Ειρ. Λαυρίου 131/2013: Απόφαση για υπερχρεωμένα όταν παραβιάζεται η προδικασία από πιστωτικά ιδρύματα.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν.3869/2010 «Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος του οφειλέτη, να του παραδώσουν χωρίς επιβάρυνση, αναλυτική κατάσταση των προς αυτά οφειλών του κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα «καθώς και το επιτόκιο με το οποίο εκτοκίζεται η οφειλή». Η εντός « » πιο πάνω φράση προστέθηκε με την παράγραφο 7 άρθρου 85 Ν.3996/2011,ΦΕΚ Α 170/5.8.2011. Ο Υπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας επιβάλλει για κάθε παράβαση της υποχρέωσης της παρούσας παραγράφου πρόστιμο που ανέρχεται από πεντακόσια έως δέκα χιλιάδες ευρώ. Οι καταγγελίες για τις παραβάσεις αυτές κατατίθενται στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι, όταν δανειστής οφειλής που πρόκειται να εισφερθεί προς ρύθμιση είναι πιστωτικό ίδρυμα, πρέπει αυτό να διευκρινίσει τα στοιχεία δημιουργίας της σχετικής απαίτησής του κατά του οφειλέτη, έτσι ώστε η απαίτηση να είναι πρόσφορη για να γίνει δεκτή ή ν’ αμφισβητηθεί από τον οφειλέτη, εάν τυχόν δεν ανταποκρίνεται στο πραγματικό ύψος της, εάν τυχόν έχουν ενταχθεί σ’ αυτή χρεώσεις που ο οφειλέτης αμφισβητεί ως καταχρηστικές (π.χ. εισφορά Ν.128/1975, ανατοκισμός, έξοδα δανείου, έξοδα διαχείρισης δανείου κλπ). Η προσθήκη του στοιχείου του «επιτοκίου εκτοκισμού της απαίτησης» ορθά κρίθηκε από τον νομοθέτη ως απαραίτητο στοιχείο της προδικασίας ρύθμισης των χρεών του υπερχρεωμένου πολίτη, και μάλιστα ως εναρκτήριο έγγραφο της προδικασίας, το οποίο με ποινή προστίμου υποχρεούται ο δανειστής, όταν είναι πιστωτικό ίδρυμα, να χορηγήσει μέσα σε συγκεκριμένο σύντομο χρονικό διάστημα. Η βεβαίωση οφειλής που χορηγεί το πιστωτικό ίδρυμα αποτελεί σύμφωνα με το νόμο βασικό έγγραφο έναρξης της προδικασίας. Από τη σαφήνεια και την πληρότητα του εγγράφου αυτού μπορεί ο οφειλέτης να ελέγξει την ύπαρξη και το ύψος της απαίτησης του πιστωτικού ιδρύματος, να συνομολογήσει την ύπαρξη και το ύψος του χρέους του και να το εισφέρει σε ρύθμιση. Η διάκριση που κάνει ο νόμος του πιστωτικού ιδρύματος από κάθε άλλον δανειστή δικαιολογείται διότι η σύναψη σύμβασης δανείου με πιστωτικό ίδρυμα από κάποιον ιδιώτη αποτελεί σύμβαση προσχώρησης με όρους εκ των προτέρων μονομερώς διατυπωμένους χωρίς περιθώρια ατομικής διαπραγμάτευσης, η απόδειξη δε του ύψους της οφειλής προκύπτει από έγγραφα του πιστωτικού ιδρύματος. Γι αυτό πρέπει ν’ αναφέρονται σ’ αυτά τα έγγραφα το ποσό των τόκων και το επιτόκιο εκτοκισμού και υπολογισμού του χρέους, ώστε να προκύπτουν αναλυτικά οι χρεώσεις και να μπορεί αυτές να ελεγχθούν για την ορθότητά τους από τον δανειζόμενο πολίτη. Η εκτίμηση αυτή είναι σύμφωνη με τον γενικό ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 2 παρ.4 εδ.