Tί προβλέπει το Σύνταγμα και η ΕΣΔΑ: Το Σύνταγμα προβλέπει ρητά το άσυλο της κατοικίας και απαγορεύει επίσης ρητά την κατ’ οίκον έρευνα χωρίς παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας. Ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 1 Σ: «Η κατοικία του καθενός είναι άσυλο. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του κάθε ατόµου είναι απαραβίαστη. Καµία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά µόνο όταν και όπως ορίζει ο νόµος και πάντοτε µε την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας». Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 3 Σ: «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών µέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α». Κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) άρθρο 253: «Αν διεξάγεται ανάκριση για κακούργηµα ή πληµµέληµα, έρευνα διενεργείται όταν µπορεί βάσιµα να υποτεθεί ότι η βεβαίωση του εγκλήµατος, η αποκάλυψη ή η σύλληψη των δραστών ή τέλος η βεβαίωση ή η αποκατάσταση της ζηµίας που προκλήθηκε είναι δυνατό να πραγµατοποιηθεί ή να διευκολυνθεί µόνο µε αυτήν».
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) άρθρο 8: 1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. 2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιω- μάτων και ελευθεριών άλλων.
Η έννοια της κατοικίας- Περιλαμβάνεται και η επαγγελματική στέγη: Προέκταση και συμπλήρωμα των διατάξεων του Συντάγματος που εγγυώνται την προσωπική ασφάλεια και γενικότερα την προσωπική ελευθερία, ιδίως σαν ελευθερία διαμονής, είναι το απαραβίαστο του ασύλου της κατοικίας, που εμφανίζεται σαν προστατευτικό βασικά της "ιδιωτικής ζωής" (βλ. Α. Μάνεση, Ατομικές ελευθερίες, τ. α`, σελ. 222 επ.). Στην πιο πάνω συνταγματική διάταξη ο όρος "κατοικία"εκλαμβάνεται σαν πραγματική κατάσταση κι όχι με τη νομική της σημασία, δηλαδή όχι σαν τόπος "ένθα τις κυρίως και μονίμως εγκατέστη", κατά το άρθρο 51 ΑΚ. Το Σύνταγμα προστατεύει τον <<οίκο>> (domus) και όχι την κατά νομική κυριολεξία κατοικία" (domicilium). Κατοικία θεωρείται κάθε χώρος που χρησιμοποιείται για διαβίωση-μόνιμη ή προσωρινή - ή απλώς παραμονή ή για εργασία, και που δεν είναι προσιτός σε όλους. Δεν είναι απαραίτητο ο χώρος αυτός να είναι οικοδομημένος, περιτειχισμένος ή στεγασμένος, αρκεί να είναι περιφραγμένος, ώστε να μη μπορούν άλλοι να μπουν ελεύθερα σ` αυτόν. Κριτήριο λοιπόν για το αν πρόκειται για "κατοικία" που προστατεύεται ως "άσυλο" αποτελεί 1) αν ο συγκεκριμένος χώρος είναι "περίκλειστος" και 2) αν η είσοδος δεν είναι ελεύθερη, δηλαδή αν δεν είναι δυνατή χωρίς τη θεληματική συγκατάθεση του εν γένει "διαμένοντος" (βλ. Μάνεση, σελ. 223) . Η προαναφερθείσα συνταγματική απαγόρευση είναι σχετική, αφού η παραβίαση επιτρέπεται όταν και όπως ο νόμος προβλέπει, ειδικά δε το Σύνταγμα περιορίζεται να προβλέψει την "κατ` οίκον έρευνα", κύρια για ανακριτικούς σκοπούς, πράγμα που σημαίνει ότι ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να απαλείψει τους περιορισμούς που θέτει το Σύνταγμα για την ατ` οίκον έρευνα (παρουσία δικαστή).
