Απόφαση του ΕΔΔΑ της 3.9.2015, Sérvulo & Associados - Sociedade de Advogados, RL κ.ά. κατά Πορτογαλίας (27013/10): Άρθρο 8: Προστασία επαγγελματικού απορρήτου δικηγόρων στο πλαίσιο ποινικής έρευνας.
Η πρώτη προσφεύγουσα είναι εταιρεία δικηγόρων με έδρα στη Λισαβόνα, οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος μέλη της και ο πέμπτος συνεργαζόμενος δικηγόρος. Τον Αύγουστο του 2006 το Κεντρικό Τμήμα Ποινικών Ερευνών και Διώξεων (DCIAP) της Γενικής Εισαγγελίας άσκησε διώξεις κατά περισσότερων υπηκόων Γερμανίας και Πορτογαλίας κατηγορώντας τους για διαφθορά, παράνομη λήψη ωφελημάτων και ξέπλυμα χρήματος σχετικά με την από 21.4.2004 αγορά, από την πορτογαλική κυβέρνηση, δύο υποβρυχίων από μια γερμανική κοινοπραξία. Στο πλαίσιο των διώξεων αυτών διατάχθηκαν δύο έρευνες, υπό τον έλεγχο του (μοναδικού) ανακριτή του Κεντρικού Δικαστηρίου Ποινικών Ανακρίσεων (TCIC), μία για την αγορά των υποβρυχίων και μία για τα ανταλλάγματα που φερόταν ότι δόθηκαν από τη γερμανική κοινοπραξία σε ορισμένες πορτογαλικές εταιρείες.
Η πρώτη διαδικασία περατώθηκε με την αρχειοθέτηση της υπόθεσης δυνάμει της από 17.12.2014 διάταξης του DCIAP, ενώ η δεύτερη με την από 19.3.2015 απόφαση του Εφετείου της Λισαβόνας, με την οποία όλοι οι κατηγορούμενοι απηλλάγησαν των ως άνω κατηγοριών. Στην πρώτη προσφεύγουσα είχε ανατεθεί από το Υπουργείο Άμυνας της Πορτογαλίας η υποστήριξη και εκπροσώπησή του κατά τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στις συμβάσεις αγοράς των υποβρυχίων. Το συντονισμό της νομικής τεκμηρίωσης του φακέλου είχε αναλάβει η δικηγόρος Β.Α., συνεργαζόμενη τότε με την προσφεύγουσα εταιρεία. Μετά την αποχώρηση της Β.Α. το φάκελο παρέλαβε ο τέταρτος προσφεύγων. Στις 24.9.2009, κατ’ επίκληση της ως άνω εμπλοκής της πρώτης προσφεύγουσας και της Β.Α. στις διαπραγματεύσεις, το DCIAP ζήτησε από τον ανακριτή του TCIC να επιτρέψει τη διεξαγωγή έρευνας, μεταξύ άλλων, στα γραφεία της εταιρείας αυτής και την κατάσχεση κάθε κρίσιμου εγγράφου, πράγμα που έγινε, παρά τις αντιρρήσεις των λοιπών προσφευγόντων κατ’ επίκληση του επαγγελματικού απορρήτου.
