Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

ΔΕΣΜΙΑ Ή ΜΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΑΞΗΣ ΑΠΕΛΑΣΗΣ


ΣτΕ 715/2012 Τμ. Δ’ [Απέλαση λόγω παραβίασης του Ν 2910/2001]

(παρατ. Ε. Σταυρουλάκη)

(Περίληψη) Δέσμια αρμοδιότητα της διοίκησης να εκδώσει απόφαση απέλασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 1 περ. α’ και β’ Ν 2910/2001. Διακριτική ευχέρεια, αντιθέτως, στην περ. γ’ της ίδιας παραγράφου. Σε περίπτωση δέσμιας αρμοδιότητας, επαρκής η αιτιολογία ότι ο αλλοδαπός παραβίασε τις διατάξεις του Ν 2910/2001 και δεν εξετάζεται περαιτέρω αν υπάρχουν και άλλοι λόγοι που δικαιολογούν την απέλασή του. Μη εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, παρά μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται ευθέως από το νόμο, στις οποίες δεν υπάγεται η προσωπική και οικογενειακή κατάσταση του αλλοδαπού, ούτε συνιστά παραβίαση του άρθρου 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.

1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την οποία δεν απαιτείται κατά νόμο καταβολή παραβόλου, ζητείται η εξαφάνιση της 10646/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ακυρώθηκε η υπ’ αριθμ. 38465/30766/25.7.2003 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής κατά της οποίας είχε ασκήσει αίτηση ακυρώσεως ο εφεσίβλητος. Με την τελευταία αυτή απόφαση απορρίφθηκε προσφυγή του εφεσίβλητου κατά αποφάσεως του Προϊσταμένου της Υποδιευθύνσεως Αλλοδαπών Αττικής με την οποία είχε διαταχθεί η απέλασή του από τη χώρα.

2. Επειδή στο άρθρο 44 του Ν 2910/2001 (ΦΕΚ Α’ 91) προβλέπονται τα εξής: «Διοικητική απέλαση. 1. Η διοικητική απέλαση αλλοδαπού επιτρέπεται αν: α. Έχει καταδικασθεί τελεσίδικα σε ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον ενός έτους ή, ανεξαρτήτως ποινής, για εγκλήματα … και εφόσον η απέλασή του δεν διατάχθηκε από το αρμόδιο δικαστήριο. β. Έχει παραβιάσει τις διατάξεις του παρόντος νόμου. γ. Η παρουσία του στο ελληνικό έδαφος είναι επικίνδυνη για τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια της χώρας ή για τη δημόσια υγεία … 2. Η απέλαση διατάσσεται με απόφαση του οικείου Αστυνομικού Διευθυντή και προκειμένου περί Γενικών Αστυνομικών Διευθύνσεων Αττικής και Θεσσαλονίκης από τον αρμόδιο για θέματα αλλοδαπών Αστυνομικό Διευθυντή ή ανώτερο αξιωματικό, που ορίζεται από τον οικείο Γενικό Αστυνομικό Διευθυντή, αφού προηγουμένως δοθεί στον αλλοδαπό προθεσμία τουλάχιστον σαράντα οκτώ (48) ωρών για να υποβάλει τις αντιρρήσεις του. 3. … 4. … 5. Κατά της απόφασης απέλασης δικαιούται ο αλλοδαπός να προσφύγει εντός προθεσμίας πέντε ημερών από την κοινοποίησή της στον Γενικό Γραμματέα της αρμόδιας κατά τόπο Περιφέρειας, ο οποίος αποφασίζει εντός τριών ημερών από την άσκηση της προσφυγής. Η τυχόν άσκηση προσφυγής συνεπάγεται την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης. Εφόσον με την απόφαση απέλασης έχει διαταχθεί και η κράτηση η αναστολή αφορά μόνο την απέλαση. 6. Ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας, ύστερα από γνώμη της Επιτροπής Μετανάστευσης, μπορεί και αυτεπαγγέλτως να αναστείλει προσωρινά την απέλαση, όταν αυτό επιβάλλεται από λόγους ανθρωπιστικούς, ανωτέρας βίας ή δημοσίου συμφέροντος, όπως όταν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που αφορούν τη ζωή ή την υγεία του αλλοδαπού ή της οικογενείας του. 7. …». Περαιτέρω, στο άρθρο 46 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι: «Απαγορεύσεις Απελάσεων. 1. Απαγορεύεται η απέλαση, εφόσον ο αλλοδαπός: α. είναι ανήλικος και οι γονείς του διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα, β. είναι γονέας ημεδαπού ανηλίκου και ασκεί τη γονική μέριμνα ή έχει υποχρέωση διατροφής, την οποία εκπληρώνει, γ. έχει υπερβεί το 80ό έτος της ηλικίας του. 2. Δεν απαγορεύεται η απέλαση στις περιπτώσεις β’ και γ’ της προηγούμενης παραγράφου, όταν ο αλλοδαπός είναι επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία, εφόσον πάσχει από νόσημα που μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο γι’ αυτή, σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα και την ΠΟΥ και αρνείται να συμμορφωθεί προς τα μέτρα που καθορίζονται από τις ιατρικές αρχές για την προστασία της, αν και του έχει παρασχεθεί η απαραίτητη πληροφόρηση. Τέλος το άρθρο 49 του ιδίου νόμου ορίζει τα εξής: « Ανεπιθύμητοι αλλοδαποί. 1. … 2. Αλλοδαπός που βρίσκεται στο ελληνικό έδαφος είναι υποχρεωμένος να εγκαταλείψει τη χώρα, αφότου εγγραφεί στον κατάλογο ανεπιθύμητων, μέσα σε προθεσμία που ορίζεται κάθε φορά από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης. Αν δεν συμμορφωθεί, απελαύνεται. 3. … 4. Με ποινή φυλάκισης … τιμωρείται κάθε αλλοδαπός ο οποίος επανέρχεται παράνομα στη χώρα και είναι καταχωρημένος στον κατάλογο των ανεπιθύμητων αλλοδαπών. Η άσκηση ενδίκων μέσων δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.».

3. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 1 του Ν 2910/2001 ο νομοθέτης προέβλεψε κατά τρόπο ειδικό τις περιπτώσεις απελάσεως αλλοδαπών και τις κατένειμε σε τρείς κατηγορίες. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι στις δύο πρώτες κατηγορίες (περιπτώσεις α’ και β’ της παρ. 1 του άρθρου 44 του Ν 2910/2001) καθιδρύεται δέσμια αρμοδιότητα της Διοικήσεως για την έκδοση πράξεως απελάσεως, οπότε και δεν νοείται περίπτωση εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, παρά μόνο στις περιπτώσεις τις προβλεπόμενες ευθέως από το νόμο (άρθρο 46 Ν 2910/2001). Αντιθέτως, στην κατηγορία της περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 44 του Ν 2910/2001 καθιδρύεται – λόγω και της χρησιμοποιήσεως αορίστων νομικών εννοιών – διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως προκειμένου να εκδώσει πράξη απελάσεως (βλ. ΣτΕ 4028/2011 7μ.).

4. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο εφεσίβλητος, αλβανός υπήκοος, εισήλθε στην Ελλάδα σε άγνωστο χρόνο, χορηγήθηκε δε σ’ αυτόν, με απόφαση της Περιφέρειας Αττικής, προσωρινή άδεια παραμονής ισχύος έξι μηνών, ήτοι, από 28.6.2001 έως 27.12.2001. Την 9.9.2002 ο εφεσίβλητος επιχείρησε να εισέλθει στην χώρα, από την περιοχή ευθύνης του αστυνομικού τμήματος Κακαβιάς, με αλβανικό διαβατήριο, το οποίο διαπιστώθηκε από τα αστυνομικά όργανα ότι ήταν παραποιημένο. Κατόπιν τούτου, με την υπ’ αριθμ. …/16.10.2002 διαταγή του Διευθυντού της Διευθύνσεως Αλλοδαπών του κλάδου Αστυνομίας Ασφαλείας και Τάξεως του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, διετάχθη η εγγραφή του εφεσιβλήτου στον Εθνικό Κατάλογo Ανεπιθυμήτων Αλλοδαπών και στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν και απαγορεύθηκε η είσοδός του στη χώρα έως την 16.10.2006, με την αιτιολογία ότι αποπειράθηκε να εισέλθει στη χώρα, χρησιμοποιώντας παραποιημένο διαβατήριο. Παρόλα αυτά, ο εφεσίβλητος εισήλθε εκ νέου στη χώρα σε άγνωστο χρόνο και επέτυχε να του χορηγηθεί η υπ’ αριθμ. …/17.4.2003 άδεια εργασίας της Διευθύνσεως Εργασίας της Νομαρχίας Αθηνών, ισχύος από 28.12.2002 έως 27.12.2003 (και, στη συνέχεια, η υπ’ αριθμ. …/04/30.7.2004 νεότερη άδεια εργασίας, ισχύος έως 30.6.2005). Ακολούθως, ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη για παράβαση των διατάξεων του Ν 1300/1982 περί προλήψεως της ζωοκλοπής και ζωοκτονίας και διετάχθη η προσωρινή κράτησή του στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού. Με το 2954/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο εφεσίβλητος παραπέμφθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί για ζωοκλοπή, με το ίδιο δε βούλευμα διετάχθη η αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως με περιοριστικούς όρους. Όπως δε αναφέρει ο ίδιος ο εφεσίβλητος στο από 28.11.2011 υπόμνημα που κατέθεσε μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, για το εν λόγω αδίκημα καταδικάσθηκε πρωτοδίκως με την 2231/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, εκκρεμεί δε η εκδίκαση εφέσεως που έχει ασκήσει (βλ. σχετικώς το υπ’ αριθμ. 41986/26.7.2011 πιστοποιητικό της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών που έχει προσκομίσει με το υπόμνημα ο εφεσίβλητος). Τελικώς, με την υπ’ αριθμ. …/6.7.2003 απόφαση του Προϊσταμένου της Υποδιευθύνσεως Αλλοδαπών Αττικής, διετάχθη η απέλαση του αιτούντος από την Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44, παρ. 1, περ. β’ και γ’, του Ν 2910/2001, αφενός μεν, διότι κρίθηκε επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη λόγω της παραπομπής του σε δίκη για παράβαση των διατάξεων του Ν 1300/1982 περί προλήψεως της ζωοκλοπής και ζωοκτονίας, αφετέρου δε, διότι παρέμενε παρανόμως στη χώρα κατά παράβαση των διατάξεων του Ν 2910/2001, καθότι ευρέθη εγγεγραμμένος στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εφεσίβλητος αλλοδαπός άσκησε ενώπιον του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής προσφυγή, η οποία όμως απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. …/25.7.2003 απόφασή του, με παρόμοια αιτιολογία. Τέλος, κατά της αποφάσεως αυτής ο εφεσίβλητος άσκησε αίτηση ακυρώσεως.

