Τριμελές Εφετείο Αθηνών 636/2017 -Πρόεδρος: Ι. Πόγκα, Πρόεδρος Εφετών Εισηγήτρια: Μ. Παπαδημητρίου, Εφέτης Δικηγόροι: Γ. Γουλιέλμος, Κ. Μεταξόπουλος, Π. Τζιούμας, Α. Κουτήφαρη. Σύμβαση Δικαιόχρησης (FRANCHISING). Έννοια. Είναι η σχέση διαρκούς συνεργασίας και περιέχει τα στοιχεία περισσοτέρων συμβάσεων. Λύση σύμβασης franchising ορισμένου χρόνου με καταγγελία. Σπουδαίοι οι λόγοι, υπαίτιοι και ανυπαίτιοι. Αλληλόχρεος λογαριασμός. Για την ύπαρξή του απαιτείται να υπάρχει δυνατότητα να προκύψουν εκατέρωθεν απαιτήσεις και οφειλές. Όταν ο ένας συμβαλλόμενος είναι πάντοτε οφειλέτης, δικαιούμενος να εξοφλεί το χρέος με τμηματικές καταβολές, πρόκειται για απλό δοσοληπτικό λογαριασμό. Ηλεκτρονικό έγγραφο. Έννοια. Εξομοίωσή του με τα ιδιωτικά έγγραφα. Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Ο ειδικός κωδικός κάθε χρήστη του διαδικτύου αποτελεί την ηλεκτρονική του διεύθυνση. Η απεικόνιση της διεύθυνσης του αποστολέα στο μήνυμα τον καθιστά απολύτως συγκεκριμένο, συνιστά απόδειξη της ταυτότητάς του ως εκδότη και έχει το χαρακτήρα της ιδιόχειρης υπογραφής του. Διατάξεις: άρθρα 361, 669 ΕμπΝ, 874 ΑΚ [...] ΙΙ. Σύμβαση δικαιόχρησης (franchising), νοείται η σύμβαση διαρκούς εργασίας μεταξύ δύο ανεξάρτητων επιχειρήσεων που από άποψη οικονομικής λειτουργίας συνιστά μία μέθοδο προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών (marketing), βάσει της οποίας η μία επιχείρηση (δικαιοπάροχος ή δότης-franchisor) παραχωρεί στην άλλη (δικαιοδόχο ή λήπτρια-franchisee), για ορισμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα, έναντι άμεσου ή έμμεσου οικονομικού ανταλλάγματος, το δικαίωμα εκμετάλλευσης του λεγάμενου «συνόλου» ή «πακέτου»...
Σχολιασμός Απόφασης- Γράφει η Δήμητρα Πηλαβάκη, Δικηγόρος
Σύμφωνα με άρθρο 25 παρ 2 του Κανονισμού 910/2014 σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά, μόνο η εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή έχει νομική ισχύ ισοδύναμη με την ιδιόχειρη υπογραφή. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 12 του ίδιου Κανονισμού ως εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή νοείται η προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή που δημιουργείται από εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής και η οποία βασίζεται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής. Από τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα ότι το ηλεκτρονικό έγγραφο που φέρει την ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα του, δεν πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 3 σχετικά με την εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή. Έτσι, είναι αδύνατη η πλήρη εξομοίωση του με το ιδιωτικό έγγραφο που φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη του( 443 ΚΠολΔ).
Επιπρόσθετα, η ηλεκτρονική διεύθυνση δεν ανταποκρίνεται στη γνησιότητα ως προς τον τύπο και το περιεχόμενο του εγγράφου, έτσι ώστε να είναι δυνατή η εξομοίωση της με εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή (Άρθρο 3&1Κ.910/2014) και συνακόλουθα με ιδιόχειρη. Η αλλοίωση του περιεχομένου του εγγράφου μπορεί να πραγματοποιηθεί και μετά το χρονικό σημείο, από το οποίο οι δηλώσεις επιφέρουν αποτελέσματα. Παρόλο που το σύστημα λειτουργίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών επιτρέπει την καταγραφή με ακρίβεια της ημερομηνίας και της ώρας της αποθηκεύσεως του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στα απεσταλμένα μηνύματα, δεν αποτελεί μια αξιόπιστη πηγή πληροφορίας ως προς το χρόνο επελεύσεως των αλλαγών στο κείμενο. Με συγκεκριμένους τεχνικούς χειρισμούς μπορεί να γίνει αλλαγή στις ενδείξεις του χρονομέτρου από τον ίδιο τον αποστολέα ή και από τον λήπτη, έτσι ώστε να μην ανταποκρίνονται στις αληθινές κατά το χρόνο αποστολής, παραλαβής και αποθηκεύσεως του μηνύματος.