Ως κατοικία νοούνται, εκτός από τα οικήµατα, τα διαµερίσµατα ή τα δωµάτια, και οι επαγγελµατικοί χώροι (λ.χ. γραφεία, ιατρεία, καταστήµατα, εργαστήρια), εφόσον δεν είναι προσιτά στον καθένα, µε την έννοια ότι είναι κλειστά για το κοινό (βλ. ΣτΕ, Πρακτ. Επεξεργ. 1381/1981, ΤοΣ 1981,740 επ. και, από τη θεωρία, Α. Μάνεση, Συνταγµατικά δικαιώµατα, Α΄, Ατοµικές ελευθερίες, 1982, σελ. 223 επ., Π. Δαγτόγλου, Ατοµικά Δικαιώµατα, Α΄, 1991, σελ. 333, Π. Παραρά, Σύνταγµα 1975, Corpus I, 1982, σελ. 176 επ., Κ. Χρυσογόνο, Ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα, 2η έκδ. 2002, σελ. 231).
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωµάτων του Ανθρώπου έχει δεχθεί, στην απόφασή του της 16ης Δεκεµβρίου 1992 (υπόθεση Niemietz), ότι χώροι όπου διεξάγονται επαγγελµατικές και επιχειρηµατικές δραστηριότητες (στη συγκεκριµένη περίπτωση επρόκειτο για δικηγορικό γραφείο) περιλαµβάνονται στην έννοια της «κατοικίας» κατ' άρθρο 8 παρ. 1 ΕΣΔΑ, επειδή η ratio της διάταξης αυτής είναι γενικά η προστασία του ατόµου απέναντι σε αυθαίρετες επεµβάσεις των δηµόσιων αρχών (Α 251-Β, σελ. 34). Συνεπώς η διεξαγωγή των ερευνών που προαναφέρθηκαν συνιστά επέµβαση των δηµόσιων αρχών στο δικαίωµα του άρθρου 8 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Δεδοµένου εξάλλου ότι, όπως εκτέθηκε, ο νόµος, δηλαδή στην προκείµενη περίπτωση το άρθρο 253 ΚΠΔ, δεν προβλέπει έρευνα σε κατοικία (έστω και σε επαγγελµατική κατοικία) στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης, οι ανωτέρω έρευνες ήταν πρόδηλα ανεπίτρεπτες κατά την έννοια του άρθρου 8 παρ. 2 ΕΣΔΑ.
Συμπεράσματα: α) Το άσυλο της κατοικίας, ως συνταγµατικά αναγνωρισµένο θεµελιώδες δικαίωµα, συνιστά επιµέρους έκφραση της προσωπικής ελευθερίας και έγκειται στο ότι σε κανένα κρατικό όργανο δεν επιτρέπεται να εισέλθει στην εν γένει «κατοικία» χωρίς τη συγκατάθεση του «ενοίκου», παρά µόνον «όταν και όπως ο νόµος ορίζει». Ο νόµος που ορίζει την κατ' οίκον έρευνα για ανακριτικούς σκοπούς είναι ο ΚΠΔ και συγκεκριµένα η διάταξη του άρθρου 253, όπου απερίφραστα επεξηγείται ότι έρευνα επιτρέπεται µόνο εφόσον έχει αρχίσει ανάκριση, ήτοι κύρια ανάκριση ή προανάκριση. Ως εκ τούτου, έρευνα σε κατοικία στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης δεν προβλέπεται και αν τυχόν διεξαχθεί θα πρόκειται για ουσιαστικά παράνοµη (βλ. άρθρα 239, 241 ΠΚ, 253 επ. ΚΠΔ, 914, 932 ΑΚ) και δικονοµικά άκυρη ανακριτική πράξη.
β) Στις περιπτώσεις παραβίασης του οικιακού ασύλου από κρατικά όργανα, δικονοµικά άκυρες είναι και όλες οι ανακριτικές πράξεις κατάσχεσης. Η απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποίησης των ευρηµάτων εδώ δεν αποτελεί προϊόν µιας στάθµισης της απαξίας που έχουν η αναφερθείσα παρανοµία από τη µία µεριά και η βέβαιη ή δυνατή τρώση της ποινικής λειτουργίας από την άλλη. Η απαξία της πρώτης είναι εδώ a priori υπέρτερη, καθώς το άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγµατος, µετά τη συνταγµατική αναθεώρηση του Απριλίου του 2001, ορίζει ότι «απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών µέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση των άρθρων 9 και 9Α». Πρόκειται για απόλυτη συνταγµατική απαγόρευση, η οποία ουδέποτε κάµπτεται απέναντι και στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας[1]. [LegalNews24.gr]
http://legalnews24.blogspot.gr/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ σχολιάστε κόσμια