ΔΠΑθ 2790/2015
Παράταση χρόνου παραγραφής σε φορολογικές υποθέσεις. Κατά γενική ερμηνευτική αρχή, ο νομοθέτης μπορεί, κατ’ αρχήν, να παρατείνει τον χρόνο παραγραφής, μη δεσμευόμενος προς τούτο από το Σύνταγμα. Η δυνατότητα όμως αυτή ισχύει μόνον για εκείνες τις αξιώσεις, για τις οποίες ο μνημονευόμενος χρόνος δεν είχε συμπληρωθεί κατά την έναρξη ισχύος του νεότερου νόμου που αφορά στην παράταση. Και αυτό γιατί, υπό διαφορετική ερμηνευτική εκδοχή, η παράταση του χρόνου παραγραφής αξιώσεων ήδη παραγεγραμμένων κατά την έναρξη ισχύος της νέας διάταξης που την εισάγει, δηλαδή, η θέσπιση νόμου που ρυθμίζει, αναδρομικώς και κατά τρόπο επαχθή, περατωθείσες πια βιοτικές σχέσεις θα αντέβαινε όχι μόνον στη συνταγματική αρχή της ισότητας αλλά κυρίως στις εκπορευόμενες από τη βασική αρχή του κράτους δικαίου επιμέρους συνταγματικές αρχές της νομικής ασφάλειας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης (ιδίως στα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος). Τέτοια αναδρομική ρύθμιση είναι θεμιτή μόνον όταν η εμπιστοσύνη του πολίτη προς τη σταθερότητα ορισμένης νομικής κατάστασης μπορεί να θεωρηθεί από τα πράγματα δικαιολογημένη, οπότε και δεν απολαμβάνει δικαστικής προστασίας (πρβλ ΣτΕ 1508/2002). Συναφώς πρέπει να επισημανθεί ότι η επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής για αξιώσεις μη παραγεγραμμένες δεν αποτελεί αναδρομική επιβολή φόρου, ώστε να προσκρούει στη συνταγματική διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 78 (πρβλ ΣτΕ 523/2000). Εξάλλου, ως μη παραγεγραμμένες αξιώσεις, για τις οποίες είναι δυνατή η παράταση του χρόνου παραγραφής, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, νοούνται όχι μόνον οι αξιώσεις που δεν έχει συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής, βάσει των πάγιων περί παραγραφής διατάξεων, αλλά και οι αξιώσεις των οποίων ο χρόνος παραγραφής έχει ήδη παραταθεί με προηγούμενα νομοθετήματα και δεν έχει ακόμη συμπληρωθεί. Και τούτο διότι και οι τελευταίες ως άνω περιπτώσεις αναφέρονται σε μη περατωθείσες βιοτικές σχέσεις με αποτέλεσμα η εκ νέου παράταση του χρόνου παραγραφής να μην συνιστά αναδρομική ρύθμιση των βιοτικών αυτών σχέσεων κατά τρόπο επαχθή, αντιβαίνον προς το Σύνταγμα
(contra Δ.Εφ.Χαν. 24/2013 — Βλ. όμως και 631/2014 Δ.Εφ.Αθηνών )
ΔΕφΑθ 631/2014
Οι παρατάσεις της παραγραφής που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 29 του ν. 3697/2008, 10 του ν. 3790/2010, 82 του ν. 3842/2010, 12 παρ. 7 του ν. 3888/ 2010, 18 παρ. 2 του ν. 4002/2011 και δεύτερου του ν. 4098/2012 αφορούν τις φορολογικές υποθέσεις, στις οποίες η προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου έληγε πρωτογενώς στις αντίστοιχες ημερομηνίες και όχι στις υποθέσεις στις οποίες η προθεσμία παραγραφής έληγε στις ανωτέρω ημερομηνίες μετά από προηγηθείσα παράταση του άρθρου 11 του ν.3513/2006.
ΔΕφΧαν 24/2013
Διοικητική δικονομία. Φορολογία εισοδήματος. Ε.Σ.Υ. Παραγραφή. Προσφυγή ιατρού, Επίκουρου Καθηγητή Μαιευτικής-Γυναικολογίας στο Ιατρικό Τμήμα Πανεπιστημίου κατά πράξεων επιβολής προστίμου ΚΒΣ. Οι προσβαλλόμενες πράξεις στηρίζονται στην ίδια νομική και στην ίδια κατά τα ουσιώδη στοιχεία πραγματική βάση και, ως εκ τούτου, είναι συναφείς ανεξαρτήτως του ότι αναφέρονται σε διαφορετικά οικονομικά έτη. Κατά συνέπεια, παραδεκτώς σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο προσφυγής. Έννοια του εν τοις πράγμασι επιτηδευματία, πανεπιστημιακού ιατρού. Διαχρονικό δίκαιο. Η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για την κοινοποίηση πράξεων επιβολής προστίμου ΚΒΣ ρυθμίζεται από τις διατάξεις του αρ. 84 του ν. 2238/1994, η οποία ορίζεται πενταετής και η ρύθμιση αυτή είναι η πάγια. Ποίες περιπτώσεις προγενέστερων διαχειριστικών περιόδων καταλαμβάνουν οι παρατάσεις της παραγραφής του σχετικού δικαιώματος του Δημοσίου που θεσπίστηκαν με μεταγενέστερους νόμους. Σχετική νομολογία του ΔΕΚ, το οποίο στο όνομα των αρχών «της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας των ιδιωτών» επιβάλλει στα Κράτη μέλη τη σαφή διατύπωση των κανόνων δικαίου. Το σχετικό δικαίωμα του Δημοσίου για τις διαχειριστικές περιόδους των ετών 2001- 2003 υπέκυψε σε παραγραφή, όχι όμως και της διαχειριστικής περιόδου 2004. Οι διατάξεις του αρ.84§4 περ.β’ και 68§2 περ.α’ του ν.2238/94, προϋποθέτουν οριστικότητα της φορολογικής εγγραφής και διενέργεια συμπληρωματικής, η οποία δεν προβλέπεται στον ΚΒΣ. Το Δικαστήριο κρίνει, κατά πλειοψηφία, ότι η φέρουσα το βάρος απόδειξης φορολογική αρχή δεν απέδειξε ότι τα αναφερόμενα στην έκθεση ελέγχου ποσά που διαπιστώθηκε από τον έλεγχο, ότι ήταν κατατεθειμένα στους λογαριασμούς του προσφεύγοντος, προέρχονται από την παράνομη άσκηση της αποδιδόμενης σ’ αυτόν δραστηριότητας του ελευθέριου επαγγέλματος του ιατρού και ο προσφεύγων, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν συγκέντρωνε τα εννοιολογικά στοιχεία του «εν τοις πράγμασι επιτηδευματία» κατά τη διάταξη του αρ. 2§1 του ΚΒΣ και δεν υπείχε, ως εκ τούτου, υποχρέωση τήρησης βιβλίων και έκδοσης ΑΠΥ του ΚΒΣ. Δέχεται την προσφυγή. Κατά την άποψη της μειοψηφίας η προσφυγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή (μόνο κατά το κεφάλαιο της παραγραφής).
Η απόφαση: ΔΕφΧαν 24