Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ: ΠΩΛΗΣΗ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΟΡΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ


ΕιρΧαν 432/2013 [Πώληση αυτοκινήτου με τον όρο παρακράτησης της κυριότητας - Μεταγενέστερη υπαγωγή του αγοραστή στη ρύθμιση του Ν 3869/2010] (παρατ. Ευ. Μαργαρίτης)


(Περίληψη) Εάν πριν την αποπληρωμή του τιμήματος πώλησης αυτοκινήτου με σύμφωνο επιφύλαξης της κυριότητας, ο αγοραστής ζητήσει την ένταξή του στις ρυθμίσεις του Ν 3869/2010, δεν θίγονται τα δικαιώματα του πωλητή που απορρέουν από την επιφύλαξη της κυριότητας. Για την άσκησή τους όμως θα πρέπει να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πώλησης, που προϋποθέτει υπερημερία του αγοραστή, που θα πρέπει να υπήρχε είτε πριν την αίτηση ή και στη συνέχεια μέχρι τη δικαστική ρύθμιση. Μόνη η υποβολή της αίτησης δεν συνεπάγεται αναστολή καταβολής των δόσεων. Με την άσκηση της υπαναχώρησης, ο πωλητής μπορεί να ζητήσει την απόδοση του πράγματος, λόγω ματαίωσης της αίρεσης ως προς την πληρωμή του τιμήματος, οπότε δεν οφείλεται το υπόλοιπο του τιμήματος, το οποίο δεν αποτελεί παθητικό της περιουσίας του οφειλέτη και δεν μπορεί να ενταχθεί ως χρέος του στη ρύθμιση. Αν όμως δεν ασκηθεί υπαναχώρηση από τον πωλητή, υποχρεούται αυτός να δεχθεί την εκπλήρωση της παροχής του αγοραστή, όπως θα διαμορφωθεί με τη δικαστική παρέμβαση ως προς το ύψος και τον τρόπο καταβολής της. Δυνατότητα με νέα σύμβαση να καταστούν ανενεργά τα αποτελέσματα της υπαναχώρησης με την προσθήκη της αναβίωσης της αρχικής σύμβασης.

Διατάξεις: άρθρα 361, 532 [παρ. 1], 987, 1094 ΑΚ, 4 [παρ. 1], 15 Ν 3869/2010, 35, 37 Ν 3588/2007 (ΠτΚ)

[...] Με την κρινόμενη αίτησή τους, οι αιτούντες, οι οποίοι είναι σύζυγοι, επικαλούμενοι έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους προς τους πιστωτές που αναφέρονται στην περιεχόμενη στην αίτηση αναλυτική κατάσταση, ζητούν, όπως σαφώς συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της αίτησης, τη ρύθμιση των χρεών τους, με την εξαίρεση της κύριας κατοικίας τους, ιδιοκτησίας της δεύτερης εξ αυτών, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλουν και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή τους κατάσταση που εκθέτουν αναλυτικά, με σκοπό την κατά ένα μέρος απαλλαγή τους από αυτά. Η αίτηση αυτή, η οποία είναι αρκούντως ορισμένη, απορριπτομένων των ενστάσεων αοριστίας των δύο πρώτων μετεχουσών πιστωτριών, αρμόδια φέρεται για συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 3 Ν 3869/2010), κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (741 επ. ΚΠολΔ) εφόσον για το παραδεκτό της: α) τηρήθηκε η προδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού με τη διαμεσολάβηση προσώπου απ’ αυτά που έχουν σχετική εξουσία από το νόμο (βλ. άρθ. 2 Ν 3869/2010), ο οποίος απέτυχε όπως βεβαιώνεται από την διαμεσολαβήτρια Ένωση Προστασίας Καταναλωτών Κρήτης στα με αριθμ. πρωτ. 14150 και 14149/10.5.2012 έγγραφά της για τον πρώτο και την δεύτερη των αιτούντων αντίστοιχα, β) το δικόγραφο κατατέθηκε μέσα στην εξάμηνη προθεσμία του άρθ. 2 παρ. 1 Ν 3869/2010 από την αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού και γ) δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση των αιτούντων για ρύθμιση των χρεών τους στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή τους για ουσιαστικούς λόγους, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο (άρθρο 13 παρ. 2 του ιδίου νόμου, βλ. το με αριθμ. πρωτ. 784γ/21.6.2013 έγγραφο του Ειρηνοδικείου Αθηνών). Παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση μετά: α) την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση των μετεχόντων πιστωτών με την επίδοση σε αυτούς αντιγράφου της αίτησης με την πράξη ορισμού δικασίμου (5 παρ. 1 Ν 3869/2010 όπως τροπ. με άρθρο 85 Ν 3996/2011), β) την εμπρόθεσμη κατάθεση στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού των εγγράφων του άρθ. 4 παρ. 2 και 4 Ν 3869/2010 (βεβαιώσεων αποτυχίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού, υπεύθυνων δηλώσεων για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων κ.λπ.) και γ) την αποτυχία του δικαστικού συμβιβασμού, δοθέντος ότι δεν έχει γίνει δεκτό το σχέδιο διευθέτησης οφειλών από τους δύο πρώτους μετέχοντες πιστωτές που έχουν και την πλειοψηφία των απαιτήσεων (βλ. τις εμπροθέσμως κατατεθείσες απαντήσεις τους), απορριπτομένων των περί απαραδέκτου ενστάσεων των ως άνω πιστωτών. Επισημαίνεται ειδικότερα όσον αφορά τον ισχυρισμό της δεύτερης μετέχουσας πιστώτριας, τον οποίο προέβαλε τόσο με τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου διευθέτησης οφειλών όσο και με τις επί της έδρας κατατεθείσες προτάσεις της, ότι ο πρώτος των αιτούντων έχει μία πρόσθετη οφειλή από πιστωτική κάρτα, την οποία παρέλειψε να συμπεριλάβει στην ένδικη αίτηση, ότι αυτός δεν αποδείχθηκε, καθώς από την ως άνω πιστώτρια δεν προσκομίστηκε ούτε η σχετική σύμβαση ούτε αναλυτική κατάσταση κινήσεως λογαριασμού.