Ειδικότερα, εκτός από έγγραφα, κατασχέθηκε πλήθος ηλεκτρονικών αρχείων και μηνυμάτων από υπολογιστές της εταιρείας (σε αντίγραφα), τα οποία όμως, λόγω των ως άνω αντιρρήσεων, διαβιβάσθηκαν στον αρμόδιο επί των αντιρρήσεων Πρόεδρο Εφετών, προκειμένου να κρίνει αν είναι επιτρεπτή η περαιτέρω διαβίβασή τους στον ανακριτή. Παράλληλα, ο ανακριτής κάλεσε τον τέταρτο προσφεύγοντα για εξέταση. Αυτός προσέβαλε τη σχετική διάταξη ως καταχρηστική (αποσκοπούσα στη νομιμοποίηση της κατάσχεσης). Μετά την απόρριψη των αντιρρήσεων και σχετικής συνταγματικής προσφυγής των προσφευγόντων και παρά την ακύρωση της κλήσης του τετάρτου εξ αυτών από το Εφετείο, τα κατασχεμένα δεδομένα, με εξαίρεση τα αφορώντα σε «αλληλογραφία» του τέταρτου προσφεύγοντος, που του επιστράφηκαν, διαβιβάσθηκαν στον ανακριτή του TCIC, ο οποίος προέβη στην επισκόπησή τους, με τη βοήθεια ειδικών της πληροφορικής, και τη διαγραφή όσων περιείχαν προσωπικές πληροφορίες, καλύπτονταν από το επαγγελματικό απόρρητο ή δεν αφορούσαν τα υπό εξέταση πρόσωπα.
Ακολούθως ο ανακριτής διέταξε την αποστολή των λοιπών δεδομένων στο DCIAP, προκειμένου αυτό να επιλέξει τα κρίσιμα για την (πρώτη) έρευνα που βρισκόταν σε εξέλιξη. Το τελευταίο με την από 21.6.2011 διάταξη ζήτησε από τον ανακριτή να επιτρέψει την αυτονόμηση της έρευνας ως προς τη Β.Α., που κατηγορείτο για παράβαση καθήκοντος, πράγμα που έγινε, και στη συνέχεια, με την από 4.7.2012 διάταξη, έθεσε την υπόθεσή της στο αρχείο. Ακολούθως, με την άδεια του ανακριτή, διέταξε την επιστροφή των σχετικών με τη Β.Α. εγγράφων και μέσων αποθήκευσης αρχείων στην πρώτη προσφεύγουσα, προτού αρχειοθετήσει, όπως προαναφέρθηκε, με την από 17.12.2014 διάταξή του, και την (υπόλοιπη) υπόθεση σχετικά με την αγορά των υποβρυχίων.
Ενώπιον του ΕΔΔΑ οι προσφεύγοντες δεν παραπονέθηκαν για την έρευνα στα γραφεία τους ούτε για την κατάσχεση των εγγράφων αλλά για την έρευνα στο πληροφοριακό σύστημα της εταιρείας και την κατάσχεση ηλεκτρονικών αρχείων και μηνυμάτων, οι οποίες, όπως έκρινε και το ΕΔΔΑ, συνιστούν επέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της «αλληλογραφίας» τους κατά την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης. Κατά το Δικαστήριο η επέμβαση αυτή προβλεπόταν στο νόμο και αποσκοπούσε στην πρόληψη ποινικών παραβάσεων. Προκειμένης της εκτίμησης της «αναγκαιότητας (της εν λόγω επέμβασης) σε μια δημοκρατική κοινωνία» το ΕΔΔΑ υπενθύμισε τη νομολογία του, κατά την οποία τα συμβαλλόμενα κράτη μπορεί να θεωρήσουν αναγκαία την προσφυγή σε έρευνες και κατασχέσεις, προκειμένου να στοιχειοθετήσουν ορισμένες παραβάσεις.
Από την πλευρά του το Δικαστήριο ελέγχει καταρχάς αν η οικεία νομοθεσία και πρακτική παρέχει στα άτομα επαρκείς και αποτελεσματικές εγγυήσεις - στις οποίες περιλαμβάνεται ο «αποτελεσματικός έλεγχος» των σχετικών μέτρων - έναντι των αυθαιρεσιών και περαιτέρω αν, ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων της υπόθεσης, η επίμαχη επέμβαση ήταν ανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Κρίσιμες είναι ιδίως οι περιστάσεις έκδοσης του εντάλματος, ιδιαίτερα τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που ήταν διαθέσιμα κατά το χρόνο εκείνο, το περιεχόμενο και το εύρος του εντάλματος, ο τρόπος διεξαγωγής της έρευνας, συμπεριλαμβανομένης της παρουσίας ή μη ανεξάρτητων παρατηρητών (αναγκαίας όσον αφορά την έρευνα σε δικηγορικό γραφείο προς διασφάλιση του επαγγελματικού απορρήτου) και το εύρος των πιθανών επιπτώσεων στην εργασία και τη φήμη του προσώπου που αφορούσε η έρευνα.
