ΜΠρΑθ 3480/2012 [Παραγραφή εν επιδικία]
(παρατ. Κ. Κουτσουλέλος)
Διατάξεις: άρθρα 255, 261, 543, 554, 555, 914 ΑΚ
[...] Ι. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 535, 540 και 559, όπως ίσχυαν πριν από την τροποποίηση τους με το Ν 3043/2002 και εφαρμόζονται στην προκείμενη περίπτωση, διότι η επικαλούμενη με την αγωγή σύμβαση πώλησης καταρτίστηκε στις 10.8.2001 (αλλά και βάσει των διατάξεων των άρθρων 2 ΑΚ και 24 ΕισΝΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες οι ενοχές από οποιοδήποτε λόγο, των οποίων τα παραγωγικά γεγονότα συντελέσθηκαν κατά τη διάρκεια που ίσχυε κάποιος νόμος, ο οποίος μεταγενέστερα καταργήθηκε ή τροποποιήθηκε, διέπονται και μετά την κατάργηση ή την τροποποίησή του από το νόμο, που ίσχυε κατά το χρόνο, κατά τον οποίο τα παραγωγικά αυτά γεγονότα συντελέσθηκαν, ΑΠ 223/2002, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1/2001 ΕλλΔνη 42,680, προκύπτει ότι στην πώληση πράγματος, αν το πωληθέν έχει, κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή και ως τέτοιος είναι ο χρόνος της παράδοσης του πράγματος, ουσιώδη πραγματικά ελαττώματα που αναιρούν ή μειώνουν ουσιωδώς την αξία του ή τη χρησιμότητά του ή λείπουν οι συμφωνημένες ιδιότητες, ο αγοραστής δικαιούται κατ’ επιλογήν του να αξιώσει, είτε την αναστροφή της πώλησης, είτε τη μείωση του τιμήματος και σε περίπτωση πώλησης πράγματος κατά γένος ορισμένου την αντικατάστασή του με άλλο απαλλαγμένο από ελαττώματα ή που να φέρει πράγματι τις συμφωνημένες ιδιότητες. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 543 ΑΚ, όπως αυτό ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το N 3043/2002, προκύπτει ότι, αν κατά τη σύναψη της πώλησης λείπει η συμφωνημένη ιδιότητα του πράγματος, ο αγοραστής έχει δικαίωμα αντί για τη μείωση του τιμήματος ή την αναστροφή να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης. Το ίδιο ισχύει και αν κατά τη σύναψη της πώλησης ο πωλητής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το ελάττωμα του πράγματος. Η αποζημίωση, την οποία ο αγοραστής δικαιούται να απαιτήσει στην περίπτωση αυτή δεν περιλαμβάνει τη ζημία που προέρχεται από τη μη εκτέλεση της σύμβασης, αλλά μόνον εκείνη που προκαλείται σε αυτόν από το πραγματικό ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας, στην οποία περιλαμβάνεται η διαφορά μεταξύ της αξίας, που θα είχε το πωληθέν χωρίς το ελάττωμα ή με τη συμφωνημένη ιδιότητα και εκείνης, που έχει ήδη αυτό με το ελάττωμα ή την ελλείπουσα συμφωνημένη ιδιότητα, καθώς και κάθε άλλη ζημία, που οφείλεται αιτιωδώς στην ελαττωματικότητα του πράγματος, αλλά δεν εμπίπτει στην παραπάνω διαφορά της αξίας του ελαττωματικού πράγματος από το μη ελαττωματικό, ούτε στις δαπάνες διόρθωσης της ελαττωματικότητας. Τις παραπάνω αξιώσεις του ο αγοραστής δεν μπορεί να τις ασκήσει σωρευτικά, αλλά έχει το εκλεκτικό δικαίωμα να επιλέξει μία από αυτές και να την ασκήσει, γιατί, κατά τη διάταξη του άρθρου 306 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται αναλογικά και επί διαζευκτικής συρροής αξιώσεων, η επιλογή που θα γίνει μία φορά είναι αμετάκλητη. Ως ιδιότητα του πράγματος θεωρείται κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα αυτού και οποιαδήποτε σχέση, η οποία από το είδος και τη διάρκειά της, επηρεάζει θετικά στις συναλλαγές την αξία του ή τη χρησιμότητά του, σύμφωνα με τη σύμβαση, ενώ ως πραγματικό ελάττωμα κατά την έννοια του προϊσχύσαντος άρθρου 534 ΑΚ νοείται η ατέλεια του πράγματος, που αφορά την ιδιοσυστασία ή την κατάστασή του κατά τον κρίσιμο χρόνο ευθύνης του πωλητή και η οποία (ατέλεια) έχει αρνητική επίδραση πάνω στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος (βλ. ΑΠ Ολ 29/1990 ΕΕΝ 1990,445, ΑΠ 1341/2007, ΑΠ 328/2007 και ΑΠ 1191/2006 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 574/2005 Αρμ 2006,67, ΑΠ 166/2005 ΕλλΔνη 2006,517).
ΙΙ. Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 513, 522, 534, 540, 547, 554, 555, 260, 261 και 270 ΑΚ προκύπτουν τα ακόλουθα: Επί πωλήσεως κινητού πράγματος το οποίο κατά το χρόνο της παράδοσής του από τον πωλητή στον αγοραστή έχει πραγματικά ελαττώματα που αναιρούν ή μειώνουν ουσιωδώς την αξία ή τη χρησιμότητά του, παρέχεται στον αγοραστή το διαπλαστικό δικαίωμα να αναστρέψει την πώληση και να αξιώσει από τον πωλητή την επιστροφή του τιμήματος. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί όχι μόνο δικαστικώς, με την έγερση σχετικής αγωγής, αλλά και εξωδίκως με δήλωση του αγοραστή, η οποία από την περιέλευσή της στον πωλητή επιφέρει ανατροπή της σύμβασης πώλησης. Η έγερση αγωγής ή η εξώδικη δήλωση αναστροφής πρέπει να γίνει μέσα σε έξι μήνες από την εγχείριση του κινητού πράγματος στον αγοραστή. Σε ισόχρονη (εξάμηνη) παραγραφή υπόκειται και η αξίωση του αγοραστή για επιστροφή του τιμήματος, που γεννιέται με την αναστροφή, υπολογίζεται δε επίσης από την εγχείριση του κινητού πράγματος στον αγοραστή. Αν η άσκηση του δικαιώματος του αγοραστή για αναστροφή της πώλησης γίνει με δήλωσή του προς τον πωλητή και ο τελευταίος αμφισβητεί τους ισχυρισμούς του αγοραστή σχετικά με την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος και γενικά το κύρος της αναστροφής, θα πρέπει να ασκηθεί από τον αγοραστή αγωγή για να αρθούν οι αμφισβητήσεις ως προς την εγκυρότητα της αναστροφής που έγινε με τη δήλωση και για να επιδιωχθούν οι αξιώσεις που απορρέουν από την αναστροφή (για τα παραπάνω βλ. ΑΠ 1730/2001 ΕλλΔνη 2002,1424).
