Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΤΩΝ Δ.Σ. ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ, ΚΩ, ΦΛΩΡΙΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ - ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ


Η πρόταση των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ιωαννίνων, Κω και Φλώρινας για την πειθαρχική ευθύνη των βουλευτών - δικηγόρων οι οποίοι υπερψήφισαν το νέο ασφαλιστικό νόμο, ετέθη σε ψηφοφορία και υπερψηφίστηκε, σχεδόν ομόφωνα, από την Ολομέλεια της 12ης Μαϊου 2016.

Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στο σχετικό κείμενο “...θεωρεί τους βουλευτές δικηγόρους που ψήφισαν τον πρόσφατο φορολογικό/ασφαλιστικό νόμο «λαιμητόμο» ως «persona non grata» για το δικηγορικό σώμα και καλεί τα αρμόδια όργανα των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων να ερευνήσουν την ύπαρξη πειθαρχικών ευθυνών, σύμφωνα με τα άρθρο 140 παρ. 1 α, β, γ, ε και 2γ του Κώδικα Δικηγόρων..”.

Αναλυτικά το κείμενο - πρόταση των τριών Προέδρων

“ΕΥΘΥΝΗ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΛΟΓΩ ΨΗΦΙΣΗΣ ΝΟΜΟΥ ΠΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΤΑΙ ΠΡΟΔΗΛΩΣ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, ΣΤΗΝ ΕΣΔΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ”