Ακολούθως, εφαρμόζοντας τα ανωτέρω κριτήρια, το ΕΔΔΑ έλαβε υπόψη ότι α) τα εντάλματα έρευνας στηρίζονταν σε εύλογες υπόνοιες, β) το εύρος των ενταλμάτων έρευνας στο πληροφοριακό σύστημα της προσφεύγουσας εταιρείας, βάσει 35 «λέξεων - κλειδιών», κάποιες από τις οποίες είναι γενικές («ανταλλάγματα», «χρηματοδότηση») ή χρησιμοποιούνται ευρέως σε ένα δικηγορικό γραφείο ειδικευμένο στο χρηματοοικονομικό δίκαιο (“swap”, “spread”), και κατάσχεσης εμφανίζεται μεγάλο (συναφώς αναφέρεται ότι ο μεν ανακριτής του TCIC διέταξε τη διαγραφή μόλις 850 αρχείων, το δε DCIAP ανέλυσε 89.000 αρχεία και 29.000 ηλεκτρονικά μηνύματα), γ) η ευρύτητα των εν λόγω ενταλμάτων αντισταθμίστηκε από τις διαδικαστικές εγγυήσεις που συνοδεύουν τα οικεία μέτρα σε επίπεδο νομοθεσίας και εφαρμόστηκαν εν προκειμένω : οι σχετικές ενέργειες έλαβαν χώρα παρουσία τριών προσφευγόντων, ενός εκπροσώπου του Δικηγορικού Συλλόγου και υπό την προεδρία ενός ανακριτή, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν αμέσως αντιρρήσεις ενώπιον του προέδρου εφετών, συνεπεία των οποίων τα κατασχεμένα δεδομένα διαβιβάστηκαν σ’ αυτόν, προτού λάβει γνώση ο ανακριτής του TCIC, μετά το πέρας των ενεργειών συντάχθηκε πρακτικό (έκθεση) κατάσχεσης, ο Αντιπρόεδρος του Εφετείου εξέτασε τις αντιρρήσεις των προσφευγόντων, καταλήγοντας, με επαρκή αιτιολογία, στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε εν προκειμένω κατάφωρη προσβολή του επαγγελματικού απορρήτου των δικηγόρων, ο ανακριτής του TCIC ήλεγξε τα κατασχεμένα στοιχεία προς διασφάλιση ακριβώς του επαγγελματικού απορρήτου των προσφευγόντων δικηγόρων και διέταξε τη διαγραφή 850 αρχείων.
Το ΕΔΔΑ έλαβε επίσης υπόψη του ότι η με άδεια του ανακριτή διατήρηση (μη απόδοση) από το DCIAP (αντιγράφων) των κατασχεμένων στοιχείων, μετά την αυτονόμηση της έρευνας ως προς τη Β.Α. και την αρχειοθέτηση της υπόθεσής της, προς αξιοποίηση στο πλαίσιο της έρευνας για τους λοιπούς υπόπτους και ελεγχόμενες δραστηριότητες, ήταν δικαιολογημένη. Ενόψει όλων αυτών το Δικαστήριο έκρινε ότι η ένδικη έρευνα και κατάσχεση των ηλεκτρονικών αρχείων και μηνυμάτων δεν επέφερε μια προσβολή δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Κατ’ ακολουθία δεν παραβιάστηκε το άρθρο 8 της Σύμβασης. (ste.gr)
http://www.legalnews24.gr/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ σχολιάστε κόσμια