Περαιτέρω κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 555 ΑΚ, ο οριζόμενος για την άσκηση των ανωτέρω αναφερομένων αγωγών χρόνος συνιστά παραγραφή, επί της οποίας έχουν εφαρμογή οι περί διακοπής αυτής διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Από την διάταξη αυτή συνάγεται, ότι, αν η παραγραφή διακόπηκε με την άσκηση της αγωγής, η ίδια παραγραφή δηλαδή ομοειδής με αυτών που διακόπηκε, αρχίζει σε κάθε περίπτωση, και ανεξαρτήτως του είδους της ως βραχυπρόθεσμης ή συνήθους (ΑΠ Ολ 15/1992 ΕλλΔνη 1992,765), ευθύς από την αγωγή αυτή, διακόπτεται δε μετά από κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου και αμέσως μετά την επιχείρηση αυτή αρχίζει νέα ισόχρονη με την αρχική παραγραφή (ΑΠ Ολ 1143/1983 ΕλλΔνη 1984,673), η οποία μπορεί να συμπληρωθεί με την παρέλευση του χρόνου που ισχύει γι’ αυτή, εφόσον δεν μεσολαβήσει κάποια νέα διαδικαστική πράξη, ή άλλος λόγος διακοπής της πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης. Επομένως, εφόσον η αξίωση καταστεί επίδικη, η παραγραφή μπορεί να συμπληρωθεί και σε επιδικία, αν οι διάδικοι απρακτούν (ΑΠ Ολ 1143/1983, ό.π., ΑΠ 1277/2003, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, ο νόμος αναγνωρίζει σοβαρούς λόγους, εξ αιτίας των οποίων η πάροδος του χρόνου δεν έχει δυσμενείς συνέπειες για το δανειστή. Τέτοιοι λόγοι αναστολής της παραγραφής είναι το δικαιοστάσιο, η ανώτερη βία, ο δόλος του υποχρέου (ΑΚ 255), των οποίων κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η αντικειμενική αδυναμία του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του. Τέτοια αδυναμία όμως δεν υπάρχει, όταν, μετά από έκδοση μη οριστικής απόφασης, η κλήση προς νέα συζήτηση της αγωγής προσδιορίζεται από τον ενάγοντα σε χρόνο, κατά τον οποίο έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της προβλεπόμενης από το νόμο παραγραφής, καθόσον ο δανειστής ενόψει του κινδύνου αυτού, ιδίως όταν πρόκειται για βραχυχρόνια παραγραφή, μπορεί να ζητήσει τον προσδιορισμό συντομότερης δικασίμου, ώστε να φέρει προς συζήτηση την αγωγή με κλήση σε δικάσιμο πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου της πιο πάνω παραγραφής, διαδικαστική πράξη που δεν είναι ματαία, αλλά προβλεπόμενη ως δικονομικό δικαίωμα των διαδίκων και που σκοπό έχει την ικανοποίηση των εννόμων συμφερόντων τους για επίσπευση της συζήτησης σε συντομότερη της αρχικώς ορισθείσας δικάσιμο ή να επιδώσει την κλήση στον κατάλληλο χρόνο πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, ώστε να επιφέρει τη διακοπή της (ΑΠ 1497/2008, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1134/2005 ΔΕΕ 2006,54, ΑΠ 852/2001 ΝοΒ 50,966, ΑΠ 1182/2000, ΕφΑθ 6147/2010 ΔΕΕ 2011,578, ΕφΠειρ 595/2007 ΕΝαυτΔ 2008,49, ΕφΠειρ 681/2005 ΠειρΝομ 2005,519, ΕφΘεσ 2853/2004 Αρμ 2004,1661, ΕφΘεσ 2852/2004 Αρμ 2005,571).
Σε κάθε περίπτωση ο ισχυρισμός του ενάγοντος, ότι εμποδίσθηκε από δικαιοστάσιο ή από άλλο λόγο ανωτέρας βίας να ασκήσει την αξίωσή του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου παραγραφής, συνιστά αντένσταση στην ένσταση παραγραφής, που προτείνεται από το εναγόμενο, και ερείδεται στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 255 ΑΚ (ΑΠ 3/2010, ΑΠ 1909/2009, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 556 ΑΚ, που ορίζει ότι «αν συμφωνήθηκε προθεσμία ευθύνης του πωλητή για ελάττωμα ή έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας, αυτό σε περίπτωση αμφιβολίας σημαίνει ότι η παραγραφή για τα ελαττώματα ή τις ελλείψεις που εκδηλώθηκαν μέσα στην προθεσμία αρχίζει από τότε που εκδηλώθηκαν, συνάγεται ότι η μεταξύ πωλητή και αγοραστή συμφωνία εγγύησης για την επί ορισμένο χρόνο καλή λειτουργία του πωληθέντος πράγματος έχει την έννοια της μετάθεσης του αφετηρίου σημείου του χρόνου της κατά τα άρθρα 554-555 ΑΚ παραγραφής των σχετικών αξιώσεων του αγοραστή από την τυχόν εμφάνιση πραγματικών ελαττωμάτων ή την έλλειψη συμφωνημένων ιδιοτήτων και δεν παράγει πρόσθετη βάση στήριξής της από την αιτία αυτή ευθύνης του πωλητή κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, εκτός αν τα μέρη όρισαν διαφορετικά με τη συμφωνία (ΕφΑθ 8412/1991 ΕλλΔνη 1992,1497, Δωρής σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρα 534-535 αριθμ. 21 και άρθρα 554-558 αριθμ. 28 επ.).
ΙΙΙ. Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 554 ΑΚ, όπως αυτό ίσχυε πριν τον N 3043/2002 «Οι αγωγές για αναστροφή ή μείωση του τιμήματος ή για αποζημίωση λόγω ελαττώματος ή έλλειψης συμφωνημένης ιδιότητας παραγράφονται μετά την πάροδο δύο ετών για τα ακίνητα και έξι μηνών για τα κινητά». Με το άρθρο 1 παρ. 1 του N 3043/2002, που άρχισε να ισχύει από τις 21.8.2002, τροποποιήθηκε το ανωτέρω άρθρο και οι ανωτέρω προθεσμίες επιμηκύνθηκαν σε 2 έτη για τα κινητά και σε 5 έτη για τα ακίνητα πράγματα. Περαιτέρω, από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 18 ΕισΝΑΚ, κατά την οποία οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την παραγραφή εφαρμόζονται και στις αξιώσεις που έχουν γεννηθεί αλλά δεν έχουν ακόμη παραγραφεί κατά την εισαγωγή του, η οποία διάταξη ρυθμίζει μεν ζητήματα διαχρονικού δικαίου που προέκυψαν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, αλλά απηχεί γενική αρχή διαχρονικού δικαίου και έχει εφαρμογή, όχι μόνο επί των περί παραγραφής διατάξεων του ΑΚ και του προ αυτού δικαίου, αλλά και σε κάθε άλλη περί παραγραφής διάταξη νεότερου νόμου, συνάγεται ότι, όταν οι διατάξεις νεότερου νόμου ορίζουν μακρότερο χρόνο παραγραφής, σε σχέση με αυτόν (χρόνο παραγραφής) που καθόριζε ο προηγούμενος νόμος, εφαρμογή έχει ο νεότερος νόμος για τις αξιώσεις που είχαν γεννηθεί υπό την ισχύ του πρώτου (προηγούμενου νόμου), με την προϋπόθεση ότι ήταν ενεργές κατά την έναρξη της ισχύος του (νεότερου νόμου), γιατί άλλως, σε περίπτωση δηλαδή που οι αξιώσεις είχαν παραγραφεί ή αποσβεσθεί μέχρι την έναρξη της ισχύος του, δεν μπορεί να ανατραπεί το αποτέλεσμα αυτό, πλην αν ο νομοθέτης έχει προσδώσει στη νέα διάταξη αναδρομική, εντός των συνταγματικών ορίων, δύναμη (ΑΠ 258/2002 και ΑΠ 1061/2001 ΕλλΔνη 44,187 και 495 αντιστοίχως). Επομένως εάν κατά την έναρξη ισχύος του N 3043/2002, δηλαδή στις 21.8.2002, δεν είχαν παραγραφεί κατά το άρθρο 554 ΑΚ οι αξιώσεις του αγοραστή λόγω ελλείψεως συνομολογηθεισών ιδιοτήτων ή λόγω πραγματικών ελαττωμάτων του πωληθέντος πράγματος, τότε η παραγραφή των αξιώσεων αυτών επιμηκύνεται κατά τη νέα διάταξη του άρθρου 554 ΑΚ σε 2 έτη και 5 έτη, αντιστοίχως εάν το πωληθέν είναι κινητό ή ακίνητο (ΕφΝαυπλ 82/2012, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 559/2009 ΕλλΔνη 2010,1056, ΕφΑθ 74/2008 ΕλλΔνη 49,1523).