Συμπεραίνοντας, δεν μπορεί να πιστοποιηθεί η αυθεντικότητα του κειμένου, όταν η αλλοίωση του περιεχομένου του μηνύματος επιχειρηθεί από τα ίδια τα συμβαλλόμενα μέρη, άσχετα από την απεικόνιση της ηλεκτρονικής διευθύνσεως στο σώμα του μηνύματος. Μόνο σε περίπτωση που επιχειρηθεί η αλλοίωση από τρίτο πρόσωπο, μπορεί να γίνει αντιληπτή[1].
Αντίθετα, το δικαστήριο με την απόφαση 636/2017 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών εμμένει να υιοθέτει μια τελείως διαφορετική άποψη[2]. Ειδικότερα, επισημαίνει ότι ο ειδικός κωδικός κάθε χρήστη του διαδικτύου αποτελεί την ηλεκτρονική του διεύθυνση. Συνακόλουθα, η απεικόνιση της διεύθυνσης του αποστολέα στο μήνυμα τον καθιστά απολύτως συγκεκριμένο, συνιστά επαρκή απόδειξη της ταυτότητάς του ως εκδότη και έχει το χαρακτήρα της ιδιόχειρης υπογραφής του έστω και αν δεν έχει την παραδοσιακή μορφή της τελευταίας (443, 444&2, 445, 448&3 ΚΠολΔ).
Εντούτοις, κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί καθώς ο γραφικός χαρακτήρας του εκδότη ενός ιδιωτικού άγραφου επιτρέπει την άμεση έκδοση ασφαλών συμπερασμάτων ως προς την αυθεντικότητα του κειμένου η ιδιαιτερότητα της γραφής των φυσικών προσώπων συνδέει το χειρόγραφο κείμενο με ορισμένο άτομο. Έτσι, ο κίνδυνος πλαστότητας ενός τέτοιου εγγράφου μειώνεται στο ελάχιστο. Από την άλλη πλευρά, ο έλεγχος της γνησιότητας του ηλεκτρονικού εγγράφου που φέρει απλή ηλεκτρονική υπογραφή (ηλεκτρονική διεύθυνση) καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολος εφόσον δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία όπως στην περίπτωση του ιδιοχείρως υπογεγραμμένου εγγράφου.
Συμπερασματικά, τα παραπάνω ηλεκτρονικά έγγραφα (μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου) μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο των συμβάσεων στις οποίες δεν είναι απαραίτητος ο έγγραφος τύπος (Αρθρ.160 Α.Κ).
[1] Μανιώτης Δ. 1998. Η ψηφιακή υπογραφή ως μέσο διαπιστώσεως της γνησιότητας των εγγράφων στο αστικό δικονομικό δίκαιο. Αθήνα-Κομοτηνή. Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα. Σελ.105 επ. [2] Βλ. Μ.Πρ Αθ. 6304/2004, Ειρ.Αθ. 8444/2011
Σχολιασμός Απόφασης- Γράφει η Δήμητρα Πηλαβάκη, Δικηγόρος
Σύμφωνα με άρθρο 25 παρ 2 του Κανονισμού 910/2014 σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά, μόνο η εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή έχει νομική ισχύ ισοδύναμη με την ιδιόχειρη υπογραφή. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 12 του ίδιου Κανονισμού ως εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή νοείται η προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή που δημιουργείται από εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής και η οποία βασίζεται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής. Από τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα ότι το ηλεκτρονικό έγγραφο που φέρει την ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα του, δεν πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 3 σχετικά με την εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή. Έτσι, είναι αδύνατη η πλήρη εξομοίωση του με το ιδιωτικό έγγραφο που φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη του( 443 ΚΠολΔ).