α΄του Ν. 2251/1994 (ενσωμάτωση στο Εθνικό δίκαιο της 93/13 οδηγίας της ΕΚ) κατά τον οποίο «στην ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών». Εάν αντιλεχθεί ότι κατά τη συμφωνία των μερών συμφωνήθηκε ότι μπορεί ν’ αποτελέσει πλήρη απόδειξη κάθε έγγραφο προερχόμενο από την καθ’ ης Τράπεζα, έστω και αν περιέχει λιγότερα προσδιοριστικά της απαίτησης στοιχεία (τέτοιο έγγραφο μπορεί να εκτιμηθεί ακόμη και ένα έγγραφο, που αναγράφει μόνο τον αριθμό λογαριασμού, τα στοιχεία του οφειλέτη και το συνολικό οφειλόμενο ποσό χωρίς καμία άλλη εξειδίκευση, πχ ακόμη και το τελευταίο μόνο φύλλο αποσπάσματος από τα εμπορικά βιβλία), κατ’ αρχήν τούτο έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το νόμο 3869/2010, όπως συμπληρώθηκε με το άρ. 85 Ν.3996/2011. Περαιτέρω εκτιμάται από το Δικαστήριο ότι ο σχετικός αυτός όρος είναι καταχρηστικός ως ΓΟΣ (γενικός όρος συναλλαγών) περιλαμβανόμενος σε σύμβαση προσχώρησης κατά τα παραπάνω σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2251/1994, γιατί έχει σαν αποτέλεσμα κατ’ άρθ 2 παρ 6 και 7 του Ν. 2251/1994, όπως έχει διαμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθ 10 παρ 24 του Ν. 2741/1999, την ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων σε βάρος του ιδιώτη πελάτη του πιστωτικού ιδρύματος, αφού έτσι αναστρέφεται το βάρος απόδειξης και περιορίζονται υπέρμετρα τα αποδεικτικά μέσα του ιδιώτη κατά παράβαση του αρθ 2 παρ 7 περ κζ (ΕιρΑθ 3626/2012 Α΄δημοσίευση NOMOS). Στην ουσία η θέσπιση υποχρέωσης του πιστωτικού ιδρύματος να χορηγήσει στον οφειλέτη βεβαίωση περί του ύψους της απαίτησης και των στοιχείων διαμόρφωσής της αποτελεί προστατευτική υπέρ του συναλλακτικά ασθενέστερου μέρους παρέμβαση του νομοθέτη στον προσδιορισμό του ορθού μέτρου στην ενάσκηση της συναλλακτικής ελευθερίας (άρ. 361 ΑΚ) κατ’ εφαρμογή της γενικής ρήτρας του άρθρου 281 ΑΚ, ως ασφαλούς εργαλείου για την αποτροπή καταχρήσεων στην άσκηση της ελευθερίας αυτής, χωρίς με την παρέμβαση αυτή να διαταράσσεται η συναλλακτική πίστη και η ασφάλεια των συναλλαγών. Εάν ακόμη αντιλεχθεί ότι η απαίτηση αποδεικνύεται πλήρως ως αναγνωρισμένη κατά την έννοια των άρθρων 361 και 874 ΑΚ, εάν ο οφειλέτης δεν ειδοποιήσει την Τράπεζα μέσα σε ορισμένη προθεσμία ότι διαφωνεί ως προ το ύψος του χρεωστικού υπολοίπου, θα θεωρείται, ότι έχει επέλθει αναγνώριση του χρεωστικού υπολοίπου και όλων των κονδυλίων και χρεώσεων, διότι τέτοιον όρο έχει συνομολογήσει ο οφειλέτης, ο όρος αυτός είναι άκυρος για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται αμέσως παραπάνω. Επιπλέον δε δεν μπορεί να νοηθεί εκ των προτέρων αναγνώριση μελλοντικών καταλοίπων και μάλιστα σιωπηρή (βλ σχετικά ΑΠ 1219/2001 Α΄δημοσίευση ΝΟΜΟS, ΔΕΕ/2001(1128), ΕΕΜΠΔ/2001 (529), ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ/2001 (663),1219/2001, ΕφΠειρ 189/1998 ΔΕΕ 4/396).