Ι) Η αντίθεση των πρόσφατων φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων του εισοδήματος των αυταπασχολούμενων και, ιδίως, των δικηγόρων, στο Σύνταγμα, στην ΕΣΔΑ και στο ΔΣΟΚΠΔ
1. Η ένταξη των αυταποασχολούμενων και των μισθωτών σε ΕΦΚΑ αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος. Και τούτο διότι οι δυο αυτές κατηγορίες τελούν υπό εντελώς διαφορετικές (πραγματικές και νομικές) συνθήκες σε ότι αφορά: α) την πηγή του εισοδήματος β) το εισόδημα που βαρύνεται με τις εισφορές γ) τους υπόχρεους και το βάρος πληρωμής των εισφορών και δ) το βάρος της ευθύνης λόγω μη πληρωμής των εισφορών.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι τελούν υπό διαφορετικές (νομικές) συνθήκες με τους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα και, ως εκ τούτου, είναι αντισυνταγματική η ένταξή τους σε ΕΦΚΑ. Κατά μείζονα λόγο (a fortiori) είναι αντισυνταγματική και η εξομοίωση των αυταπασχολούμενων με τους μισθωτούς, που επέρχεται με την ένταξή τους σε ΕΦΚΑ.  
2. Η συνολική (σωρευτική) φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση του εισοδήματος των αυταπασχολούμενων και, ιδίως, των Δικηγόρων, στην πραγματικότητα αποτελεί δήμευση του καθαρού εισοδήματος: Η κατάργηση του αφορολογήτου ορίου, οι υπέρογκοι συντελεστές φορολόγησης και  εισφοροεπιβάρυνσης, το τέλος επιτηδεύματος, η προκαταβολή φόρου για το επόμενο έτος, η εισφορά αλληλεγγύης, η επιβολή ασφαλιστικών εισφορών φορολογικού χαρακτήρα και η κατάργηση της εξαίρεσης  των δικηγόρων από την υπαγωγή τους σε  καθεστώς ΦΠΑ, σε συνδυασμό (σωρευτικά) α) με την πολλαπλή, πλασματική και δημευτική φορολόγηση της κατοχής (ακόμη και απρόσοδης) ακίνητης περιουσίας (ΕΕΤΗΔΕ, ΦΑΠ, Φ.Μ.Α.Π. και ήδη ΕΝΦΙΑ) , την πολλαπλή, πλασματική και δημευτική φορολόγηση της κατοχής και χρήσης ΕΑΙ.Χ. (έκτακτη εισφορά στις αντικειμενικές δαπάνες συντήρησης ΕΑΙ.Χ. άνω των 1929 cc και ήδη φόρος πολυτελείας, τέλη κυκλοφορίας, διόδια, φορολογία καυσίμων κ.λ.π.), τον πλασματικό (πολλαπλό) προσδιορισμό του εισοδήματος («τεκμήρια», αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας, απόρριψη δαπανών και προσαύξηση του εισοδήματος, μείωση του αδιάθετου υπολοίπου με πλασματικές δαπάνες, εξωλογιστικός προσδιορισμός κλπ), την έμμεση φορολογία και τις έμμεσες επιβαρύνσεις του εισοδήματος, την αναδρομική (άμεση και έμμεση) φορολόγηση, την κατ’ αποκοπή επιβολή προστίμων και προσαυξήσεων, β) την πολλαπλή, αναδρομική και πλασματική ποινικοποίηση των φορολογικών εν γένει διαφορών και γ) τους απαγορευτικούς/αποτρεπτικούς φραγμούς και περιορισμούς του δικαιώματος παροχής αποτελεσματικής, ορθής, δίκαιης και έγκαιρης δικαστικής (προσωρινής, οριστικής, ένδικα μέσα και αναγκαστική εκτέλεση) προστασίας, που (αντανακλαστικά) απαγορεύουν στους δικηγόρους την απόκτηση (έστω και του υπό δήμευση) εισοδήματος, καθιστούν  (de facto) απαγορευτική την άσκηση του λειτουργήματος. Όλα τα παραπάνω παραβιάζουν το δικαίωμα στην περιουσία, τον σεβασμό του ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης, το δικαίωμα της συμμετοχής στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας
(οικονομική / επαγγελματική ελευθερία), το δικαίωμα αξιοπρεπούς άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος, το δικαίωμα σε δίκαιη και αξιοπρεπή αμοιβή, καθώς και πλειάδα διατάξεων της ΕΣΔΑ (ne bis in idem, τεκμήριο αθωότητας, δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο και σε δίκαιη δίκη, n.c.n.p.s.l.c. κ.λ.π.). Πέραν τούτων οι κεφαλαιουχικοί έλεγχοι (capital control), η φορολόγηση του παγκόσμιου εισοδήματος Ελλήνων πολιτών με βάση την ελληνική (δημευτική) νομοθεσία, αφαιρούμενου απλώς του φορολογητέου στις χώρες της Ε.Ε. εισοδήματος, η μη αναγνώριση επαγγελματικής δαπάνης από παροχή υπηρεσιών από επαγγελματία που έχει έδρα σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε, καθιστούν αδύνατη και την άσκηση των θεμελιωδών ενωσιακών ελευθεριών της εγκατάστασης, παροχής υπηρεσιών, κίνησης προσώπων και κίνησης κεφαλαίων. Έτσι τα επιβαλλόμενα νέα φορολογικά και (φορολογικής φύσεως) ασφαλιστικά βάρη, προστίθενται στα ήδη υφιστάμενα και επιβαρύνουν σε βαθμό καταστροφής την φοροδοτική και εισφοροδοτική ικανότητα των αυτοαπασχολούμενων και, ιδίως, των δικηγόρων.
