Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Η ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ ΑΥΞΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΒΟΛΩΝ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ


 του Γιώργου Καζολέα

Δικηγόρου LL.M

Τα Νομικά Νέα φιλοξενούν σήμερα τον αγαπητό Γιώργο Καζολέα των legalnews24 και ευελπιστούν να συνεργασθούν με τη νομική πρωτοπορία που εκφράζει τόσο δημιουργικά διαβάζοντας πάντως συστηματικά το blog του και αντλώντας ιδέες και εμπνευση από αυτό

Αντικείμενο προβληματισμού αποτελεί η συνεχιζόμενη αύξηση των παραβόλων της δίκης το τελευταίο διάστημα και στις τρείς βαθμίδες δικαιοσύνης, πολιτική, ποινική και διοικητική, με αποτέλεσμα να τίθεται πλέον εν αμφιβόλω, μέσα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, η πραγματική δυνατότητα του πολίτη προσφυγής στο θεσμό της έννομης προστασίας. Στην πολύ σημαντική πρόσφατη απόφαση του, το Μον.Πρωτοδικείο Αθηνών (669/2013) έκρινε αντισυνταγματική την αύξηση του δικαστικού ενσήμου από 4 σε 8 τοις χιλίοις με το ν.4093/2012, επικαλούμενο ότι «η υπό τις σημερινές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες αύξηση (και συγκεκριμένα ο υπερδιπλασιασμός) του ποσού του δικαστικού ενσήμου, συνιστά μέτρο προδήλως αντισυνταγματικό και ανίσχυρο, αφού παραβιάζονται τα άρθρα 20 παρ. 1 Συντ. και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. (…) Και τούτο διότι η Δικαιοσύνη αποτελεί δημόσια λειτουργία, συνταγματικά κατοχυρωμένη και χρηματοδοτούμενη από το Δημόσιο και δεν λειτουργεί με βάση την αρχή της ανταποδοτικότητας».
Από την πλευρά της πολιτείας, χρησιμοποιείται κάθε φορά που αποφασίζει αύξηση των δικαστικών τελών, ευρύτατα το επιχείρημα της αποτροπής των πολιτών από την προπετή άσκηση αγωγών, μηνύσεων κλπ. Στην χαρακτηριστική μάλιστα περίπτωση των ασφαλιστικών μέτρων του νόμου 3886/2010, όπου επιχειρήθηκε πρόσφατα η αναπροσαρμογή του καταβλητέου παραβόλου από 100 ευρώ σε 1% επί της προϋπολογισθείσας δαπάνης του επίδικου δημόσιου διαγωνισμού, το επιχείρημα ήταν ότι η αύξηση του παραβόλου αναμένεται να λειτουργήσει αποτρεπτικά για την άσκηση αβάσιμων ασφαλιστικών μέτρων. Το παράλογο αυτό επινόημα που σπεύδει να προδιαγράψει όλες τις μέλλουσες να ασκηθούν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ως αβάσιμες ή αντιστοίχως όλες τις αγωγές προπετώς ασκηθείσες, δεν αντέχει σε περισσότερη κριτική.
Πολύ ορθά η απόφαση του Μον.Πρωτοδικείου αναφέρει ότι «η αποτροπή άσκησης αβάσιμων αγωγών συνδέεται και με την οικονομική κατάσταση του ενάγοντος, με αποτέλεσμα όσοι έχουν την σχετική δυνατότητα να μπορούν και μετά την αύξηση του δικαστικού ενσήμου να συνεχίσουν να ασκούν αβάσιμες αγωγές, σε αντίθεση με τους οικονομικά ασθενείς πολίτες, οι οποίοι πλέον στερούνται το δικαίωμά τους να ζητήσουν δικαστική προστασία για αξιώσεις που πράγματι έχουν. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι το αβάσιμο ή μη μιας αγωγής δεν μπορεί να ελεγχθεί εκ των προτέρων με γενικά και αόριστα κριτήρια και επομένως η αύξηση του τέλους δικαστικού ενσήμου περιορίζει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας γενικώς και αδιακρίτως, με αποτέλεσμα να θίγεται πλέον ο πυρήνας του ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας».
Είναι προφανές λοιπόν ότι η αύξηση των δικαστικών παραβόλων δεν αποσκοπεί στην αποσυμφόρηση των πινακίων, όπως τεχνηέντως προβάλλεται, άλλα στην είσπραξη εσόδων στο δημόσιο ταμείο. Το τελευταίο είναι ασφαλώς θεμιτό και απαραίτητο, όμως πρέπει αυστηρά να οριοθετείται με τέτοιο τρόπο ώστε να μη θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος πρόσβασης του πολίτη στο θεσμό της δικαιοσύνης, κάτι που το δικαστήριο στην παραπάνω απόφασή του δέχτηκε ότι συντελείται με τον υπερδιπλασιασμό του τέλους δικαστικού ενσήμου στην κατάθεση αγωγής, που προβλέφθηκε στο νόμο 4093/2012.

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ σχολιάστε κόσμια