Επιπλέον, η τρίτη μετέχουσα πιστώτρια «…………………….», ισχυρίζεται ότι η απαίτησή της κατά του πρώτου των αιτούντων προέρχεται από σύμβαση χορήγησης δανείου για την αγορά αυτοκινήτου με τον όρο παρακράτησης από την πωλήτρια της κυριότητάς του μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος, η οποία πωλήτρια της εκχώρησε λόγω ενεχύρου τις από την πώληση και παρακράτηση της κυριότητας αξιώσεις της για υπαναχώρηση από τη σύμβαση, δικαίωμα το οποίο έχει ήδη ασκήσει, λόγω υπερημερίας του αιτούντος. Κατόπιν αυτών ζητά να εξαιρεθεί της διαδικασίας της ρύθμισης το αυτοκίνητο και να μην ενταχθεί στη ρύθμιση των χρεών του αιτούντος η απαίτηση για το τίμημα.

Από τη διάταξη του άρθ. 532 παρ. 1 ΑΚ, συνάγεται ότι όταν η πώληση έγινε με τον όρο παρακράτησης της κυριότητας τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της αποπληρωμής του τιμήματος και ως εκ τούτου, κατά το διάστημα της αβεβαιότητας, ο πωλητής είναι όχι μόνο κύριος αλλά και νομέας του πράγματος, ο δε αγοραστής από την παράδοση σ’ αυτόν του πράγματος έχει απλή κατοχή που την ασκεί στο όνομα του κυρίου. Εάν πριν την αποπληρωμή του τιμήματος μιας τέτοιας πώλησης με σύμφωνο επιφύλαξης της κυριότητας ο αγοραστής περιέλθει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής των οφειλών του και ζητήσει τη διευθέτησή τους με την ένταξή του στις ρυθμίσεις του Ν 3869/2010, σύμφωνα με την αναλογικά εφαρμοζόμενη, κατ’ αρθ. 15 Ν 3869/2010, διάταξη του αρθ. 35 παρ. 2 εδ. α’ ΠτωχΚ (Ν 3588/2007), δε θίγονται τα δικαιώματα του πωλητή που απορρέουν από την επιφύλαξη της κυριότητας. Για την άσκησή τους όμως θα πρέπει να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση της πώλησης, υπαναχώρηση η οποία προϋποθέτει υπερημερία του αγοραστή (Ψυχομάνης, Πτωχευτικό δίκαιο, σελ. 298 επ.). Μόνη η υποβολή της αίτησης ρύθμισης δε συνεπάγεται οπωσδήποτε υπερημερία του οφειλέτη, αλλά θα πρέπει αυτός να είχε καταστεί υπερήμερος είτε πριν την αίτηση είτε και στη συνέχεια μέχρι τη δικαστική ρύθμιση, αφού μόνη η υποβολή της αίτησης δε συνεπάγεται αναστολή καταβολής των δόσεων, εκτός αν διατάχθηκε τέτοια στα πλαίσια του αρθ. 6 παρ. 2 Ν 3869/2010 ή των αρθ. 4 παρ. 4 Ν 3869/2010 και 781 ΚΠολΔ (βλ. και σε Κρητικό «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων», έκδ. 2010, σελ. 101). Εφόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της υπαναχώρησης και ασκήθηκε από τον πωλητή, μπορεί να ζητήσει την απόδοση του πράγματος είτε με βάση το αρθρο 37 παρ. 1 ΠτΚ, είτε κατ’ αρθρο 987 και 1094 ΑΚ, λόγω ματαίωσης της αίρεσης ως προς την πληρωμή του τιμήματος (αρθ. 532 ΑΚ). Παράλληλα με την απόσβεση των υποχρεώσεων από τη σύμβαση δεν οφείλεται το υπόλοιπο του τιμήματος και συνεπώς δεν αποτελεί παθητικό της περιουσίας του οφειλέτη και δεν μπορεί να ενταχθεί ως χρέος του στη ρύθμιση. Εφόσον όμως δεν ασκηθεί υπαναχώρηση από τον πωλητή ή η ασκηθείσα δεν επέφερε έννομες συνέπειες επειδή δεν συνέτρεχε υπερημερία του αγοραστή, ο πωλητής θα ενταχθεί στη ρύθμιση για την απαίτησή του από το τίμημα της πώλησης, υποχρεούμενος να δεχθεί την εκπλήρωση της παροχής του αγοραστή, όπως θα διαμορφωθεί με τη δικαστική παρέμβαση ως προς το ύψος και τον τρόπο καταβολής της. Παράλληλα δικαιούται να ζητήσει την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση του πωληθέντος, αφού αυτός είναι κύριος και νομέας του και δεν περιλαμβάνεται στην περιουσία του οφειλέτη, ο οποίος έχει μόνο την κατοχή του, τη δε κυριότητά του θα αποκτήσει αυτοδικαίως με την πλήρωση της αίρεσης της αποπληρωμής του τιμήματος, όπως αυτό θα προσδιοριστεί στα πλαίσια της ρύθμισης, δηλαδή με την τήρηση των όρων της ρύθμισης και την απαλλαγή του κατ’ αρθρο 11 Ν 3869/2010 (ΕιρΠατρων 127/2012, Α’ Δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, η κατά τα ανωτέρω υπαναχώρηση γίνεται με σχετική δήλωση του υπαναχωρούντος, αποτελεί δε μονομερή δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα, που δεν υποβάλλεται σε τύπο και γι’αυτό μπορεί να γίνει ρητά ή σιωπηρά με πράξεις που αναμφισβήτητα δηλώνουν το σκοπό αυτό, όπως είναι η από τον πωλητή επιχειρούμενη και στρεφόμενη κατά του αγοραστή δικαστική επιδίωξη της ανακτήσεως της κατοχής του κινητού (ΑΠ 1136/2000 ΕλλΔνη 2001,1350, ΕφΑθ 6309/2008, ΕλλΔνη 2009/601, ΕφΛαρ 502/2004, Δικογραφία 2005,448). Δεν υπόκειται σε μονομερή ανάκληση ή άρση των αποτελεσμάτων της απ’ αυτόν που την ασκεί, μπορεί όμως, ενόψει του ενδοτικού χαρακτήρα των διατάξεων της συμβατικής υπαναχωρήσεως, στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), με νέα σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ των συμβαλλομένων, να καταστήσουν ανενεργά τα αποτελέσματα της υπαναχωρήσεως με την προσθήκη αναβίωσης της αρχικής συμβάσεως υπό την αίρεση της εκπλήρωσης αυτής μέχρι ορισμένου χρόνου, οπότε ως προς τις συνέπειες της εκπτώσεως, θα έχουν εφαρμογή οι περί διαλυτικής αιρέσεως διατάξεις (άρθρο 202 ΑΚ) και σε περίπτωση μη εκπληρώσεως της συμβάσεως να επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη της νέας συμβάσεως κατάσταση (ΑΠ 886/2011, Α’ Δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΧρΔικ 2012,179).