3. Η έλλειψη αναλογιστικής μελέτης (συντεταγμένης ή εγκεκριμένης) από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή για την βιωσιμότητα της επιχειρούμενης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης αντίκειται στο Σύνταγμα, σύμφωνα με την πάγια πλέον νομολογία του ΣτΕ (στη Βουλή κατατέθηκαν μόνο «αναλογιστικές προβολές» και μελέτες/εκθέσεις υπηρεσιακών παραγόντων, που σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν αναλογιστικές μελέτες).
4. Η επιλεκτική, δημευτική και δυσμενής φορολογική/ασφαλιστική επιβάρυνση των αυτοαπασχολούμενων, όπως επίσημα δηλώθηκε στη Βουλή από τον πρωθυπουργό, τον Υπουργό Εργασίας και την πλειοψηφία των βουλευτών της συμπολίτευσης, έγινε προκειμένου να ευνοηθεί( να μην θιγεί) η πολυπληθέστερη (αριθμητικά) κοινωνική ομάδα (συνταξιούχοι και δημόσιοι υπάλληλοι).  Μ’ άλλα λόγια γίνεται δυσμενής διάκριση σε βάρος της μειοψηφούσας (αριθμητικά) κατηγορίας, προκειμένου να ευνοηθεί η πολυπληθέστερη (αριθμητικά) κατηγορία, δηλαδή πρόκειται για πρόδηλη ανισότητα σε βάρος της μειοψηφίας, προκειμένου να ευνοηθεί η πλειοψηφία (δήλωση  Πρωθυπουργού στη Βουλή στις 8-5-2016: « Όταν θέλεις να ευνοήσεις την πλειοψηφία, θα αδικήσεις τη μειοψηφία»). Σύμφωνα όμως με την πάγια νομολογία του ΣτΕ το συμφέρον μιας κατηγορίας προσώπων, όσο πολυπληθής και αν είναι δεν αποτελεί λόγο δημοσίου συμφέροντος, προκειμένου να αδικηθεί άλλη (μειοψηφούσα) κατηγορία, ιδίως όταν αυτή έχει την ίδια ή μικρότερη φοροδοτική/εισφοροδοτική  ικανότητα από την «ευνοούμενη» και μάλιστα με κριτήρια που δεν συνάπτονται με την ικανότητα αυτή, (δηλ. με βάση το «κεφάλαιο», με την οικονομική εύνοια του όρου) αλλά και με βάση το λεγόμενο «μορφωτικό» και «κοινωνικό» κεφάλαιό της (δηλ. με βάση τη μόρφωση και την κοινωνική θέση της).  Συνεπώς παραβιάζεται το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντ. και για το λόγο αυτό.
ΙΙ) Τα συνταγματικά και υπερνομοθετικά θεμέλια της υποχρέωσης των βουλευτών για τον σεβασμό των ατομικών και θεμελιωδών δικαιωμάτων.
α) άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλος του κοινωνικού συνόλου … τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα (σημ: συμπεριλαμβανομένου προφανώς και του νομοθετικού οργάνου) υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους.»
β) άρθρο 110 παρ. 1 Συντ.: «Οι διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται σε αναθεώρηση, εκτός από εκείνες που καθορίζουν τη βάση του πολιτεύματος …» (Τα ατομικά και θεμελιώδη δικαιώματα και το Κράτος Δικαίου αποτελούν τη βάση του πολιτεύματος)
γ) Προοίμιο ΕΣΔΑ: «Αι συμβαλλόμεναι κυβερνήσεις, Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης …Αποφασισμέναι όπως, ως Κυβερνήσεις Ευρωπαϊκών Κρατών εμπνεόμεναι υπό κοινών ιδεωδών και έχουσαι κοινήν κληρονομίαν πολιτικών παραδόσεων και ιδεωδών σεβασμού της ελευθερίας και του επικρατεστέρου (=της υπεροχής) του δικαίου λάβωσι τα κατάλληλα μέτρα όπως διασφαλίσωσι την συλλογικήν εγγύησην ορισμένων, εκ των αναφερομένων εν τη Παγκοσμίω Δηλώσει, δικαιωμάτων.»
δ) άρθρο 1 ΕΣΔΑ: Τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν, εις όλα τα εξαρτώμενα εκ της δικαιοδοσίας των πρόσωπα, τα καθοριζόμενα εις το πρώτον μέρος της παρούσας Συμβάσεως δικαιώματα και ελευθερίες.
ε) άρθρο 28 παρ. 1 Συντ.: «Οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του Διεθνούς Δικαίου καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις…αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού Δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου.»
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι τα μέλη του νομοθετικού οργάνου (δηλ. οι βουλευτές) οφείλουν να σέβονται τα ατομικά και θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών και να μην τα παραβιάζουν.