Επιπρόσθετα, η ηλεκτρονική διεύθυνση δεν ανταποκρίνεται στη γνησιότητα ως προς τον τύπο και το περιεχόμενο του εγγράφου, έτσι ώστε να είναι δυνατή η εξομοίωση της με εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή (Άρθρο 3&1Κ.910/2014) και συνακόλουθα με ιδιόχειρη. Η αλλοίωση του περιεχομένου του εγγράφου μπορεί να πραγματοποιηθεί και μετά το χρονικό σημείο, από το οποίο οι δηλώσεις επιφέρουν αποτελέσματα. Παρόλο που το σύστημα λειτουργίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών επιτρέπει την καταγραφή με ακρίβεια της ημερομηνίας και της ώρας της αποθηκεύσεως του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στα απεσταλμένα μηνύματα, δεν αποτελεί μια αξιόπιστη πηγή πληροφορίας ως προς το χρόνο επελεύσεως των αλλαγών στο κείμενο. Με συγκεκριμένους τεχνικούς χειρισμούς μπορεί να γίνει αλλαγή στις ενδείξεις του χρονομέτρου από τον ίδιο τον αποστολέα ή και από τον λήπτη, έτσι ώστε να μην ανταποκρίνονται στις αληθινές κατά το χρόνο αποστολής, παραλαβής και αποθηκεύσεως του μηνύματος.
Συμπεραίνοντας, δεν μπορεί να πιστοποιηθεί η αυθεντικότητα του κειμένου, όταν η αλλοίωση του περιεχομένου του μηνύματος επιχειρηθεί από τα ίδια τα συμβαλλόμενα μέρη, άσχετα από την απεικόνιση της ηλεκτρονικής διευθύνσεως στο σώμα του μηνύματος. Μόνο σε περίπτωση που επιχειρηθεί η αλλοίωση από τρίτο πρόσωπο, μπορεί να γίνει αντιληπτή[1].
Αντίθετα, το δικαστήριο με την απόφαση 636/2017 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών εμμένει να υιοθέτει μια τελείως διαφορετική άποψη[2]. Ειδικότερα, επισημαίνει ότι ο ειδικός κωδικός κάθε χρήστη του διαδικτύου αποτελεί την ηλεκτρονική του διεύθυνση. Συνακόλουθα, η απεικόνιση της διεύθυνσης του αποστολέα στο μήνυμα τον καθιστά απολύτως συγκεκριμένο, συνιστά επαρκή απόδειξη της ταυτότητάς του ως εκδότη και έχει το χαρακτήρα της ιδιόχειρης υπογραφής του έστω και αν δεν έχει την παραδοσιακή μορφή της τελευταίας (443, 444&2, 445, 448&3 ΚΠολΔ).
Εντούτοις, κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί καθώς ο γραφικός χαρακτήρας του εκδότη ενός ιδιωτικού άγραφου επιτρέπει την άμεση έκδοση ασφαλών συμπερασμάτων ως προς την αυθεντικότητα του κειμένου η ιδιαιτερότητα της γραφής των φυσικών προσώπων συνδέει το χειρόγραφο κείμενο με ορισμένο άτομο. Έτσι, ο κίνδυνος πλαστότητας ενός τέτοιου εγγράφου μειώνεται στο ελάχιστο. Από την άλλη πλευρά, ο έλεγχος της γνησιότητας του ηλεκτρονικού εγγράφου που φέρει απλή ηλεκτρονική υπογραφή (ηλεκτρονική διεύθυνση) καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολος εφόσον δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία όπως στην περίπτωση του ιδιοχείρως υπογεγραμμένου εγγράφου.
Συμπερασματικά, τα παραπάνω ηλεκτρονικά έγγραφα (μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου) μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο των συμβάσεων στις οποίες δεν είναι απαραίτητος ο έγγραφος τύπος (Αρθρ.160 Α.Κ).
[1] Μανιώτης Δ. 1998. Η ψηφιακή υπογραφή ως μέσο διαπιστώσεως της γνησιότητας των εγγράφων στο αστικό δικονομικό δίκαιο. Αθήνα-Κομοτηνή. Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα. Σελ.105 επ. [2] Βλ. Μ.Πρ Αθ. 6304/2004, Ειρ.Αθ. 8444/2011
ΠΗΓΉ: http://www.legalnews24.gr
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ σχολιάστε κόσμια