Αντικείμενο της δίκης περί ένταξης ή μη του οφειλέτη στις ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010 δεν είναι η ύπαρξη ή μη καταχρηστικών όρων στις δανειακές συμβάσεις που έχει συνάψει ο οφειλέτης, ο οποίος ζητά τη ρύθμιση των χρεών του. Όμως προκειμένου ο οφειλέτης να προσφύγει στη διαδικασία του νόμου αυτού, έχει δικαίωμα να γνωρίζει τα συστατικά προσδιοριστικά στοιχεία της οφειλής του και να ζητήσει τη ρύθμισή της στο πραγματικό ύψος της, ν’ αμφισβητήσει τυχόν καταχρηστικές χρεώσεις στον λογαριασμό που τηρεί η πιστώτρια τράπεζα για το χρέος του και τελικά να εισφέρει προς ρύθμιση την απαίτηση είτε ως αναγνωρισμένη, είτε ως αμφισβητούμενη. Επίσης και οι λοιποί πιστωτές έχουν έννομο συμφέρον να γνωρίζουν το ακριβές ύψος της απαίτησης, αφού από αυτό εξαρτάται το συνολικό χρέος του οφειλέτη – αιτούντα τη ρύθμιση, το ποσοστό συμμετοχής εκάστης απαίτησης στο συνολικό χρέος και το ποσοστό της μηνιαίας δόσης που θα ορισθεί για να καταβάλει ο οφειλέτης σε περίπτωση ένταξής του στις ρυθμίσεις του Ν.3869/2010. Αυτοί οι λόγοι επέβαλαν τη συμπλήρωση του Ν. 3869/2010 με το άρθρο 85 του Ν.3996/2011 με νομοθέτηση της υποχρέωσης του πιστωτικού ιδρύματος εκτός από το κεφάλαιο και τους τόκους της απαίτησης, να προσδιορίζει και το επιτόκιο, με το οποίο εκτοκίζεται η απαίτηση αυτή, προκειμένου να είναι δυνατός ο έλεγχος του πραγματικού ύψους της εισφερόμενης σε ρύθμιση απαίτησης, και μάλιστα ως απαραίτητο στοιχείο της έναρξης της προδικασίας υπαγωγής του υπερχρεωμένου οφειλέτη στις ρυθμίσεις του Ν.3869/2010.
Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν. 3869/2010 το δικαστήριο ελέγχει την ύπαρξη των αμφισβητούμενων απαιτήσεων και την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 1 του ίδιου νόμου για τη ρύθμιση των οφειλών και απαλλαγή του οφειλέτη. Ο έλεγχος των αμφισβητούμενων απαιτήσεων θα γίνει με την ίδια εν προκειμένω εφαρμοστέα διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 739 επ Κ.Πολ.Δ. Για τον βαθμό της αποδεικτικής πληρότητας δεν υπάρχει ένδειξη στο νόμο, αν αρκεί απλή πιθανολόγηση, επομένως απαιτείται πλήρης απόδειξη. Αυτό κατά κανόνα απαιτείται για όλες τις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας (Αθ.Κρητικός «Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων Ν.3869/2010 σελ. 179, εκδ.2012).
Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών επικαλούμενος έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, προς τους πιστωτές που αναφέρει αναλυτικά και κλήτευσε στη δίκη, ζητά τη ρύθμιση των οφειλών του κατά τις διατάξεις του Ν.3869/2010. Με τέτοιο περιεχόμενο η αίτηση αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο (αρθρ. 3 του Ν.3869/2010) κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (αρθρ. 741επ ΚΠολΔ).
Τα μετέχοντα στη διαδικασία πιστωτικά ιδρύματα δεν έχουν περιλάβει στη βεβαίωση οφειλών που καθένα χορήγησε στον αιτούντα κατόπιν σχετικού αιτήματός του, το επιτόκιο εκτοκισμού εκάστης απαίτησης που έχουν κατ’ αυτού, παρότι κατά το χρόνο χορήγησης της σχετικής βεβαίωσης οφειλών ίσχυε το άρθρο 85 του Ν.3996/2011, που συμπλήρωσε τον Ν.3869/2010 και τέθηκε σε ισχύ από τη δημοσίευσή του, 5 – 8 – 2011 (βλ.σχετ. ΦΕΚ Α΄170/5-8-2011), όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 91 του νεώτερου νόμου.
Ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της εκούσιας δικαιοδοσίας ως μέσο προστασίας κυρίως δημόσιας εμβέλειας συμφερόντων, επιβάλλει την ενεργή συμμετοχή του δικαστή στη συλλογή, διερεύνηση και αξιολόγηση του πραγματικού υλικού της δίκης και επιτρέπει τη δυνατότητα συμπλήρωσης με τις προτάσεις, στο δε ειρηνοδικείο και προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο (αρθ. 115 παρ. 3 ΚΠολΔ), εκείνων των στοιχείων που απαιτούνται για την διάγνωση της διαφοράς, επομένως και των στοιχείων που συμβάλλουν στην έρευνα της ύπαρξης της απαίτησης (βλ. ΑΠ 1131/87 ΝοΒ 36-1601-02 πλειοψηφία, ΕφΑθ 2735/00, 4462/02, 2188/08 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, και Π. Αρβανιτάκη στον ΚΠολΔ. Κεραμέα -Κονδύλη -Νίκα, υπ` άρθρο 747, αριθ. 7). Γι αυτό εκτιμάται ότι πρέπει να υποχρεωθούν τα μετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα, οι απαιτήσεις των οποίων φέρονται προς δικαστική ρύθμιση να προσκομίσουν βεβαίωση οφειλών του αιτούντα μέχρι την 8 Μαρτίου 2012, που ασκήθηκε η κρινόμενη αίτηση. Στη βεβαίωση αυτή πρέπει ν’ αναφέρονται αναλυτικά το οφειλόμενο κεφάλαιο, οι οφειλόμενοι συμβατικοί τόκοι, οι τόκοι υπερημερίας, τα έξοδα και το επιτόκιο εκτοκισμού της απαίτησης. Προκειμένου να εκτιμηθεί η ορθότητα των στοιχείων της απαίτησης και εν κατακλείδι το ύψος της από τον οφειλέτη που εισφέρει την απαίτηση σε ρύθμιση, πρέπει οι πιστώτριες τράπεζες να προσκομίσουν επιπλέον τη δανειακή σύμβαση που συνήψαν με τον αιτούντα και την αναλυτική κατάσταση του λογαριασμού που τηρείται στο πιστωτικό ίδρυμα για την απαίτηση αυτή. Το απόσπασμα στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση του λογαριασμού επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου (ΑΠ 589/2008, ΑΠ 441/2007, ΑΠ 578/2005 ΝOMOS). Το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια του βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρα 449 παρ. 1 ΚΠολΔ, 52 ΝΔ 3026/1954, 14 Ν 1599/1986).
Με την παρ. 2 του άρθρου 85 του Ν.3996/2011 προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην παρ.3 του άρθρου 4 του Ν.3869/2010, το οποίο αναφέρει ότι για την έκδοση προσωρινής διαταγής για τη λήψη προληπτικών μέτρων εφαρμόζεται το άρθρο 781 Κ.Πολ.Δ. Κατ’ άρθρο δε 781 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ «Το δικαστήριο που δικάζει την αίτηση μπορεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ύστερα από σχετικό αίτημα ή και αυτεπάγγελτα, να εκδώσει προσωρινή διαταγή, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, με την οποία διατάζει τ’ αναγκαία ασφαλιστικά μέτρα έως την έκδοση της απόφασής του, για να εξασφαλισθεί ή να διατηρηθεί δικαίωμα ή να ρυθμισθεί κατάσταση. Στην προκειμένη περίπτωση, προκειμένου να διατηρηθούν τα δικαιώματα του αιτούντα και των πιστωτών του πρέπει ν’ απαγορευθεί κάθε μέτρο αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της περιουσίας του αιτούντα από τους πιστωτές που μετέχουν στην παρούσα δίκη, καθώς και ν’ απαγορευθεί στον αιτούντα η μεταβίβαση κάθε περιουσιακού του στοιχείου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της κρινόμενης αίτησης.