IV. Επειδή με το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του N 2251/1994 εξαγγέλλεται η μέριμνα της πολιτείας για τη διαφύλαξη της υγείας, της ασφάλειας και των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, καθώς και για την οργάνωση και λειτουργία του καταναλωτικού κινήματος. Στην παρ. 4 στοιχ. α’ του ίδιου ως άνω άρθρου ορίζεται ότι καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Περαιτέρω με το άρθρο 6 του N 2251/1994, ως είχε πριν την τροποποίησή του με το N 3587/2007, ρυθμίζεται η ευθύνη του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα και ορίζεται ότι «ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του (παρ. 1). Ως παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής τελικού προϊόντος (παρ. 2). Όποιος εισάγει ένα προϊόν για πώληση … στα πλαίσια της επαγγελματικής εμπορικής του δραστηριότητας ευθύνεται όπως ο παραγωγός (παρ. 3). Ελαττωματικό κατά την έννοια αυτού του άρθρου είναι το προϊόν, αν δεν παρέχει την εύλογη αναμενόμενη ασφάλεια εν όψει όλων των ειδικών συνθηκών και ιδίως της εξωτερικής εμφάνισής του, της εύλογα αναμενόμενης χρησιμοποίησής του και του χρόνου κατά τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία (παρ. 5). Στη ζημία της παρ. 1 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνεται η ζημία λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης, καθώς και η βλάβη ή καταστροφή, εξαιτίας του ελαττωματικού προϊόντος, κάθε περιουσιακού στοιχείου του καταναλωτή, εκτός από το ίδιο το ελαττωματικό προϊόν, εφόσον κατά τη φύση του προοριζόταν και πραγματικά χρησιμοποιήθηκε από τον ζημιωθέντα για προσωπική του χρήση ή κατανάλωση (παρ. 6). Η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης διέπεται από τις διατάξεις που ισχύουν για τις αδικοπραξίες (παρ. 7). Αν δύο ή περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται για την ίδια ζημία, τα πρόσωπα αυτά ευθύνονται εις ολόκληρον έναντι του καταναλωτή (παρ. 10). Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, ότι για να γεννηθεί η ευθύνη του παραγωγού για ελαττωματικό προϊόν, απαιτείται να προκληθεί στον καταναλωτή ζημία οφειλόμενη αιτιωδώς σε ελάττωμα του προϊόντος, θεωρείται δε το προϊόν ελαττωματικό, αν δεν παρέχει την εύλογα αναμενόμενη ασφάλεια ενόψει των ενδεικτικά αναφερομένων στην παρ. 5 του άνω άρθρου ειδικών συνθηκών. Η έννοια, δηλαδή, του ελαττώματος δεν συμπίπτει με τα πραγματικά ελαττώματα του πράγματος, όπως αυτά αναφέρονται στα άρθρα 534 και 561 ΑΚ. Έτσι, ενώ στην πώληση ο θεμελιωτικός της ευθύνης λόγος από την ύπαρξη ελαττώματος βρίσκεται στη διατάραξη της ισοτιμίας ανάμεσα στην παροχή (πράγμα) και στην αντιπαροχή (τίμημα), στη ρύθμιση του άνω νόμου εντοπίζεται η ελλιπής ασφάλεια του προϊόντος (Βλ. ΑΠ 989/2004, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1337/1997 ΕΕμπΔ 1998,281, ΕφΑθ 6802/2003 ΕλλΔνη 2004,881, Ε. Αλεξανδρίδου, «Η προστασία του καταναλωτή μετά το N 1961/1991», Αρμ 45,1183, Π. Κορνηλάκη, «Η ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων», Αρμ 1990,207 και μελέτη Γ. Καράκωστα στο ΝοΒ 36,1363). Ως παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής τελικού προϊόντος, πρώτης ύλης ή συστατικού, καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό του γνώρισμα (άρθρο 6 παρ. 2α του ως άνω νόμου). Κατά πλάσμα δικαίου, ως παραγωγός θεωρείται και ο εισαγωγέας, το πρόσωπο δηλαδή το οποίο με σκοπό την πώληση, εκμίσθωση leasing ή άλλη μορφής διάθεση στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας, εισάγει ένα προϊόν στην Κοινότητα από τρίτη χώρα. Επομένως, εκείνος που εισάγει προϊόν σε χώρα της Κοινότητας και ειδικότερα στην ημεδαπή από άλλη χώρα της Κοινότητας, δεν ευθύνεται για ζημία που προκαλείται λόγω ελαττώματος του προϊόντος αυτού. Ο αποκλεισμός της ευθύνης αυτής οφείλεται στην επιδίωξη των συντακτών της οδηγίας και στη συνέχεια και αυτών της παραπάνω Υπουργικής Απόφασης να μη δημιουργούν τεχνητά εμπόδια στο εμπόριο μεταξύ κρατών-μελών της Κοινότητας (ΕφΘεσ 1215/2008 ΕΕμπΔ 2008,1154, ΕφΑθ 7827/2005 ΔΕΕ 2006,198, ΕφΑθ 442/1993 ΕΕμπΔ 93,405, ΕλλΔνη 34,409, Ε. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, εκδ. 1996, σ. 156, σημ. 193).