Τέλος, το σχέδιο διευθέτησης οφειλών που πρέπει να περιέχει η αίτηση ρύθμισης των χρεών του οφειλέτη κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 Ν 3869/2010, αποτελεί πρόταση προς τους δανειστές για τη σύναψη δικαστικού συμβιβασμού. Επιδίδοντας ο οφειλέτης στους πιστωτές του αντίγραφο της αιτήσεως, μέσα σε έναν (1) μήνα από την υποβολή της αιτήσεως στο αρμόδιο δικαστήριο, πρέπει να συνοδεύει την επίδοση αυτή με δήλωσή του με την οποία θα προσκαλεί τους πιστωτές να λάβουν εγγράφως θέση για τα στοιχεία που έχουν υποβληθεί και για το προτεινόμενο σχέδιο διευθετήσεως οφειλών μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή της αιτήσεως (άρθρο 5 παρ. 1 Ν 3869/2010). Με την πάροδο της προθεσμίας αυτής άπρακτης, τεκμαίρεται ότι ο πιστωτής συμφωνεί με το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών (άρθρο 5 παρ. 2 Ν 3869/2010). Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 5 του νόμου δημιουργεί το μαχητό τεκμήριο, ότι η σιωπή του πιστωτή στην πρόταση του οφειλέτη θεωρείται ως συναίνεση. Πρόκειται για σιωπή που έχει ενέργεια δηλώσεως βουλήσεως. Ο σιωπήσας πιστωτής, που καταλαμβάνεται από το μαχητό τεκμήριο του νόμου, δύναται να το καταπολεμήσει ισχυριζόμενος ότι η σιωπή του δεν σημαίνει συναίνεση στο σχέδιο γιατί, λόγω ανωτέρας βίας (ασθένεια ή άλλος σοβαρός και ισοδύναμος λόγος), εμποδίστηκε να εκφραστεί αντιθέτως. Δυνατό να συντρέχει και παραπλάνηση του πιστωτή από δόλια ενέργεια του οφειλέτη. Ο πιστωτής τότε δύναται να χρησιμοποιήσει τον μηχανισμό της ΚΠολΔ 153 επ., χωρίς όμως να είναι τούτο αναγκαίο, εφόσον προβάλλει και αποδεικνύει περιστατικά που τον εμπόδισαν σοβαρά να εκφραστεί αντιθέτως, δεν αποκλείεται όμως και η εφαρμογή της (Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδ. 2012, σελ. 125-128).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ’ αριθμ. 508997/27.7.2009 σύμβαση μεταξύ της μετέχουσας τράπεζας «…………………», η οποία κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης έφερε την επωνυμία «………………………» (ΦΕΚ τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ 13675/25.11.2009), της εταιρείας με την επωνυμία «…………………….» και του πρώτου των αιτούντων, συμφωνήθηκε η πώληση στον τελευταίο ενός Ι.Χ. επιβατικού αυτοκινήτου μάρκας FIAT 500 ABARTH, με αριθ. κυκλοφορίας ………………., αντί τιμήματος 20.056 ευρώ -έναντι του οποίου ο αιτών προκατέβαλε εξ ιδίων κεφαλαίων το ποσό των 5.056 ευρώ- υπό τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας και νομής του από την πωλήτρια μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του υπολοίπου τιμήματος των 15.000 ευρώ από τον αιτούντα, στον οποίο παραδόθηκε η κατοχή και χρήση του. Με την ίδια αυτή σύμβαση η μετέχουσα πιστώτρια, χορήγησε στον αιτούντα δάνειο ύψους 15.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στο υπολειπόμενο πιστούμενο τίμημα αγοράς του αυτοκινήτου (20.056 – 5.056 = 15.000) και το οποίο συμφωνήθηκε να εξοφληθεί σε 72 ισόποσες μηνιαίες δόσεις ποσού 259,35 ευρώ κάθε μία, μέσω του …………………….. λογαριασμού του αιτούντος. Προς εξασφάλιση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του αιτούντος, η πωλήτρια εκχώρησε στην τράπεζα λόγω ενεχύρου τις από την πώληση και παρακράτηση της κυριότητας αξιώσεις της για υπαναχώρηση από τη σύμβαση και απόδοση της νομής του αυτοκινήτου, καθώς και τις σχετικές αγωγές. Ακόμη συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση καθυστέρησης οποιασδήποτε οφειλής ο αιτών θα περιερχόταν χωρίς όχληση σε υπερημερία και η πιστώτρια τράπεζα θα είχε το δικαίωμα να καταγγείλει το δάνειο, οπότε θα γινόταν ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο του χρέους.

