Συγκεκριμένα, στην απόφαση αφού επαναλαμβάνεται ότι το Σύνταγμα καθιερώνει την αρχή της διακρίσεως των τριών εξουσιών και εξασφαλίζει την ανεξαρτησία των δικαστών, κ.λπ., αναφέρει ότι οι αποδοχές των τριών αυτών εξουσιών πρέπει να είναι στο ίδιο ύψος και να έχουν την ίδια φορολογική μεταχείριση, ανεξάρτητα εάν αυτή είναι ιδιαίτερη.
Όπως επισημαίνεται στην απόφαση, οι συνεχείς μειώσεις των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών που έγιναν και η υποχρέωση αναδρομικής επιστροφής αποδοχών τους που νόμιμα είχαν εισπράξει, αντιβαίνει στα άρθρα 26, 87 και 88 του Συντάγματος.
Στο άρθρο 26 του Συντάγματος καθιερώνεται ευθέως η αρχή της διακρίσεως των τριών λειτουργιών, οι οποίες θεωρούνται ισοδύναμες και ισότιμες ενώ ειδικά για τη δικαστική λειτουργία καθιερώνεται, η ανεξαρτησία της, η οποία αποτελεί ταυτοχρόνως και το κύριο στοιχείο που την καθιστά ισότιμη και ισοδύναμη προς τις άλλες δύο λειτουργίες.
Επίσης στο άρθρο 87 παρ. 2 αναγνωρίζεται «ευθέως και ρητώς η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών που συγκροτούν τα δικαστήρια και ταυτίζει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης προς την ανεξαρτησία των δικαστών».
Σύμφωνα με την απόφαση του Μισθοδικείου οι αποδοχές των δικαστών πρέπει όχι μόνον να είναι τουλάχιστον ίσες προς τις αποδοχές των αντιστοίχων προς τους δικαστικούς λειτουργούς οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών, αλλά «και επαρκείς να εξασφαλίσουν αφ’ ενός μεν την αξιοπρεπή διαβίωση των δικαστικών λειτουργών, δηλαδή την διαβίωσή τους κατά τρόπο συνάδοντα προς το κύρος του λειτουργήματος που ασκούν και της αποστολής τους ως οργάνων της τρίτης πολιτειακής εξουσίας λαμβανομένου υπ’ όψη ότι από το άρθρο 89 παράγραφος 1 του Συντάγματος επιβάλλεται η αποκλειστική απασχόλησή τους με την απονομή του δικαίου και αφ’ ετέρου την απερίσπαστη εκ μέρους των δικαστικών λειτουργών άσκηση των καθηκόντων τους».
Συνεπώς, προσθέτει το Μισθοδικείο, οι υπουργικές αποφάσεις που προβλέπουν την αναδρομική μείωση των αποδοχών των δικαστών είναι μη νόμιμες, καθώς η έκδοσή τους στηρίζεται σε αντισυνταγματικούς νόμους.
Με άλλη, δεύτερη απόφαση του Μισθοδικείου κρίθηκε ότι οι δικαστές δικαιούνται, όπως και οι βουλευτές, 25% φοροαπαλλαγή επί των ακαθαρίστων αποδοχών τους ενώ η πρόβλεψη του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος της Ε΄ αναθεωρητικής Βουλής με την οποία απαλλάσσεται από φόρο το 25% των ακαθαρίστων βουλευτικών αποδοχών, ισχύει και για τους δικαστικούς λειτουργούς.
Κατόπιν αυτών, το Μισθοδικείο έκρινε ότι μη νόμιμα προϊστάμενος επαρχιακής Δ.Ο.Υ. απέρριψε το αίτημα δικαστικής λειτουργού που ζητούσε να αφαιρεθεί από το συνολικό ετήσιο ακαθάριστο ποσό των αποδοχών της ποσό ίσο με το 25%.
Σημειώνεται ότι στο Μισθοδικείο έχουν προσφύγει Δικαστικές Ενώσεις, Δικαστικοί Λειτουργοί, Εισαγγελείς και μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ σχολιάστε κόσμια