Περαιτέρω σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις ο παραγωγός και ο εισαγωγέας ενός προϊόντος ευθύνεται για κάθε ζημία που προκαλείται από το ελαττωματικό αυτό προϊόν και συνίσταται είτε στην πρόκληση θανάτου ή σωματικών βλαβών οποιουδήποτε προσώπου, σύμφωνα με τα άρθρα 928 και 930 ΑΚ, είτε στη βλάβη ή καταστροφή κάθε περιουσιακού στοιχείου οποιουδήποτε προσώπου, εκτός από το ελαττωματικό προϊόν. Δηλαδή πρέπει να πρόκειται για ζημία σε άλλα περιουσιακά στοιχεία που προορίζονται και χρησιμοποιήθηκαν από το ζημιωθέντα για προσωπική του χρήση ή κατανάλωση και όχι για ζημία στο ίδιο το ελαττωματικό προϊόν. Ο αγοραστής του προϊόντος, επομένως, δεν δικαιούται αποζημίωση με βάση τις πιο πάνω διατάξεις και για τη ζημία που προκαλείται στο προϊόν αυτό καθεαυτό εξαιτίας του ελαττώματός του, ούτε κατά συνέπεια και χρηματική ικανοποίηση με βάση τις ίδιες διατάξεις για την ηθική βλάβη που υπέστη από την ελαττωματική κατασκευή του προϊόντος αυτού, η οποία μπορεί να θεμελιωθεί μόνο επί των κοινών διατάξεων του ΑΚ για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914, 932), εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής αυτών (ΑΠ 1375/2010, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 851/2009 ΧρΙΔ 2010,186, ΑΠ 1051/2004 ΔΕΕ 2005,467, ΑΠ 989/2004, ό.π., ΑΠ 1337/1997 ΕΕμπΔ 1998,281, ΕφΑθ 47/2006 ΕλλΔνη 2006,910, ΕφΘεσ 1852/2003 Αρμ 2004,1150, ΕφΑθ 2699/2000 ΕΕμπΔ 2003,51, ΕφΑθ 9671/1998 ΕλλΔνη 2000,535).
Περαιτέρω, το άρθρο 5 του N 2251/1994, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 3 N 3043/2002 και το άρθρο 6 του N 3587/2007, ορίζει τα εξής: «1. Σε κάθε πώληση ο προμηθευτής οφείλει να παρέχει στον καταναλωτή γραπτώς, στην ελληνική γλώσσα ή με σύμβολα διεθνώς καθιερωμένα, σαφείς οδηγίες για την ασφαλή χρήση, διατήρηση, συντήρηση και πλήρη αξιοποίηση του προϊόντος και ενημέρωση για τους κινδύνους κατά τη χρήση και διατήρησή του. Εξαιρούνται τα απλά κατά την κατασκευή, τη χρήση και τη συντήρηση προϊόντα. … 3. Σε περίπτωση προμήθειας καινουργών προϊόντων με μακρά διάρκεια (διαρκών καταναλωτικών αγαθών), ο προμηθευτής υποχρεούται να παρέχει στον καταναλωτή γραπτή εγγύηση στην ελληνική γλώσσα, η οποία να αναφέρει τουλάχιστον την επωνυμία και τη διεύθυνση της επαγγελματικής εγκατάστασης του προμηθευτή, το δικαιούχο, το προϊόν στο οποίο αναφέρεται η εγγύηση, το ακριβές περιεχόμενό της, την ημερομηνία έναρξης και τη διάρκειά της. Η εγγύηση πρέπει να είναι σύμφωνη με τους κανόνες της καλής πίστης και να μην αναιρείται από υπερβολικές ρήτρες εξαιρέσεων. Η διάρκεια της εγγύησης πρέπει να είναι εύλογη σε σχέση με την πιθανή διάρκεια ζωής του προϊόντος. Ειδικά για τα προϊόντα τεχνολογίας αιχμής, η διάρκεια της εγγύησης πρέπει να είναι εύλογη σε σχέση με το χρόνο κατά τον οποίο αναμένεται ότι θα παραμένουν σύγχρονα από την άποψη της τεχνολογίας, αν ο χρόνος αυτός είναι συντομότερος από την πιθανή διάρκεια της ζωής τους. 4. Αν κατά τη διάρκεια της εγγύησης εμφανισθεί στο προϊόν ελάττωμα και ο προμηθευτής αρνείται την επισκευή ή βραδύνει υπερβολικά, ο καταναλωτής δικαιούται να ζητήσει την αντικατάσταση του προϊόντος με νέο ή την αναστροφή της πώλησης. Σε περίπτωση αντικατάστασης του προϊόντος ή ανταλλακτικού του, η εγγύηση αυτόματα ανανεώνεται για όλη της τη διάρκεια για το νέο προϊόν ή ανταλλακτικό. 5. Σε κάθε περίπτωση επιφυλάσσεται η εφαρμογή των διατάξεων του Αστικού Κώδικα για την ευθύνη του πωλητή για πραγματικά ελαττώματα του πράγματος. Εκ των προτέρων παραίτηση του καταναλωτή από την προστασία του κατά τις διατάξεις αυτές είναι άκυρη».
Με το άρθρο 3 του N 3043/21.8.2002 αντικαταστάθηκαν οι παραπάνω παρ. 3 έως και 5 του άρθρου 5 του N 2251/1994 ως εξής: «3. Όταν παρέχεται εγγύηση στον καταναλωτή, ο προμηθευτής οφείλει να την παρέχει γραπτώς ή με άλλο τεχνικό μέσο αποτύπωσης που μπορεί να είναι διαθέσιμο και προσιτό στον καταναλωτή. Σε περίπτωση προμήθειας καινουργών προϊόντων με μακρά διάρκεια (διαρκή καταναλωτικά αγαθά), η παροχή γραπτής εγγύησης είναι υποχρεωτική. Η εγγύηση πρέπει να περιλαμβάνει με απλή, ευανάγνωστη και κατανοητή διατύπωση στην ελληνική γλώσσα τουλάχιστον την επωνυμία και τη διεύθυνση του εγγυητή, το προϊόν στο οποίο αναφέρεται η εγγύηση, το ακριβές περιεχόμενό της, τη διάρκειά της, την τοπική έκταση ισχύος της, καθώς και τα δικαιώματα που παρέχει το εφαρμοστέο δίκαιο. Η εγγύηση πρέπει να είναι σύμφωνη με τους κανόνες της καλής πίστης και να μην αναιρείται από υπερβολικές ρήτρες εξαιρέσεων. Η διάρκεια της εγγύησης πρέπει να είναι εύλογη σε σχέση με την πιθανή διάρκεια ζωής του προϊόντος. Ειδικά για τα προϊόντα τεχνολογίας αιχμής, η διάρκεια της εγγύησης πρέπει να είναι εύλογη σε σχέση με το χρόνο κατά τον οποίο αναμένεται ότι θα παραμένουν σύγχρονα από τεχνολογική άποψη, αν ο χρόνος αυτός είναι συντομότερος από την πιθανή διάρκεια ζωής τους. 4. Η παράβαση των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου δεν θίγει το κύρος της εγγύησης, την οποία ο καταναλωτής μπορεί να επικαλεσθεί και να απαιτήσει την τήρησή της. Σε περίπτωση αντικατάστασης του προϊόντος ή ανταλλακτικού του, η εγγύηση αυτόματα ανανεώνεται για όλη της τη διάρκεια ως προς το νέο προϊόν ή ανταλλακτικό. 