Η πιστώτρια τράπεζα προέβη σε καταγγελία της δανειακής σύμβασης και υπαναχώρηση από τη σύμβαση πώλησης λόγω υπερημερίας του αιτούντος περί την καταβολή ληξιπρόθεσμων δόσεων του δανείου, με την με αριθμ. κατάθ. 5872/11.4.2012 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον αιτούντα στις 2.5.2012 (βλ. την σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …………….., στο αντίγραφο της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, το οποίο προσκομίζει ο αιτών), ήτοι σε ημερομηνία προγενέστερη της κατάθεσης από τους αιτούντες στο Ειρηνοδικείο Κισσάμου της υπό κρίση αίτησης (18.5.2012). Η τελευταία επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα από τους αιτούντες στην τρίτη μετέχουσα πιστώτρια με πρόσκληση προς αυτήν να υποβάλει εντός της δίμηνης προθεσμίας του άρθρου 5 Ν 3869/2010 τις έγγραφες παρατηρήσεις της επί του προτεινόμενου σχεδίου διευθέτησης οφειλών (βλ. την υπ’ αριθμ. 6155Ε/25.5.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………………….). Όπως όμως προκύπτει από τον τηρούμενο αρχικά στο Ειρηνοδικείο Κισσάμου και στη συνέχεια στο Ειρηνοδικείο Χανίων (μετά την επελθούσα συγχώνευση των δύο Ειρηνοδικείων) φάκελο δικογραφίας, η ως άνω πιστώτρια άφησε να παρέλθει άπρακτη η τασσόμενη εκ του νόμου δίμηνη προθεσμία χωρίς να υποβάλει παρατηρήσεις, με τις οποίες θα μπορούσε να εκθέσει την προβληθείσα στην παρούσα δίκη ένστασή της περί μη υπαγωγής της απαιτήσεώς της στη ρύθμιση του Ν.3869/2010, εξαιτίας της συντελεσθείσας κατά τα ως άνω, ήδη πριν την κατάθεση της υπό κρίση αιτήσεως, υπαναχώρησής της από τη σύμβαση πώλησης του αυτοκινήτου και κατ’ επέκταση να απορρίψει το προτεινόμενο από τους αιτούντες σχέδιο διευθέτησης οφειλών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τεκμαίρεται η συμφωνία της ως άνω πιστώτριας με την πρόταση του αιτούντος – οφειλέτη της για την σύναψη δικαστικού συμβιβασμού. Παράλληλα, η πιστώτρια με τη σιωπή της αυτή συμφώνησε με τον αιτούντα και αποδέχθηκε το ενδεχόμενο να μην επιτευχθεί τελικά ο δικαστικός συμβιβασμός του άρθρου 7 Ν 3869/2010, για τον οποίο απαιτείται η συγκατάθεση όλων των μετεχόντων πιστωτών (είναι αυτονόητο ότι δεν θα μπορούσε να γνωρίζει εκ των προτέρων την στάση των λοιπών δύο πιστωτριών απέναντι στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών), αλλά να επέλθει η δικαστική ρύθμιση των χρεών του αιτούντος σύμφωνα με το άρθρο 8 Ν 3869/2010, στα πλαίσια του οποίου το Δικαστήριο είναι πιθανό να ορίσει μηνιαίες καταβολές προς την πιστώτρια ακόμα και μικρότερες σε σχέση με τις μηνιαίες δόσεις τις οποίες προέβλεπε το σχέδιο διευθέτησης οφειλών. Επισημαίνεται δε ότι, όπως προκύπτει τόσο από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου όσο και από τις κατατεθείσες επί της έδρας έγγραφες προτάσεις της τρίτης μετέχουσας πιστώτριας, η τελευταία δεν επικαλέστηκε κανένα απολύτως λόγο που την εμπόδισε να καταθέσει παρατηρήσεις επί του σχεδίου διευθέτησης οφειλών, προκειμένου να αντικρούσει το μαχητό τεκμήριο συναίνεσής της.

Άλλωστε το γεγονός ότι η σιωπηρή συναίνεση της πιστώτριας υπήρξε μία συνειδητή επιλογή από την πλευρά της, καταδεικνύεται και από την διαπίστωση ότι, ενόσω ακόμα έτρεχε η δίμηνη προθεσμία υποβολής παρατηρήσεων του άρθρου 5 Ν 3869/2010, η πιστώτρια επέλεξε επίσης να μην παρασταθεί κατά την συζήτηση του αιτήματος χορήγησης προσωρινής διαταγής την 30.5.2012 (βλ. Προσωρινή Διαταγή του Ειρηνοδίκη Ιωάννη Μαρκομιχελάκη) παρά την εμπρόθεσμη και νόμιμη κλήτευσή της (βλ. την προαναφερθείσα ως άνω υπ’ αριθμ. 6155Ε/25.5.2012 έκθεση επίδοσης), οπότε και απώλεσε άλλη μία ευκαιρία προβολής των ισχυρισμών της περί υπαναχώρησης κ.λπ., τους οποίους κατόπιν τούτων καταχρηστικά προβάλλει για πρώτη φορά στην παρούσα δίκη. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ενώ αρχικά με την κατάθεση και επίδοση στον αιτούντα της υπ’ αριθμ. 5872/11.4.2012 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, ασκήθηκε υπαναχώρηση και επήλθε η έννομη συνέπεια της κατάργησης της όλης ενοχικής σχέσης, στη συνέχεια με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας υποβολής παρατηρήσεων και την τεκμαιρόμενη κατά τα ως άνω συμφωνία της πιστώτριας με τον αιτούντα, τα αποτελέσματα της υπαναχώρησης αυτής κατέστησαν ανενεργά (βλ. μείζονα σκέψη). Συνεπώς, η τρίτη πιστώτρια «…………………..» μετέχει κανονικά στη ρύθμιση και υποχρεούται να αποδεχθεί την εκπλήρωση της σύμβασης όπως θα διαμορφωθεί ως προς το ύψος του οφειλόμενου τιμήματος της πώλησης και τον τρόπο πληρωμής του από το δικαστήριο στα πλαίσια της ρύθμισης. Δικαιούται όμως σε εξαίρεση του αυτοκινήτου από τη ρευστοποίηση, εφόσον παραμένει κυρία και νομέας του, ο δε αιτών έχει απλή κατοχή και ως εκ τούτου δεν αποτελεί περιουσιακό του στοιχείο υποκείμενο σε ρευστοποίηση.

Παραπέρα η αίτηση είναι νόµιµη, στηριζόµενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 παρ. 3, 8, 9 και 11 του Ν 3869/2010, καθόσον µε βάση τα εκτιθέµενα σ’ αυτή περιστατικά, συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής των αιτούντων στη ρύθµιση του νόµου, εφόσον πρόκειται για φυσικά πρόσωπα, στερούµενα πτωχευτικής ικανότητας, τα χρέη τους δεν περιλαµβάνονται στα εξαιρούµενα της ρύθµισης και έχουν ήδη περιέλθει σε κατάσταση μόνιµης αδυναµίας πληρωµής των ληξιπρόθεσµων χρεών τους, εποµένως, μετά την καταβολή των νομίμων τελών της συζήτησης, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι δεν επιτεύχθηκε συμβιβασμός μεταξύ των αιτούντων και των πιστωτών τους.