5. Επειδή, το δικάσαν πρωτοδικείο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ότι η προσβαλλόμενη ενώπιόν του, ανωτέρω απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής, στηριζόταν σε δύο επάλληλες αιτιολογίες. Όσον αφορά την πρώτη αιτιολογική βάση απελάσεως, το πρωτοδικείο έκρινε ότι οι επικαλούμενοι από τη διοίκηση λόγοι δημοσίας τάξεως δεν παρείχαν νόμιμο δικαιολογητικό έρεισμα για την απέλαση του εν λόγω αλλοδαπού, διότι συνδέονταν αποκλειστικώς με τη σύλληψη και παραπομπή σε δίκη του αιτούντος για ζωοκλοπή, δεν είχε δε χωρήσει ποινική καταδίκη αυτού για την αποδιδόμενη σε αυτόν παράβαση των διατάξεων του Ν 1300/1982 περί προλήψεως της ζωοκλοπής και ζωοκτονίας. Όσον αφορά τη δεύτερη αιτιολογική βάση της απελάσεως, κατά την οποία ο εφεσίβλητος εισήλθε και παρέμενε στη χώρα κατά παράβαση των διατάξεων του Ν 2910/2001, καθόσον ευρέθη εγγεγραμμένος στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών και στο Σύστημα πληροφοριών Σένγκεν και της απαγορεύσεως εισόδου του στη χώρα έως την 16.10.2006, το πρωτοδικείο δέχθηκε τα εξής: « Η αιτιολογία, όμως της προσβαλλομένης πράξεως, και ως προς το εν λόγω σκέλος αυτής, δεν είναι νόμιμη και επαρκής. Τούτο δε, διότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο αιτών είναι πατέρας τριών ανήλικων τέκνων, ηλικίας 12, 9 και 6 ετών, των οποίων έχει την αποκλειστική ευθύνη συντηρήσεως, έχει δημιουργήσει σταθερούς βιοτικούς δεσμούς στην Ελλάδα, δεδομένου ότι διαμένει με την οικογένειά του σε μισθωμένο διαμέρισμα πολυκατοικίας ευρισκομένης επί της οδού … αρ. …, στον … Αττικής, εργάζεται ως βοηθός στην ατομική επιχείρηση κατασκευής και τοποθετήσεως αεραγωγών κλιματισμού … κατόπιν της χορηγήσεως σε αυτόν άδειας εργασίας, είχε δε χορηγηθεί σε αυτόν προσωρινή άδεια παραμονής στην Ελλάδα, ενώ δεν προκύπτει η ύπαρξη ιδιαίτερων δεσμών με την χώρα καταγωγής του. Ενόψει των ανωτέρω ιδιαιτέρων συνθηκών, σταθμιζόμενων προς τους ως άνω συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους διετάχθη η απέλαση του αιτούντος από την Ελλάδα, λόγω της εγγραφής του στον Εθνικό κατάλογο Ανεπιθύμητων αλλοδαπών και στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν και της απαγορεύσεως της εισόδου του στη χώρα, συνεπεία της χρήσεως υπ’ αυτού κατά την είσοδό του στην χώρα παραποιημένου διαβατηρίου, η απομάκρυνση του αιτούντος από την χώρα αποτελεί στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογο εις βάρος του μέτρο, διότι θα κλονίσει υπέρμετρα την ομαλότητα του οικογενειακού του βίου, κατά παράβαση της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 8 ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι η επίδικη εν προκειμένω επέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος για προστασία της οικογενειακής ζωής του αιτούντος, λαμβανομένων υπ’ όψιν των επιδιωκόμενων με την εν λόγω επέμβαση σκοπών δημοσίου συμφέροντος, εξέρχεται των ανεκτών ορίων που υπαγορεύονται, σύμφωνα με την ίδια διάταξη της ΕΣΔΑ, από την αρχή της αναλογικότητας». Με τις σκέψεις αυτές το δικάσαν πρωτοδικείο ακύρωσε την ανωτέρω προσβαλλομένη απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής περί απελάσεως του εφεσίβλητου, λόγω ελλείψεως νομίμου και επαρκούς αιτιολογίας.