5. Σε κάθε περίπτωση επιφυλάσσεται η εφαρμογή των διατάξεων του Αστικού Κώδικα για την ευθύνη του πωλητή για πραγματικά ελαττώματα ή έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων. Εκ των προτέρων παραίτηση του καταναλωτή από την προστασία του κατά τις διατάξεις αυτές είναι άκυρη. Σε διαφορά, η οποία απορρέει από την πώληση καταναλωτικών αγαθών και φέρεται ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο σε αυτή δίκαιο, εφαρμόζονται πάντοτε οι διατάξεις του ελληνικού δικαίου που διέπουν την πώληση καταναλωτικών αγαθών κατά την έκταση που παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή». Από τις παραπάνω διατάξεις, προκύπτει ότι, μετά την αντικατάσταση των παρ. 3 έως και 5 του N 2251/1994 με το άρθρο 3 του N 3043/2002, στην περίπτωση της υποχρεωτικώς παρεχόμενης από τον προμηθευτή προς τον καταναλωτή γραπτής εγγύησης κατά την προμήθεια καινουργών προϊόντων (διαρκή καταναλωτικά αγαθά), η μη τήρηση των απαιτούμενων κατά την παρ. 3 στοιχείων της γραπτής εγγύησης, δηλαδή, τη σύνταξη, αυτής στην ελληνική γλώσσα, την αναφορά της επωνυμίας και της διεύθυνσης του εγγυητή, του προϊόντος στο οποίο αναφέρεται η εγγύηση, του ακριβούς περιεχομένου της, της διάρκειάς της, της τοπικής διάρκειας ισχύος της, των δικαιωμάτων που παρέχει, το εφαρμοστέο δίκαιο, της εύλογης διάρκειάς της, της συμφωνίας της εγγύησης με τους κανόνες της καλής πίστης, δεν θίγει το κύρος της εγγύησης, την οποία, σε αντίθεση με τα όσα προέβλεπαν οι παρ. 3 έως και 5 του N 2251/1994 πριν την τροποποίησή τους με το N 3043/2002, μπορεί ο καταναλωτής να επικαλεσθεί και να απαιτήσει την τήρησή της. Έτσι, κατά το άρθρο 5, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το N 3043/2002, για τη θεμελίωση αξίωσης του αγοραστή καταναλωτικού αγαθού διαρκείας, όπως είναι και το αυτοκίνητο, από γραπτή εγγύηση, στην περίπτωση που αυτό εμφανίσει ελάττωμα, το οποίο εμποδίζει την κανονική κατά τον προορισμό του χρήση, πρέπει ο προμηθευτής του εν λόγω αγαθού να έχει εγγυηθεί γραπτώς και να καλύπτει το ελάττωμα που εμφανίζεται μέσα στην οριζόμενη με την εγγύηση, πλην εύλογη, χρονική διάρκεια, η δε γραπτή εγγύηση να περιέχει όλα τα διαλαμβανόμενα στις ανωτέρω παραγράφους στοιχεία, διαφορετικά, δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθεί από την ως άνω διάταξη αξίωση του αγοραστή για αντικατάσταση του προϊόντος με νέο ή για αναστροφή της πώλησης (άρθρο 5 παρ. 4 του N 2251/1994, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 3 του N 3043/2002, βλ. ΕφΑθ 1060/2008 ΔΕΕ 2008,1284, πρβλ. ΑΠ 1337/1997 ΔΕΕ 1998,42).
V. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ περί αδικοπραξιών προκύπτει ότι, για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα και περαιτέρω να ικανοποιηθεί η ηθική βλάβη του τελευταίου κατά το άρθρο 932 ΑΚ, προϋποτίθεται ότι η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε παρά το νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) ή από συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ), από πράξη ή παράλειψη, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια και ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας που επήλθε. Η ζημία είναι παράνομη, όταν με την πράξη ή την παράλειψη του υπαιτίου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμφέρον του παθόντος, προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάσθηκε, ενώ ως κριτήριο των χρηστών ηθών και συνακόλουθα της αντίθετης προς αυτά συμπεριφοράς λαμβάνονται υπόψη οι ιδέες, που κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου επικρατούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής είναι μεν πράξη παράνομη, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ. Είναι δυνατό, ωστόσο, μια ζημιογόνα ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή, καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (βλ. ΑΠ Ολ 967/1973 ΝοΒ 22,505, ΑΠ 1120/2005, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 212/2000 ΕΔΠ 2000,258, ΑΠ 555/1999 ΕλλΔνη 41,87, ΕφΑθ 302/2006 ΔΕΕ 2006,513, ΕφΔωδ 182/2005, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, όταν υπάρχει ενδοσυμβατική ευθύνη για πραγματικό ελάττωμα του πωληθέντος πράγματος, για τη θεμελίωση και εξωσυμβατικής ευθύνης από αδικοπραξία του πωλητή θα πρέπει η ύπαρξη του ελαττώματος κατά το χρόνο που ο κίνδυνος του πράγματος μεταβαίνει στον αγοραστή να αποδίδεται σε υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή (ΑΠ 25/1998 ΝοΒ 47,391), όπως π.χ. συμβαίνει όταν αυτός με πρόθεση επιδιώκει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση στον αγοραστή, αναφορικά με την ύπαρξη του ελαττώματος του πράγματος ή την έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας, με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την (διαζευκτικά και όχι σωρευτικά) απόκρυψη ή αποσιωποίηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον αγοραστή που τα αγνοεί επιβαλλόταν από την καλή πίστη ή την υφιστάμενη ιδιαίτερη σχέση μεταξύ πωλητή και αγοραστή (ΑΠ 737/2011, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1274/2011 ΕΕμπΔ 2011,845, ΕφΑθ 3715/2009 ΔΕΕ 2009,1244, ΕφΘεσ 867/2008 Αρμ 2009,362, ΕφΠατρ 1180/2002 ΔΕΕ 2003,1081, ΕφΑθ 5146/1998 ΕλλΔνη 40,1102, ΕφΑθ 108/1998 ΕλλΔνη 39,1683).
Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων εκθέτει στην από 13.12.2005 αγωγή του, ότι στις 10.8.2001 αγόρασε από την πρώτη εναγόμενη το αναλυτικά περιγραφόμενο Ι.Χ.Φ, αυτοκίνητο αντί τιμήματος 24.156,83 ευρώ πλέον εξόδων μεταβίβασης και ταξινόμησης. Ότι η πρώτη εναγομένη ως εισαγωγέας και πωλήτρια του αυτοκινήτου και η δεύτερη εναγομένη ως κατασκευάστρια αυτού τον διαβεβαίωσαν τόσο προφορικά, όσο και με γραπτή εγγύηση, πως το πωληθέν όχημα είναι απαλλαγμένο από πραγματικά ελαττώματα. Ότι στις 26.9.2004 το ανωτέρω αυτοκίνητο εμφάνισε τα αναλυτικά περιγραφόμενα στην αγωγή πραγματικά ελαττώματα, που του προκάλεσαν τροχαίο ατύχημα, με συνέπεια την ολοσχερή καταστροφή του αυτοκινήτου. Ότι οι εναγόμενοι κατά την κατασκευή, εισαγωγή, πώληση και παράδοση του πωληθέντος οχήματος γνώριζαν την ύπαρξη κρυφών πραγματικών ελαττωμάτων, τα οποία του απέκρυψαν δόλια, προκειμένου να διατηρήσουν την πεπλανημένη αντίληψή του, ότι δήθεν το ανωτέρω όχημα ήταν απαλλαγμένο από ελαττώματα. Ότι, τέλος, με την από 5.9.2005 εξώδικη επιστολή του δήλωσε στους εναγόμενους, ότι ασκεί το δικαίωμά του για αναστροφή της ανωτέρω πώλησης, καλώντας τους συγχρόνως να του καταβάλουν το ποσό των 38.279,84 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να αναστραφεί η πώληση και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος και νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, τόσο βάσει της σύμβασης πώλησης, όσο και βάσει των περί αδικοπραξιών διατάξεων, αλλά και βάσει του Ν 2251/1994, έστω και αν δεν τον επικαλείται ρητά (jura novit curia), τα εξής ποσά: α) το ποσό των 24.156,83 ευρώ για το καταβληθέν τίμημα, β) το ποσό των 948,14 ευρώ για έξοδα μεταβίβασης και ταξινόμησης, γ) το ποσό των 118 ευρώ για προεκτίμηση της ζημίας φανοποιίας, δ) το ποσό των 7.500 ευρώ για την αποθετική ζημία που υπέστη από τη στέρηση της χρήσης του οχήματός του, το οποίο χρησιμοποιούσε για τις ανάγκες της επιχείρησής του, ε) το ποσό των 2.596 ευρώ για τη θετική ζημία που υπέστη, επειδή εξ αιτίας της στέρησης της χρήσης του οχήματός του αναγκάστηκε να υποβληθεί σε δαπάνες για την επιχείρησή του, στ) το ποσό των 1.000 ευρώ για έξοδα πραγματογνωμοσύνης, ζ) το ποσό των 400 ευρώ για ιατρική επίσκεψη σε ψυχολόγο, εξ αιτίας του ψυχολογικού σοκ που υπέστη κατά το τροχαίο ατύχημα και η) το ποσό των 2.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Τέλος ζητεί να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή και να επιβληθούν τα δικαστικά του έξοδα εις βάρος των εναγομένων.
Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1.108/2008 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκε ως αόριστο το υπό στοιχ. δ’ κονδύλι και ως νόμω αβάσιμα τα υπό στοιχ. ε’ και ζ’ κονδύλια κατά την ερειδόμενη στη σύμβαση πώλησης νομική βάση της αγωγής, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην υπ’ αριθμ. I μείζονα σκέψη της παρούσας, διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να διεξαχθεί η αναφερόμενη στο διατακτικό της ανωτέρω απόφασης πραγματογνωμοσύνη. Ήδη ο ενάγων με την από 3.5.2010 κλήση του επαναφέρει νόμιμα προς συζήτηση και έκδοση οριστικής απόφασης την ανωτέρω αγωγή, αφού διενεργήθηκε η διαταχθείσα πραγματογνωμοσύνη.
Οι εναγόμενοι αρνούνται αιτιολογημένα την αγωγή, ενώ περαιτέρω η πρώτη εναγομένη προβάλλει την ένσταση της εξάμηνης παραγραφής των ένδικων αξιώσεων (καθ’ ο μέρος ερείδονται στη σύμβαση πώλησης) κατ’ άρθρο 554 ΑΚ, ως είχε πριν την τροποποίησή του με το Ν 3043/2002, η οποία κατά τους ισχυρισμούς της συμπληρώθηκε, τόσο κατά το χρονικό διάστημα από την εμφάνιση των ελαττωμάτων (26.9.2004) μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (13.1.2006), όσο και εν επιδικία, όπως αναλυτικά αναπτύσσεται στις έγγραφες προτάσεις της. Η ανωτέρω ένσταση παραδεκτώς προβάλλεται για πρώτη φορά κατά την παρούσα επαναλαμβανόμενη συζήτηση, αφού αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης
(ΕφΔωδ 212/2009, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 351/2008 ΑχΝομ 2009,665, Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΚΠολΔ, υπό άρθρο 254 αριθμ. 8, βλ. και μελέτη Καλλιόπης Μακρίδου «Η επανάληψη της συζητήσεως κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ», δημοσιευμένη στην ΕλλΔνη 46,1313), πλην όμως πρέπει να απορριφθεί, κατά το πρώτο σκέλος της (συμπλήρωση της παραγραφής μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής) ως νόμω αβάσιμη, διότι ερείδεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπ’ αριθμ. III μείζονα σκέψη, στην προκειμένη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής η νέα τροποποιημένη διάταξη του άρθρου 554 ΑΚ, η οποία για την ταυτότητα του νομικού λόγου εφαρμόζεται και επί αξιώσεων που δεν έχουν καν γεννηθεί κατά το χρόνο ισχύος του νέου νόμου, που προβλέπει τη μακρότερη παραγραφή (άλλως θα συνέβαινε το παράδοξο, αξίωση που έχει γεννηθεί πριν την ισχύ του Ν 3043/2002 να μην θεωρείται παραγεγραμμένη, ενώ αξίωση που δεν έχει καν γεννηθεί, αλλά γεννιέται μεταγενέστερα, να θεωρείται παραγεγραμμένη), και συνεπώς η προθεσμία άσκησης του δικαιώματος της αναστροφής και της αξίωσης επιστροφής του τιμήματος είναι διετής και όχι εξάμηνη.