Από την ανωμοτί εξέταση του πρώτου των αιτούντων, όλα τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα από τους διαδίκους, απ’ όσα οι ίδιοι ρητώς η εµµέσως συνοµολογούν, από τα διδάγµατα της κοινής πείρας που λαµβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη και από τη διαδικασία γενικότερα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος και η δεύτερη των αιτούντων, γεννημένοι αντίστοιχα το έτος 1970 και 1977, είναι σύζυγοι και γονείς ενός ανήλικου θήλεος τέκνου, ηλικίας σήμερα 3 ετών (βλ. το υπ’ αριθµ. 5044/23.4.2012 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήµου Χανίων). Ο πρώτος των αιτούντων είναι υπάλληλος με ειδικότητα φύλακα στον ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ … . Τα έτη 2008, 2009 και 2010 ο αιτών είχε ετήσιο εισόδημα από την εργασία του 28.926,01, 28.905,04 και 25.126,23 ευρώ αντίστοιχα (βλ. δηλωθέν εισόδημα του αιτούντος από μισθωτές υπηρεσίες, στα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος οικονομικών ετών 2009, 2010 και 2011). Η σταδιακή μείωση των αποδοχών του που ξεκίνησε το 2010 συνεχίστηκε και τα επόμενα έτη με αποτέλεσμα κατά τον μήνα Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους 2013 οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές του αιτούντος να ανέρχονται στο ποσό των 1.026,54 ευρώ (βλ. εκκαθαριστικό πληρωμής Ο. Φεβρουαρίου 2013). Η δεύτερη των αιτούντων εργάζεται επίσης στον Ο. ως υπάλληλος γραφείου. Τα έτη 2008, 2009 και 2010 η αιτούσα είχε ετήσιο εισόδημα από την εργασία της 22.055,93, 22.170,91 και 14.168,20 ευρώ αντίστοιχα (βλ. δηλωθέν εισόδημα της αιτούσας από μισθωτές υπηρεσίες, στα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος οικονομικών ετών 2009, 2010 και 2011). Η σταδιακή μείωση των αποδοχών της που ξεκίνησε το 2010 συνεχίστηκε και τα επόμενα έτη με αποτέλεσμα κατά τον μήνα Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους 2013 οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές της αιτούσας να ανέρχονται στο ποσό των 948,84 ευρώ (βλ. εκκαθαριστικό πληρωμής Ο. Φεβρουαρίου 2013). Από τα ως άνω εκτεθέντα συνάγεται τι σήμερα το μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα των αιτούντων διαμορφώνεται στο ποσό των 1.975,38 ευρώ (1.026,54 ευρώ ο μισθός του αιτούντος + 948,84 ευρώ ο μισθός της αιτούσας). Άλλη πηγή εισοδήματος δεν αποδείχτηκε ότι διαθέτουν οι αιτούντες. To ποσό που είναι αναγκαίο να δαπανάται μηνιαίως για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών (διατροφή, ένδυση, υπόδηση, λογαριασµοί, υπολογιζόµενοι µαζί µε τους νέους φόρους, ιατρική και φαρµακευτική περίθαλψη, κόστος μετακίνησης από και προς την εργασία κ.λπ., με δεδομένο το γεγονός της μη καταβολής ενοικίου) των αιτούντων και του ανήλικου τέκνου τους, εκτιμάται από το Δικαστήριο σε 1.300 ευρώ, λαμβανομένου υπόψη ότι ο οφειλέτης ο οποίος ζητά να υπαχθεί στις ευεργετικές γι’ αυτόν διατάξεις του νόμου, πρέπει από την πλευρά του να μειώσει στο ελάχιστο τις δαπάνες του μόνο στις απολύτως απαραίτητες, για το προβλεπόμενο από το νόμο χρονικό διάστημα των τεσσάρων ετών (βλ. ΕιρΧαν 259/2011, όπως εκτίθεται σε Α. Γαλανοπούλου-Μητροπούλου, Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά, Νομική αντιμετώπιση, σελ. 145 επ). Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης καθένας από τους αιτούντες είχε αναλάβει τα παρακάτω αναφερόμενα χρέη, τα οποία υπολογίζονται, όπως εισφέρονται με την κρινόμενη αίτηση (βάσει των αναλυτικών καταστάσεων οφειλών που απέστειλαν οι πιστώτριες τράπεζες στους αιτούντες, μετά το σχετικό αίτημα των τελευταίων), καθόσον δεν προσκομίστηκε από τις πιστώτριες κατάσταση με την ανάλυση του κεφαλαίου και των τόκων κατά το χρόνο επίδοσης της αίτησης σε αυτές (24.5.2012 στην δεύτερη μετέχουσα «……………………..» και 25.5.2012 στην τρίτη μετέχουσα «………………….») ως προς τις ανέγγυες πιστώσεις και κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης ως προς τις εμπραγμάτως εξασφαλισμένες πιστώσεις, σύμφωνα με το αρθ. 6 παρ. 3 Ν 3869/2010. Συγκεκριμένα: 1) Από την πρώτη μετέχουσα πιστώτρια «…………………..», έχουν χορηγηθεί και στους δύο αιτούντες δύο στεγαστικά δάνεια, το πρώτο με την υπ’ αριθμ. …………………σύμβαση, από το οποίο οφείλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, μαζί με τους τόκους και τα έξοδα, συνολικά 68.601,99 ευρώ και το δεύτερο με την υπ’ αριθμ. ………………….σύμβαση, από το οποίο οφείλουν, επίσης εις ολόκληρον ο καθένας, μαζί με τους τόκους και τα έξοδα, συνολικά 23.141,08 ευρώ, ήτοι η εις ολόκληρον οφειλή τους από τα δύο ως άνω δάνεια ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 91.743,07 ευρώ (βλ. την από 1.3.2012 αναλυτική βεβαίωση οφειλών της ως άνω Τράπεζας). Οι απαιτήσεις της πιστώτριας αυτής από τα παραπάνω στεγαστικά δάνεια είναι εξοπλισµένες µε εμπράγματη ασφάλεια και συγκεκριµένα µε προσηµείωση πρώτης τάξεως στην κύρια κατοικία της δεύτερης των αιτούντων, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 3159/6.12.2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων, η οποία έχει εγγραφεί στις 19.12.2005 στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Καστελλίου Κισάμου, στον τόμο 175 και Φύλλο ………. (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. …………. (3)/20.12.2005 πιστοποιητικό βαρών του Υποθηκοφυλακείου Καστελλίου Κισάμου). 2) Από την δεύτερη μετέχουσα πιστώτρια «…………………» έχει χορηγηθεί στην δεύτερη αιτούσα με την υπ’ αριθμ. 2264792 σύμβαση, καταναλωτικό δάνειο, από το οποίο οφείλει μαζί με τους τόκους και τα έξοδα, συνολικά 16.746,49 ευρώ (βλ. την από 29.2.2012 κατάσταση οφειλών της ως άνω πιστώτριας). 3) Από την τρίτη μετέχουσα πιστώτρια «……………….», με την προαναφερθείσα υπ’ αριθμ. ……………/27.7.2009 σύμβαση, κατά τον χρόνο κατάρτισης της οποίας η εν λόγω πιστώτρια έφερε την επωνυμία «…………………» (ΦΕΚ τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ 13675/25.11.2009) έχει χορηγηθεί στον πρώτο αιτούντα καταναλωτικό δάνειο, από το οποίο οφείλει μαζί με τους τόκους και τα έξοδα, συνολικά 11.002,05 ευρώ (βλ. την από 2.3.2012 αναλυτική κατάσταση οφειλών της ως άνω πιστώτριας). Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, το σύνολο των οφειλών του πρώτου αιτούντος ανέρχεται στο ποσό των 102.745,12 ευρώ (91.743,07 ευρώ τα οποία οφείλει ως συνοφειλέτης εις ολόκληρον με την δεύτερη αιτούσα στην πρώτη πιστώτρια + 11.002,05 τα οποία οφείλει ως οφειλέτης στην τρίτη πιστώτρια), ενώ το σύνολο των οφειλών της δεύτερης αιτούσας ανέρχεται στο ποσό των 108.489,56 ευρώ (91.743,07 ευρώ τα οποία οφείλει ως συνοφειλέτης εις ολόκληρον με τον πρώτο αιτούντα στην πρώτη πιστώτρια + 16.746,49 ευρώ τα οποία οφείλει ως οφειλέτης στην δεύτερη πιστώτρια).

