νόμιμες και ειδικότερα αντίκεινται στις μνημονευμένες διατάξεις, γιατί οι δικηγορικοί σύλλογοι δεν έχουν νόμιμη εξουσία να κηρύσσουν αποχή των μελών τους από την άσκηση των καθηκόντωv τους.



13. Επειδή, οι αποφάσεις των δικηγορικών συλλόγων που κηρύσσουν αποχή των μελών τους από την άσκηση των έργων τους δεν αντίκεινται μεν, καταρχήν, σύμφωνα με τη γνώμη που κατά την προηγούμενη σκέψη επικράτησε, σε συνταγματικές ή άλλες διατάξεις, υπόκεινται όμως σε περιορισμούς που επιβάλλουν το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο καθιερώνει το δικαίωμα καθενός για δικαστική προστασία, το άρθ. 6 της Συνθήκης της Ρώμης, το οποίο καθιερώνει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, η οποία εξυπονοεί το δικαίωμα των διαδίκων να υπερασπίζουν τις υποθέσεις τους με δικηγόρο της εκλογής τους, καθώς και το άρθ. 5 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την επαγγελματική ελευθερία και το δικαίωμα για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Οι περιορσμοί αυτοί ανάγονται στο χρόνο που μπορεί να διαρκέσει η αποχή και που πρέπει, ενόψει των διακυβευομένωv συμφερόντων, να είναι βραχύς και στη φύση της απόφασης περί αποχής, που δεν μπορεί να γεννά πειθαρχική ευθύνη για τα μέλη του συλλόγου που δεν συμμορφώνονται. Ο χρόνος της διαρκείας της αποχής πρέπει να ορίζεται στην ίδια την απόφαση που κηρύσσει την αποχή, ελέγχεται δε ακυρωτικώς από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο, εν προκειμένω, ασκεί έλεγχο ορίων. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Γ. Σταυρόπουλος και Γ. Ανεμιογιάννης, οι οποίοι διατύπωσαν τη γνώμη ότι η από μέρους των δικηγόρων, παραβίαση των πιο πάνω αποφάσεων των δικηγορικών συλλόγων προκαλεί, όπως και η από μέρους των δικηγόρων παραβίαση των άλλων αποφάσεων των πιο πάνω συλλόγων, πειθαρχικές ευθύνες για τους παραβάτες. Μειοψήφησαν επίσης οι Σύμβουλοι Ν. Παπαδημιητρίου, Π. Χριστόφορος, Γ. Ανεμογιάννης, Π. Ν. Φλώρος, Δ. Πετρούλιας και Αικ. Συγγούνα, οι οποίοι διατύ- πωσαν τη γνώμη (που υποστήριξε και ο πάρεδρος Ν. Μαρκουλάκης) ότι το δικαίωμα των δικηγορικών συλλόγων να κηρύσσουν αποχή των δικηγόρων από τα έργα τους δεν τελεί υπό χρονικούς περιορισμούς.



14. Επειδή, σύμφωνα με όσα έχουν πιο πάνω εκτεθεί, η από 30.10.1992 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνώv, με την οποία αποφασίσθηκε η επ’ αόριστο χρόνο αποχή των δικηγόρωv μελών του από την ενώπιον τωv δικαστηρίων άσκηση των καθηκόντων τους, είναι μη νόμιμη και διότι δεν ορίζει τον χρόνο της αποχής και διότι κατά την κρίση του δικαστηρίου ο χρόνος της διάρκειας της αποχήςυπερβαίνει εν προκειμένω το επιτρεπόμενο βραχύ χρονικό διάστημα. Για τους λόγους αυτούς βασίμως προβαλλόμενους πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση.



15. Επειδή ακυρουμένης της προσβαλλομένης αποφάσεως για τους πιο πάνω λόγους παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως, το Δικαστήριο εκτιμά δε τις περιστάσεις και απαλλάσσει από τη δικαστική δαπάνη τους διαδίκους που νικήθηκαν (άρθ. 39 κωδ. πρ. διατάγματος 18/1989 (ΦΕΚ 8)



Δια ταύτα

Δέχεται την υπό κρίση αίτηση.

Αριθμός 2512/1997 -12-

Ακυρώνει την από 30.10.1992 απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.

Απορρίπτει τις παρεμβάσεις.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου και.

Απαλλάσσει τον Δικηγορικό Σύλλογο ΑΘηνών και τους παρεμβαίνοντες από τη δικαστική δαπάνη.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 1996 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 27ης Ιουνίου 1997.

Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας

Β. Μποτόπουλος Φρ. Καμπάνης

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ σχολιάστε κόσμια