6. Επειδή, από τα εκτεθέντα στην τέταρτη σκέψη προκύπτει ότι η απόφαση απελάσεως του εφεσίβλητου στηρίχθηκε σε πλείονα πραγματικά περιστατικά (παραπομπή με βούλευμα σε δίκη για διάπραξη ποινικού αδικήματος που έχει αναχθεί από τον ποινικό νόμο σε κακούργημα και για το οποίο τελικώς καταδικάσθηκε πρωτοδίκως ο αιτών, απόπειρα εισόδου στη χώρα με χρήση παραποιημένου διαβατηρίου, εγγραφή στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών και απαγόρευση εκ νέου εισόδου στη Χώρα, παράνομη είσοδος στη χώρα παρά την ως άνω απαγόρευση), με βάση τα οποία, αρχικά η αστυνομική αρχή, και τελικώς ο Γενικός Γραμματέας Περιφερείας Αττικής, έκριναν ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την διοικητική απέλασή του, αφενός μεν διότι η παρουσία του στην Ελλάδα είναι επικίνδυνη για τη δημόσια τάξη (άρθρο 44 παρ. 1 περ. γ’ του Ν 2910/2001), αφετέρου δε γιατί παραβίασε τις διατάξεις του Ν 2910/2001 (άρθρο 44 παρ. 1 περ. β’ του νόμου αυτού). Σύμφωνα όμως με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω στην τρίτη σκέψη, αρκούσε ως αιτιολογικό έρεισμα για την έκδοση της πράξης απελάσεως του εφεσίβλητου, η επίκληση της διατάξεως της περ. β’ του άρθρου 44 παρ. 1 του Ν 2910/2001, η οποία, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αυτή τάσσει – όπως εν προκειμένω – καθιδρύεται δέσμια αρμοδιότητα της Διοικήσεως για την έκδοση πράξεως απελάσεως, οπότε και δεν νοείται περίπτωση εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, παρά μόνο στις περιπτώσεις τις προβλεπόμενες ευθέως από το νόμο (άρθρο 46 Ν 2910/2001). Συνεπώς, εσφαλμένως το δικάσαν πρωτοδικείο έκρινε μη νόμιμη την αιτιολογική αυτή βάση της πράξεως απελάσεως, εξετάζοντας την προσωπική και οικογενειακή κατάσταση του αλλοδαπού, η οποία όμως δεν μπορούσε να υπαχθεί σε καμία εκ των εξαιρετικών περιπτώσεων του άρθρου 46 του Ν 2910/2001 που δικαιολογούν την απαγόρευση της λήψης του μέτρου της απελάσεως. Περαιτέρω, σε κάθε περίπτωση, τα περιστατικά σχετικά με την οικογενειακή και προσωπική κατάσταση του εφεσίβλητου που έλαβε υπόψη του το δικάσαν πρωτοδικείο, δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κρίση περί παραβιάσεως, λόγω της εκδόσεως της πράξεως απελάσεως, των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, με τις οποίες κατοχυρώνεται το δικαίωμα του απαραβίαστου της οικογενειακής και ιδιωτικής ζωής, όπως εσφαλμένως έκρινε το δικάσαν πρωτοδικείο. Και τούτο, διότι όπως δέχεται παγίως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), μόνο σε όλως εξαιρετικές περιστάσεις, η απομάκρυνση, συνεπεία εκδόσεως πράξεως απελάσεως, από το έδαφος ενός κράτους, αλλοδαπού που έχει εισέλθει ή διαμένει παράνομα σε αυτό, μπορεί να αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 8, παρ. 1, της ΕΣΔΑ (βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ, Nunez κατά Νορβηγίας, αριθμός προσφυγής 55597/09, της 28ης Ιουνίου 2011 σκ. 70, Rodrigues da Silva and Hoogkamer κατά Ολλανδίας, αριθμός προσφυγής 50435/99, της 31ης Ιανουαρίου 2006, σκ. 39 και ΕΔΔΑ αποφάσεις επί του παραδεκτού, Narenji Haghighi κατά Ολλανδίας, αριθμός προσφυγής 38165/07, της 14ης Απριλίου 2009, Ajayi and Others κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθμός προσφυγής 27663/95, της 22ης Ιουνίου 1999 ). Εν προκειμένω, η απλή επίκληση από τον εφεσίβλητο του γεγονότος ότι διαμένει στη χώρα με τη σύζυγο και τα ανήλικα παιδιά του ή ότι εργάζεται, ή η αόριστη επίκληση μη υπάρξεως σταθερών δεσμών με τη χώρα καταγωγής του, δεν είναι ικανή, προδήλως, να συγκροτήσει εξαιρετική περίσταση που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη μη απομάκρυνσή του από την Ελλάδα, στην οποία εισήλθε παράνομα. [...]