Οι αιτούντες έχουν περιέλθει σε πραγματική μόνιμη αδυναμία να πληρώνουν τις ληξιπρόθεσμες αυτές χρηματικές οφειλές τους, η οποία οφείλεται στη μείωση των αποδοχών τους σε σχέση μ’ αυτές των προηγούμενων χρόνων, σε συνδυασμό με το ύψος των μηνιαίων δόσεων που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση των δανείων τους, που έχουν περιορίσει σε σημαντικό βαθμό το εισόδημά τους, με αποτέλεσμα να μην επαρκεί για την αντιμετώπιση των αναγκαίων δαπανών διαβίωσής τους. Η κρίση αυτή συνάγεται από την σχέση της ρευστότητάς τους προς τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις τους. Δηλαδή η σχέση αυτή είναι αρνητική υπό την έννοια ότι, μετά από την αφαίρεση των δαπανών για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών τους (κατά τα ανωτέρω οριζόμενα), η υπολειπόμενη ρευστότητά τους δεν τους επιτρέπει να ανταποκριθούν στον όγκο των οφειλών τους ή τουλάχιστον σε ουσιώδες μέρος τους.

Στον πρώτο αιτούντα ανήκει κατά ψιλή κυριότητα με παρακράτηση της επικαρπίας υπέρ της μητέρας του, ………………., ένα ισόγειο διαμέρισμα εμβαδού 77 τ.μ. επί πολυώροφης οικοδομής που βρίσκεται στη Δάφνη Αττικής, στη συμβολή των οδών …………………………….., δυνάμει του υπ’ αριθμ. 2985/16.10.1998 συμβολαίου γονικής παροχής ψιλής κυριότητας της Συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Κ.-Ρ. Επίσης στον αιτούντα ανήκει ένα μοτοποδήλατο μάρκας B.M.W., τύπου R1150GS, με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας 29/1/2002, η εμπορική αξία του οποίου εκτιμάται περίπου σε 800 ευρώ (βλ. άδεια κυκλοφορίας για το με αριθμό κυκλοφορίας ΙΒΧ 866 δίκυκλο). Το ως άνω ακίνητο το οποίο ανήκει στον αιτούντα μόνο κατά ψιλή κυριότητα καθώς και το μοτοποδήλατο δεν κρίνονται πρόσφορα προς εκποίηση γιατί δεν πρόκειται να προκαλέσουν αγοραστικό ενδιαφέρον (ειδικά όσον αφορά το διαμέρισμα θεωρείται βέβαιη η απροθυμία των αγοραστών προς απόκτηση μόνο της ψιλής κυριότητας) αλλά ούτε και να αποφέρουν κάποιο αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση των πιστωτών του αιτούντος, λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεως κ.λπ.), γι’ αυτό κρίνεται ότι δεν πρέπει να διαταχθεί η κατ’ άρθρο 9 παρ. 1 Ν 3869/2010 εκποίησή τους. Το αυτοκίνητο μάρκας FIAT 500 ABARTH, με αριθ. κυκλοφορίας ……………, όπως ήδη εκτέθηκε αναλυτικά ως άνω, δεν του ανήκει κατά κυριότητα και επομένως δεν μπορεί να εκποιηθεί (βλ. και προσκομιζόμενη άδεια κυκλοφορίας από την οποία προκύπτει παρακράτηση κυριότητας υπέρ της πωλήτριας).

Περαιτέρω, η δεύτερη των αιτούντων έχει στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητά της, την παρακάτω οριζόντια ιδιοκτησία επί μίας πολυώροφης οικοδομής που έχει κτιστεί σε οικόπεδο, επιφάνειας 624,25 τ.μ., κειμένου στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Κισσάμου, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης της κωμόπολης Καστελλίου Κισσάμου, στο Ο.Τ 252 με αρ. 01 και συνορεύοντος [...]. Το ακίνητο αυτό, που αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσας και της οικογενείας της, περιήλθε στην τελευταία κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα δυνάμει του υπ’ αριθμ. 17684/10.2.2000 συμβολαίου αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Χ.-Γ. Μ. σε συνδυασμό με το υπ’ αριθμ. 7591/7.10.2000 συμβόλαιο σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους της Συμβολαιογράφου Καστελλίου Κισσάμου Α. Κ., τα οποία έχουν νόμιμα μεταγραφεί στα αρμόδια βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καστελλίου Κισσάμου, με αριθμούς μεταγραφής … και … αντίστοιχα. Η εµπορική αξία του ως άνω διαμερίσματος εκτιμάται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στο ποσό των 85.000 ευρώ, λαµβανοµένων υπόψη της σύγχρονης κατασκευής του (έτος κατασκευής το 2007, βλ. εκκαθαριστικό σημείωμα ΕΤΑΚ 2009), της περιοχής στην οποία βρίσκεται, του εµβαδού του, της αντικειµενικής του αξίας η οποία ανέρχεται σε 74.582,10 ευρώ (βλ. ΕΤΑΚ 2009) και των πτωτικών τάσεων στην αγορά ακινήτων λόγω της δυσµενούς οικονοµικής συγκυρίας. Η εμπορική αξία του (85.000 ευρώ) δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολόγητου ποσού για έγγαμο με δύο τέκνα, όπως η αιτούσα, που ανέρχεται σε 300.000 ευρώ, προσαυξημένο κατά 50%, όπως απαιτεί ο νόμος για την εξαίρεσή της κύριας κατοικίας από την εκποίηση.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι συντρέχουν στο πρόσωπο των αιτούντων οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση του Ν 3869/2010 και ειδικότερα αυτή του άρθρου 8 παρ. 2 και για τους δύο αιτούντες και αυτή του άρθρου 9 παρ. 2 για την δεύτερη των αιτούντων. Έτσι, η ρύθμιση των χρεών των αιτούντων θα γίνει κατά πρώτο λόγο με μηνιαίες καταβολές απευθείας στους πιο πάνω πιστωτές, από τα εισοδήματά τους, για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών, αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα μετά την κοινοποίηση προς τους πιστωτές της απόφασης, από τις οποίες καταβολές οι πιστωτές θα ικανοποιηθούν συμμέτρως (άρθρο 8 παρ. 2 του Ν 3869/2010). To συνολικό προς διάθεση από τους αιτούντες προς τους πιστωτές τους ποσό, λαμβανομένων υπόψη των βιοτικών αναγκών των ιδίων και του ανήλικου τέκνου τους, ανέρχεται στο ποσό των 675,38 ευρώ το μήνα (1.975,38 ευρώ το μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα – 1.300 ευρώ το μηνιαίο κόστος διαβίωσης = 675,38 ευρώ), το οποίο θα πρέπει να επιμεριστεί σύμμετρα μεταξύ των αιτούντων, ανάλογα με το μηνιαίο ατομικό εισόδημα του καθενός, ως εξής: 350,97 ευρώ για τον πρώτο αιτούντα, σύμμετρα διανεμόμενο μεταξύ των πιστωτών του και 324,41 ευρώ για την δεύτερη αιτούσα, σύμμετρα διανεμόμενο μεταξύ των πιστωτών της.