Επομένως υπό τα εκτιθέμενα στις έγγραφες προτάσεις της πρώτης εναγομένης πραγματικά περιστατικά, και αληθή αυτά υποτιθέμενα, οι ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος δεν έχουν υποκύψει σε παραγραφή, αφού ο διαδραμών χρόνος από την εμφάνιση του ελαττώματος (26.9.2004) μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (13.1.2006) είναι μικρότερος της διετίας. Νόμιμη ωστόσο τυγχάνει η ανωτέρω ένσταση ως προς το δεύτερο σκέλος της, ήτοι ως προς την παραγραφή εν επιδικία των ένδικων αξιώσεων που αφορούν στα υπό στοιχ. α’, β’, γ’ και στα κονδύλια κατά την ερειδόμενη στη σύμβαση πώλησης νομική βάση της αγωγής, η οποία προβάλλεται παραδεκτώς, πέρα από τον ανωτέρω αναφερόμενο λόγο, και ως οψιγενής ισχυρισμός (προέκυψε μετά την αρχική συζήτηση), και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Ο ενάγων κατά της ως άνω ένστασης υποβάλλει καθ’ υποφορά με την αγωγή του, αλλά και με την προσθήκη των προτάσεών του, αντένσταση ισχυριζόμενος, ότι η πρώτη εναγομένη απέκρυψε με δόλο το ανωτέρω πραγματικό ελάττωμα. Η αντένσταση αυτή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 557 ΑΚ, ως είχε πριν την τροποποίησή του με το Ν 3043/2002, και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
[...] Στις 10.8.2001 ο ενάγων αγόρασε και παρέλαβε από την πρώτη εναγομένη, η οποία είναι έμπορος αυτοκινήτων, μέλος του δικτύου επίσημων εμπόρων της δεύτερης εναγομένης, ένα ΙΧΦ αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής FORD τύπου TRANSIT TR 2300 με αριθμό πλαισίου …, αντί τιμήματος 24.156,83 ευρώ. Το ανωτέρω αυτοκίνητο κατασκεύασε η εταιρία «F.», που εδρεύει στην … της Γερμανίας και εισήγαγε στην Ελλάδα η δεύτερη εναγομένη στις 29.5.2001. Κατά την πώληση του προπεριγραφόμενου αυτοκίνητου η πρώτη εναγομένη παρέσχε στον ενάγοντα γραπτή εγγύηση καλής λειτουργίας του κινητήρα και των μηχανικών μερών για χρονικό διάστημα 5 ετών από την παράδοσή του. Ακολούθως, στα πλαίσια δελτίου ανάκλησης, που εξέδωσε το ως άνω εργοστάσιο κατασκευής, για λόγους ασφαλείας, όλων των οχημάτων του ίδιου τύπου εξαιτίας κατασκευαστικού ελαττώματος στο σύστημα ανάρτησης, ο ενάγων παρέδωσε στις 18.12.2003 το ανωτέρω αυτοκίνητο στην πρώτη εναγομένη, ώστε να γίνουν οι αναγκαίες εργασίες αλλαγής των ασφαλειών των σφαιρικών συνδέσμων της μπροστινής ανάρτησης με καινούρια βελτιωμένα εξαρτήματα. Οι εργασίες αυτές διενεργήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 18.12.2003 έως 24.12.2003 και – παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα – αντικαταστάθηκαν πράγματι από την πρώτη εναγομένη οι ανωτέρω ελαττωματικές ασφάλειες με νέα κατάλληλα εξαρτήματα (βλ. και σχετικό πόρισμα του πραγματογνώμονα, σελ. 8 της πραγματογνωμοσύνης).
Περαιτέρω αποδεικνύεται, ότι στις 26.9.2004 και περί ώρα 17.00 ο ενάγων οδηγούσε το ανωτέρω αυτοκίνητο στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας της Ν.Ε.Ο. Αθηνών – Πατρών με κατεύθυνση από Πάτρα προς Αθήνα, όταν αίφνης στο 66° χλμ. της ανωτέρου οδού αποκολλήθηκε ο εμπρόσθιος αριστερός τροχός με όλο το σύστημα έδρασης και ανάρτησης, με αποτέλεσμα το ανωτέρω όχημα να συρθεί στην άσφαλτο ακυβέρνητο και να επιπέσει στο με το εμπρόσθιο αριστερό τμήμα του στο οπίσθιο τμήμα του κινούμενου στη μεσαία λωρίδα υπ’ αριθμ. κυκλοφ. … ΙΧΕ αυτοκινήτου. Το ανωτέρω ατύχημα οφείλεται σε ελάττωμα του πωληθέντος ΙΧΦ αυτοκινήτου, διότι: α) το μεταλλικό εξάρτημα σύνδεσης με κωδικό … στο σύστημα έδρασης, μετάδοσης της κίνησης και ανάρτησης του εμπρόσθιου αριστερού τροχού εξ αιτίας αστοχίας του μεταλλικού υλικού κατασκευής του, φέρει εσωτερικά όλκιμα χαρακτηριστικά (διαφορετική επιπεδότητα, μεγάλες σπηλαιώσεις – θύλακες της μορφολογίας του μετάλλου), τα οποία προκάλεσαν θραύση του εξαρτήματος εξ αιτίας της κόπωσης του μετάλλου και της μη αντοχής του στο σημείο που η επιφάνεια αστοχίας συνορεύει με το νεύρο χύτευσης, με συνέπεια η υπολειπόμενη διατομή να μην μπορέσει να συγκρατήσει τα φορτία λειτουργίας και να αστοχήσει με όλκιμο τρόπο δίδοντας σημαντική τοπική παραμόρφωση και β) ο αρθρωτός σφαιρικός σύνδεσμος με κωδικό … στο ίδιο σύστημα του εμπρόσθιου αριστερού τροχού υπέστη αντικανονική εξωτερική παραμόρφωση λόγω θραύσης του ανωτέρω περιγραφόμενου εξαρτήματος, εξ αιτίας της αστοχίας του μεταλλικού υλικού κατασκευής του, ενώ θα έπρεπε να αντέξει τα φορτία θραύσης.
Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά το Δικαστήριο καταλήγει στα εξής συμπεράσματα: Α) η δεύτερη εναγομένη, η οποία δεν υπήρξε αντισυμβαλλόμενη του ενάγοντος στην ένδικη πώληση, δεν είναι, όπως προελέχθη, παραγωγός του ανωτέρω αυτοκινήτου, αλλά εισαγωγέας του στην Ελλάδα από χώρα της Ε.Ε. (Γερμανία). Κατά συνέπεια δεν υπέχει ευθύνη για τα ανωτέρω ελαττώματα βάσει του άρθρου 6 του N 2251/1994, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπ3 αριθμ. IV μείζονα σκέψη. Επίσης δεν υπέχει αδικοπρακτική ευθύνη, διότι δεν αποδείχθηκε ότι γνώριζε (το δελτίο ανάκλησης αφορούσε σε διαφορετικό εξάρτημα από τα ανωτέρω ελαττωματικά, ενώ σε αυτό δεν υπήρχε καμία αναφορά για πρόβλημα στη σύσταση των προαναφερθέντων εξαρτημάτων), αλλά ούτε και μπορούσε να γνωρίζει την ύπαρξη των ανωτέρω ελαττωμάτων, διότι αυτά ήταν κρυφά, δεδομένου ότι αφορούν στη χημική σύσταση των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του αυτοκινήτου, ενώ ο εντοπισμός τους προϋποθέτει, ότι ο εισαγωγέας αυτοκινήτων θα «σαρώνει», εξάρτημα προς εξάρτημα, προληπτικά με εξειδικευμένο εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας ολόκληρο το αυτοκίνητο που εισάγει, διαδικασία ασφαλώς αδύνατη και σε κάθε περίπτωση υπερβαίνουσα κατά πολύ την επιμέλεια που οφείλει να επιδεικνύει ο μέσος συνετός εισαγωγέας αυτοκινήτων, με τα τεχνικά μέσα που διαθέτει ή οφείλει να διαθέτει. Τέλος αποδεικνύεται, ότι η δεύτερη εναγομένη δεν υπέγραψε την προαναφερθείσα γραπτή εγγύηση καλής λειτουργίας για πέντε έτη, την οποία υπέγραψε μόνον η πρώτη εναγομένη, επομένως ο ενάγων, με δεδομένο το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης πώλησης (πριν την έναρξη ισχύος του νέου άρθρου 5 του N 2251/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 N 3043/2002 και το άρθρο 6 του N 3587/2007) δεν δύναται να θεμελιώσει αξιώσεις σε αυτήν, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην υπ’ αριθμ. IV νομική σκέψη που προηγήθηκε.