Παρατηρήσεις

Απόψεις επί της δέσμιας ή μη αρμοδιότητας της Διοίκησης για την έκδοση πράξης απέλασης στις περιπτώσεις α’ και β’ της παρ. 1 του άρθρου 76 Ν 3386/2005

Η διαδικασία έκδοσης της διοικητικής πράξης απέλασης και η νομιμότητά της έχει απασχολήσει επανειλημμένως τα Διοικητικά Δικαστήρια και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η απόφαση 715/2012 του ΣτΕ εξέτασε κατ’έφεση τη νομιμότητα απέλασης αλλοδαπού, ο οποίος παραβίασε την απαγόρευση εισόδου που του είχε επιβληθεί και εισήλθε παράνομα στη Χώρα.

Συγκεκριμένα, οι ελληνικές αρχές διαπιστώνοντας ότι ένας Αλβανός υπήκοος που είχε λάβει προσωρινή άδεια διαμονής προσπάθησε να εισέλθει στη Χώρα με παραποιημένο διαβατήριο του απαγόρευσαν την είσοδο και τον ενέγραψαν στον ΕΚΑΝΑ. Λίγους μήνες αργότερα εισήλθε παράνομα στην Ελλάδα και πέτυχε να εκδοθούν στο πρόσωπό του διαδοχικές άδειες εργασίας. Συνελήφθη με την κατηγορία της ζωοκλοπής για την οποία τελικά καταδικάστηκε. Ο προϊστάμενος της Υποδιεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής διέταξε την απέλασή του από την Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων των παρ. β’ και γ’ της παρ. 1 του άρθρου 44 του Ν 2910/2001. Κατά της απόφασης απέλασης, προσέφυγε στον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής ο οποίος έκρινε ότι ορθά του επιβλήθηκε το μέτρο της απέλασης εφόσον, αφενός, είχε εμπλακεί σε ποινικό αδίκημα και θεωρείτο επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και, αφετέρου, διότι εισήλθε στη Χώρα αγνοώντας την επιβληθείσα απαγόρευση εισόδου και την εγγραφή του στον ΕΚΑΝΑ παραβιάζοντας τις διατάξεις του Ν 2910/2001. Κατά της απόφασης του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής άσκησε αίτηση ακύρωσης. Το αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο έκρινε ότι οι επικαλούμενοι λόγοι δημόσιας τάξης δεν παρείχαν νόμιμο δικαιολογητικό έρεισμα για την απέλασή του, ενώ η παρατεθείσα αιτιολογία σχετικά με την παράβαση των διατάξεων του Ν 2910/2001 ήταν μη νόμιμη και ανεπαρκής λόγω παράβασης της αρχής της αναλογικότητας. Εν τέλει, το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν συντάχθηκε με την απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου λαμβάνοντας μια εντελώς διαφορετική θέση στο ζήτημα.

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ σχολιάστε κόσμια