To καταβλητέο από τον κάθε αιτούντα ποσό προς κάθε πιστωτή προκύπτει από το κλάσμα με αριθμητή το ποσό της καταβλητέας μηνιαίας δόσης που του αναλογεί πολλαπλασιαζόμενο με το ύψος της απαίτησης κάθε πιστωτή και παρονομαστή το ποσό του συνόλου των οφειλών του. Έτσι, όσον αφορά τον πρώτο των αιτούντων, σε κάθε μία από τις πιστώτριές του αναλογούν από το ποσόν των 350,97 ευρώ τα εξής ποσά: α) στην πρώτη «………………………..» ποσόν 313,38 ευρώ (91.743,07 το χρέος του προς την Τράπεζα αυτή x 350,97 ευρώ η δόση: 102.745,12 το σύνολο των χρεών του), εκ των οποίων αναλογούν 234,33 ευρώ στο πρώτο στεγαστικό δάνειο και 79,05 ευρώ στο δεύτερο στεγαστικό δάνειο. β) στην τρίτη «………………..» ποσόν 37,58 ευρώ (11.002,05 το χρέος του προς αυτήν Χ 350,97 η δόση: 102.745,12 το συνολικό χρέος του). Περαιτέρω όσον αφορά την δεύτερη των αιτούντων, σε κάθε μία από τις πιστώτριές της αναλογούν από το ποσόν των 324,41 ευρώ τα εξής ποσά: α) στην πρώτη «……………………» ποσόν 274,33 ευρώ (91.743,07 το χρέος της προς την Τράπεζα αυτή x 324,41 ευρώ η δόση: 108.489,56 το σύνολο των χρεών της), εκ των οποίων αναλογούν 205,13 ευρώ στο πρώτο στεγαστικό δάνειο και 69,20 ευρώ στο δεύτερο στεγαστικό δάνειο. β) στην δεύτερη «………………….» ποσόν 50,07 ευρώ (16.746,49 το χρέος της προς αυτήν Χ 324,41 η δόση: 108.489,56 το συνολικό χρέος της). Μετά την ολοκλήρωση των καταβολών αυτών στο τέλος της τετραετίας κάθε πιστώτρια θα έχει λάβει τα εξής ποσά: α) Η «…………………….»: i) από τον πρώτο των αιτούντων 15.042,24 ευρώ (313,38 ευρώ x 48 μήνες), εκ των οποίων αναλογούν 11.248,01 ευρώ στο πρώτο στεγαστικό δάνειο και 3.794,23 ευρώ στο δεύτερο στεγαστικό δάνειο και ii) από την δεύτερη των αιτούντων 13.167,84 ευρώ (274,33 ευρώ χ 48 μήνες), εκ των οποίων αναλογούν 9.846,41 ευρώ στο πρώτο στεγαστικό δάνειο και 3.321,43 ευρώ στο δεύτερο στεγαστικό δάνειο, ήτοι συνολικά και από τους δύο αιτούντες ως συνοφειλέτες ποσόν 28.210,08 ευρώ (15.042,24 + 13.167,84), με υπόλοιπο απαίτησής της 63.532,99 ευρώ (91.743,07 – 28.210,08). β) Η «…………………….» 2.403,36 ευρώ (50,07 χ 48 μήνες) με υπόλοιπο απαίτησής της 14.343,13 ευρώ (16.746,49 – 2.403,36). γ) Η «…………………….» ποσόν 1.803,84 ευρώ (37,58 χ 48 μήνες) με υπόλοιπο απαίτησής της 9.198,21 ευρώ (11.002,05 – 1.803,84).

Η παραπάνω πρώτη ρύθµιση θα συνδυαστεί µε την προβλεπόµενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 Ν 3869/2010, εφόσον µε τις καταβολές επί 4ετία της πρώτης ρύθµισης δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτών των αιτούντων και προβάλλεται αίτηµα εξαίρεσης της κατοικίας της δεύτερης των αιτούντων από την εκποίηση, µετά το οποίο είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο (βλ. σε Κρητικό, ό.π., έκδ. 2012, σελ. 215, αριθ. 21). Έτσι, θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για η διάσωση της κύριας κατοικίας της, για την οποία θα πρέπει να καταβάλει το 85% της εµπορικής αξίας της ως άνω κατοικίας, δηλαδή το ποσό των 72.250 ευρώ (85.000 χ 85%). Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Θα ξεκινήσει τέσσερα (4) χρόνια µετά τη δηµοσίευση της παρούσας απόφασης, επειδή κρίνεται ότι πρέπει να παρασχεθεί στην αιτούσα η ως άνω περίοδος χάριτος, ο δε χρόνος εξόφλησής του πρέπει να οριστεί σε 20 χρόνια (240 µηνιαίες δόσεις), λαµβανοµένων υπόψη της διάρκειας των δανειακών συμβάσεων, του συνόλου των χρεών της αιτούσας, της οικονοµικής της δυνατότητας και της ηλικίας της. Η µηνιαία, εποµένως, δόση που θα καταβάλλει η αιτούσα σ’ αυτό το στάδιο της ρύθµισης, θα ανέρχεται στο ποσό των 301,04 ευρώ.