Β). Οι αξιώσεις του ενάγοντος κατά της πρώτης εναγομένης, κατά τη νομική βάση της αγωγής που ερείδεται στη σύμβαση πώλησης, έχουν υποκύψει, εν επιδικία, στη διετή παραγραφή του (νέου) άρθρου 554 ΑΚ. Τούτο, διότι η από 3.5.2010 κλήση του ενάγοντος (αριθμ. καταθ. δικ. 973/4.5.2010) επιδόθηκε στην πρώτη εναγομένη στις 28.5.2010, ενώ η επόμενη διαδικαστική πράξη, ήτοι η επ’ ακροατηρίω συζήτηση της αγωγής, έλαβε χώρα στις 27.9.2012, με αποτέλεσμα να μεσολαβήσει χρονικό διάστημα 28 μηνών, δηλαδή μεγαλύτερο της διετίας, χωρίς ο χρόνος αυτός της παραγραφής να διακοπεί. Πρέπει στο σημείο αυτό, παρ’ ότι ο ενάγων δεν προβάλλει καν αντένσταση αναστολής της παραγραφής κατ’ άρθρο 255 ΑΚ, να τονισθεί, ότι ο υπερδιετής χρόνος «αναμονής» από την επίδοση της κλήσης μέχρι τη συζήτηση, που ασφαλώς προσμετράται στο χρόνο παραγραφής, όπως αναφέρεται στην υπ’ αριθμ. II νομική σκέψη που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, δεν οφείλεται εν προκειμένω σε ανωτέρω βία κατά την έννοια του άρθρου 255 ΑΚ, αλλά σε αδράνεια και αμέλεια του ενάγοντος, ο οποίος α) παρέλειψε να αναφέρει κατά την κατάθεση της από 3.5.2010 κλήσης, ότι οι ένδικες αξιώσεις υπόκεινται σε διετή παραγραφή, ώστε να προσδιοριστεί η συζήτηση της υπό κρίση αγωγής σε συντομότερο χρόνο, εντός δύο ετών από την κατάθεση της κλήσης, και β) παρέλειψε να επιδώσει την από 3.5.2010 κλήση σε κατάλληλο χρόνο (π.χ. τον Οκτώβριο του 2010), ώστε να μη μεσολαβήσει μέχρι τη συζήτηση (27.9.2012) χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας από την προηγούμενη διαδικαστική πράξη. Εξ άλλου δεν αποδείχθηκε, ότι η πρώτη εναγομένη γνώριζε (το πεδίο ανάκλησης αφορούσε σε διαφορετικό εξάρτημα από τα ανωτέρω ελαττωματικά, ενώ δεν υπήρχε σε αυτό καμία αναφορά για πρόβλημα στη σύσταση των προαναφερθέντων εξαρτημάτων), αλλά ούτε και μπορούσε να γνωρίζει την ύπαρξη των ανωτέρω αναφερομένων ελαττωμάτων, διότι αυτά ήταν κρυφά, δεδομένου ότι αφορούν στη χημική σύσταση των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του αυτοκινήτου, ενώ ο εντοπισμός τους προϋποθέτει, ότι ο έμπορος – μεταπωλητής αυτοκινήτων θα «σαρώνει», εξάρτημα προς εξάρτημα, προληπτικά με εξειδικευμένο εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας ολόκληρο το αυτοκίνητο που εμπορεύεται, διαδικασία ασφαλώς αδύνατη και σε κάθε περίπτωση υπερβαίνουσα κατά πολύ την επιμέλεια που οφείλει να επιδεικνύει ο μέσος συνετός έμπορος αυτοκινήτων, με τα τεχνικά μέσα που διαθέτει ή οφείλει να διαθέτει.
Επομένως απορριπτέα τυγχάνει τόσο η προβαλλόμενη από τον ενάγοντα αντένσταση κατ’ άρθρο 557 ΑΚ κατά της ως άνω ένστασης παραγραφής, όσο και η ερειδόμενη στις περί αδικοπραξιών διατάξεις νομική βάση της αγωγής, αφού δεν αποδεικνύεται, ότι η ύπαρξη του ελαττώματος οφείλεται σε υπαίτια συμπεριφορά της πωλήτριας πρώτης εναγομένης, η οποία δεν επιδίωξε να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση στον ενάγοντα, αναφορικά με την ύπαρξη των ελαττωμάτων, με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην υπ’ αριθμ. V μείζονα σκέψη της παρούσας.
Τέλος να σημειωθεί, ότι η συμφωνία εγγύησης καλής λειτουργίας του πωληθέντος αυτοκινήτου έχει, κατά το άρθρο 556 ΑΚ, την έννοια της απλής μετάθεσης του χρόνου έναρξη της παραγραφής των σχετικών με τα πραγματικά ελαττώματα αξιώσεων του αγοραστή και δεν παράγει πρόσθετη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ νομική βάση θεμελίωσης της ευθύνης του πωλητή προς αποζημίωση λόγω ελαττωματικότητας του πωληθέντος. Εν όψει όλων των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή και να επιβληθούν εις βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό (176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). [...]
Παρατηρήσεις
Με την ανωτέρω απόφαση το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι οι αξιώσεις του ενάγοντος, που, κατά τη νομική βάση της αγωγής ερείδεται στη σύμβαση πώλησης, έχουν υποκύψει εν επιδικία στη διετή παραγραφή του άρθρου 554 ΑΚ και αυτό γιατί η κλήση του ενάγοντος (μετά τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης που είχε διατάξει το δικαστήριο αυτό και όχι εξαιτίας ματαίωσης της συζήτησης, κ.λπ.) επιδόθηκε στον εναγόμενο την 28.05.2010, ενώ η συζήτηση έλαβε χώρα την 27.09.2012, με αποτέλεσμα έτσι να μεσολαβήσει χρονικό διάστημα 28 μηνών, δηλαδή μεγαλύτερο της διετίας, χωρίς ο χρόνος αυτός της παραγραφής να διακοπεί (ενώ αν είχε επιδοθεί προς το τέλος λήξης της νόμιμης προθεσμίας επίδοσης δεν θα υπήρχε τέτοιο πρόβλημα).
Στη συνέχεια δε το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του άρθρου 255 ΑΚ, εκτιμώντας ότι η παρέλευση του χρονικού αυτού διαστήματος δεν οφείλεται σε ανωτέρω βία, αλλά σε αδράνεια και αμέλεια του ενάγοντος, ο οποίος: α) παρέλειψε να αναφέρει κατά τον προσδιορισμό δικασίμου ότι οι ένδικες αξιώσεις υπόκεινται σε διετή παραγραφή, ώστε να προσδιοριστεί η συζήτησή της σε συντομότερο χρόνο, εντός δύο ετών από την κατάθεση της κλήσης και β) παρέλειψε να επιδώσει την κλήση του σε κατάλληλο χρόνο, ώστε να μη μεσολαβήσει μέχρι τη συζήτηση χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας από την προηγούμενη διαδικαστική πράξη.[...]
Κώστας Κουτσουλέλος,
Δικηγόρος
Πηγή: EφΑΔ 2/2013, 127
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ σχολιάστε κόσμια