Η υποχρέωση αυτή δεν αναιρείται από τη διάταξη του άρθρου 60 παρ. 1 του Συντ. (οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και της ψήφου κατά συνείδηση), διότι το δικαίωμα αυτό, αυτονοήτως δεν δύναται να ασκηθεί προς κατάλυση της βάσης του πολιτεύματος (βλ. και άρθρο 17 ΕΣΔΑ και άρθρο 59 παρ. 1 Συντ. σχετικά με τον όρκο των βουλευτών: «Ορκίζομαι … να υπακούω στο Σύνταγμα …»
ΙΙΙ) Η υποχρέωση των βουλευτών δικηγόρων να σέβονται τα ατομικά και θεμελιώδη δικαιώματα
α) άρθρο 5 Κώδ. Δικηγ.: Θεμελιώδεις αρχές και αξίες
Ο δικηγόρος α) υπερασπίζεται το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και τα πρόσθετα πρωτόκολλα αυτής, το Χ.Θ.Δ. του ανθρώπου της Ε.Ε., καθώς και το σύνολο των διεθνών και ευρωπαϊκών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. β) Ακολουθεί τις παραδόσεις του υπερασπιστικού λειτουργήματος και τους κανόνες δεοντολογίας, όπως έχουν διαμορφωθεί ιστορικά κατά την άσκηση της δικηγορίας και διατυπώνονται στον Κώδικα (βλ. και άρθρα 24 παρ. 3, 41, 87, 90 Κωδ.Δικηγ. και άρθρα 2, 3 και 5 του Κωδ. Δεοντολ. Δικηγ. λειτουργ.).
Από το ανωτέρω συνάγεται  ο βουλευτής που έχει και την ιδιότητα του Δικηγόρου έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προστατεύει και να μην παραβιάζει τα ατομικά και θεμελιώδη δικαιώματα.
ΙV) Η ευθύνη των βουλευτών δικηγόρων που ψήφισαν τον πρόσφατο φορολογικό και ασφαλιστικό νόμο.
Όπως προαναφέρθηκε ο πρόσφατος φορολογικός / ασφαλιστικός νόμος παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα των αυτοαπασχολούμενων και, ιδίως, των δικηγόρων, δημεύει το καθαρό εισόδημά τους και τους περιάγει σε κατάσταση εξαθλίωσης. Οι βουλευτές δικηγόροι ψήφισαν αυτόν τον νόμο «λαιμητόμο» για τα θεμελιώδη δικαιώματα των δικηγόρων, επικαλούμενοι μάλιστα «αιτιολογίες» που μαρτυρούν χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπή συμπεριφορά για δικηγόρο και έλλειψη σεβασμού προς το δικηγορικό σώμα και τους λειτουργούς του (ενδεικτικά αναφέρονται: i) “είμαι ταξικός αποστάτης”, δήλωση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης-δικηγόρου, η οποία αν δεν εκληφθεί ως προδοσία του αρμόδιου Υπουργού απέναντι στις αρχές που έχει ταχθεί ως δικηγόρος να διαφυλάττει, δεν μπορεί, και σε κάθε καλοπροαίρετη ανάγνωση αυτής, να μην εκληφθεί ότι εκφράζει την επιθυμία του να απεκδυθεί και να παραιτηθεί της δικηγορικής του ιδιότητας, ii) “δεν μας ενδιαφέρει το Δικηγορικό Σώμα, αλλά η κυβέρνηση του Τσίπρα”,  δήλωση βουλευτών δικηγόρων σε Προέδρους Δικηγορικών Συλλόγων).
Ενόψει των ανωτέρω, θεωρούμε ότι η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων, οφείλει να καταδικάσει τόσο την παροχή ψήφου από βουλευτές δικηγόρους σε νόμο που παραβιάζει προδήλως τα δικαιώματα του ανθρώπου όσο και τις παραπάνω δηλώσεις και ενέργειες, τις οποίες και θεωρεί ως απάδουσες, προς δικηγόρο, συμπεριφορές, θεωρεί τους βουλευτές δικηγόρους που ψήφισαν τον πρόσφατο φορολογικό/ασφαλιστικό νόμο «λαιμητόμο» ως «persona non grata» για το δικηγορικό σώμα και καλεί τα αρμόδια όργανα των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων να ερευνήσουν την ύπαρξη πειθαρχικών ευθυνών, σύμφωνα με τα άρθρο 140 παρ. 1 α, β, γ, ε και 2γ του Κώδικα Δικηγόρων σε συνδυασμό με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν.
Επισημαίνεται, σε κάθε περίπτωση ότι το άρθρο 61 παρ. 1 του Συντ. (ο βουλευτής δεν καταδιώκεται, ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του) δεν εμποδίζει την διερεύνηση της τυχόν ανωτέρω πειθαρχικής ευθύνης. Και τούτο διότι, το ακαταδίωκτο αυτό αφορά την ποινική ευθύνη, ενώ, όπως παγίως γίνεται δεκτό από το ΕΔΔΑ, η πειθαρχική ευθύνη δικηγόρου δημιουργεί αστικής φύσεως διαφορά και όχι ποινικής φύσεως διαφορά.
ΟΙ ΠΡΟΕΔΡΟΙ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΙΟΓΛΗ – ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΕΣ ΑΒΡΙΘΗΣ – ΚΩ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ - ΦΛΩΡΙΝΑΣ

http://www.lawnet.gr/

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ σχολιάστε κόσμια