Από το σκέλος αυτό της ρύθμισης θα ικανοποιηθούν προνοµιακά οι απαιτήσεις της πρώτης πιστώτριας «…………………», οι οποίες είναι εµπραγµάτως ασφαλισµένες και συγκεκριμένα με προσημείωση πρώτης τάξεως στην κύρια κατοικία της αιτούσας. Οι απαιτήσεις αυτές, μετά το πέρας της προηγούμενης ρύθµισης, δηλαδή μετά τις καταβολές επί τετραετία, θα έχουν διαµορφωθεί, όπως προαναφέρθηκε, στο ποσό των 63.532,99 ευρώ, οπότε η προνομιακή ικανοποίηση της πιστώτριας αυτής θα είναι ολοσχερής. Από τη στιγμή δε που η προνομιακή ικανοποίηση της πρώτης μετέχουσας πιστώτριας δεν εξαντλεί το ποσό των 72.250 ευρώ (85% της εμπορικής αξίας της κύριας κατοικίας της αιτούσας), από το εναπομένον ποσό των 8.717,01 ευρώ (72.250 – 63.532,99) θα ακολουθήσει η ικανοποίηση της σε βάρος της αιτούσας ανέγγυας απαίτησης της δεύτερης μετέχουσας πιστώτριας «………………» Η απαίτηση αυτή από καταναλωτικό δάνειο που χορηγήθηκε στην αιτούσα, μετά το πέρας της προηγούμενης ρύθµισης, δηλαδή μετά τις καταβολές επί τετραετία, θα έχει διαµορφωθεί, όπως προαναφέρθηκε, στο ποσό των 14.343,13 ευρώ και ως εκ τούτου η ικανοποίηση της πιστώτριας αυτής θα είναι μόνο μερική μέχρις εξαντλήσεως του ποσού των 8.717,01 ευρώ που όπως προαναφέρθηκε απομένει μετά την προνομιακή ικανοποίηση της πρώτης μετέχουσας πιστώτριας. Ως προς το υπόλοιπο δε ποσό των 5.626,12 ευρώ (14.343,13 – 8.717,01) η αιτούσα απαλλάσσεται. Έτσι, οι πρώτες 211 μηνιαίες δόσεις ποσού 301,04 ευρώ κάθε μία (εκ των οποίων αναλογούν 225,10 ευρώ στο πρώτο στεγαστικό δάνειο και 75,94 ευρώ στο δεύτερο στεγαστικό δάνειο) και μέρος της 212ης ποσού 13,55 ευρώ (εκ των οποίων αναλογούν 10,13 ευρώ στο πρώτο στεγαστικό δάνειο και 3,42 ευρώ στο δεύτερο στεγαστικό δάνειο) θα διατεθούν για την ολοσχερή ικανοποίηση των απαιτήσεων της 1ης μετέχουσας από τις συμβάσεις στεγαστικών δανείων. Μέρος της 212ης δόσης ποσού 287,49 ευρώ και οι επόμενες 28 μηνιαίες δόσεις ποσού 301,04 ευρώ κάθε μία θα διατεθούν για την ικανοποίηση μέρους της απαίτησης της 2ης μετέχουσας πιστώτριας από την σύμβαση καταναλωτικού δανείου, που έχει συνάψει με την αιτούσα.

Συνεπώς, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, η κρινόμενη αίτηση θα πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να ρυθμιστούν τα χρέη των αιτούντων με σκοπό τη μερική απαλλαγή τους με την τήρηση των όρων της ρύθμισης, εξαιρουμένης της εκποίησης της κύριας κατοικίας της δεύτερης αιτούσας, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 του Ν 3869/2010. [...]

Παρατηρήσεις

Η σχολιαζόμενη απόφαση αντιμετωπίζει το ζήτημα της τύχης αυτοκινήτου αγορασθέντος με το σύστημα της χρηματοδοτούμενης πώλησης, του οποίου η κυριότητα έχει παρακρατηθεί από τον πωλητή, και μόνο η κατοχή του έχει παραχωρηθεί στον αγοραστή – οφειλέτη, στο πλαίσιο της διαδικασίας ρύθμισης των οφειλών του βάσει των διατάξεων του Ν 3869/2010. Πρόκειται για μία περίπτωση εξέτασης της τύχης οικονομικά συνδεδεμένων συμβάσεων, οι οποίες απαντώνται όλο και συχνότερα στο πλαίσιο της σύγχρονης οικονομικής ζωής, στο πλαίσιο της διαδικασίας του Ν 3869/2010.

Η απόφαση κάνει δεκτό, ορθά, ότι το αυτοκίνητο δεν δύναται να αποτελέσει αντικείμενο ρευστοποίησης, στο πλαίσιο του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν 3869/2010, δεδομένου ότι η κυριότητά του ανήκει στον πωλητή, και όχι στον αγοραστή – οφειλέτη. Πλην όμως, ακολουθώντας μια αυστηρότατη γραμματική ερμηνεία, δεν παρέχει περιθώριο προστασίας στον αγοραστή – οφειλέτη, ώστε ρυθμιζομένων των χρεών του, να διατηρήσει την κατοχή του αυτοκινήτου, και μελλοντικά να αποκτήσει την κυριότητά του. Και αυτό γιατί γίνεται δεκτό ότι «…(π)αράλληλα με την απόσβεση των υποχρεώσεων από τη σύμβαση δεν οφείλεται το υπόλοιπο του τιμήματος και συνεπώς δεν αποτελεί παθητικό της περιουσίας του οφειλέτη και δεν μπορεί να ενταχθεί ως χρέος του στη ρύθμιση. Εφόσον όμως δεν ασκηθεί υπαναχώρηση από τον πωλητή ή η ασκηθείσα δεν επέφερε έννομες συνέπειες επειδή δεν συνέτρεχε υπερημερία του αγοραστή, ο πωλητής θα ενταχθεί στη ρύθμιση για την απαίτησή του από το τίμημα της πώλησης, υποχρεούμενος να δεχθεί την εκπλήρωση της παροχής του αγοραστή, όπως θα διαμορφωθεί με τη δικαστική παρέμβαση ως προς το ύψος και τον τρόπο καταβολής της…».[...]

Ευάγγελος Ι. Μαργαρίτης,
Δικηγόρος, Υπότροφος Ωνασείου Ιδρύματος ΜΔΣ Αστικού Δικαίου Νομικής Αθηνών

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ σχολιάστε κόσμια