Μετά απ’ αυτά πρέπει 1) εντός 30 ημερών από τη δημοσίευση αυτής της απόφασης τα μετέχοντα στη δίκη πιστωτικά ιδρύματα να προσκομίσουν στη γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου, προκειμένου να περιληφθούν στον φάκελο της υπόθεσης α) τη βεβαίωση οφειλών του αιτούντα, όπως αυτή εξειδικεύεται στο διατακτικό, β) τη δανειακή σύμβαση που συνήψαν με τον αιτούντα και γ) την αναλυτική κατάσταση του λογαριασμού που τηρείται στο πιστωτικό ίδρυμα για την απαίτηση, είτε το πρωτότυπο απόσπασμα του λογαριασμού, με βεβαίωση αρμόδιου υπαλλήλου του πιστωτικού ιδρύματος ότι αυτό είναι το πρωτότυπο, είτε αντίγραφο αυτού, υπογεγραμμένο από αντιπρόσωπο αρμόδιας αρχής ή από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) εντός 30 ημερών από την παρέλευση της ανωτέρω 30ημερης προθεσμίας ο αιτών να δηλώσει εάν αμφισβητεί την απαίτηση, όπως αυτή προσδιορίζεται από το πιστωτικό ίδρυμα, 3) να ορισθεί χρόνος συνέχισης της συζήτησης της αίτησης η 18η Ιουνίου 2013 ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου 3) ν’ απαγορευθεί στον αιτούντα η μεταβίβαση οποιουδήποτε περιουσιακού του στοιχείου μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της αίτησής του για υπαγωγή στις ρυθμίσεις του Ν.3869/2010 και 4) ν’ απαγορευθεί στα μετέχοντα στη δίκη πιστωτικά ιδρύματα να προβούν α) σε οποιαδήποτε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης και β) εγγραφή βαρών προνομιακής μεταχείρισης των απαιτήσεών τους έναντι των λοιπών πιστωτών (προσημείωση εγγραφής υποθήκης) κατά των περιουσιακών στοιχείων του αιτούντα, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ανωτέρω αίτησης.
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει αντιμωλία των μετεχόντων στη δίκη.
Επιφυλάσσεται ν’ αποφασίσει.
Διατάσσει τα μετέχοντα στη δίκη πιστωτικά ιδρύματα να προσκομίσουν εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση αυτής της απόφασης 1) βεβαίωση οφειλών του αιτούντα μέχρι 11 Απριλίου 2012, με αναφορά ξεχωριστά του κεφαλαίου, των συμβατικών τόκων, των τόκων υπερημερίας και του επιτοκίου εκτοκισμού της κάθε απαίτησης, 2) τη σχετική με κάθε απαίτηση δανειακή σύμβαση και 3) την κίνηση του αντίστοιχου λογαριασμού από τη σύναψη της σύμβασης μέχρι την ημεροχρονολογία κοινοποίησης της αίτησης, είτε το πρωτότυπο απόσπασμα του λογαριασμού, με βεβαίωση αρμόδιου υπαλλήλου του πιστωτικού ιδρύματος ότι αυτό είναι το πρωτότυπο, είτε αντίγραφο αυτού, υπογεγραμμένο από αντιπρόσωπο αρμόδιας αρχής ή από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο αιτών εντός τριάντα (30) ημερών από την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας πρέπει να δηλώσει εάν αποδέχεται την απαίτηση, όπως αυτή προσδιορίζεται από το πιστωτικό ίδρυμα, η εάν την αμφισβητεί με τρόπο σαφή και αναφορά της πλημμέλειας που διαπιστώνει. Οι δηλώσεις θα κατατεθούν στη γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου και θα περιληφθούν στη δικογραφία της υπόθεσης.
Απαγορεύει στον αιτούντα να προβεί σε οποιαδήποτε μεταβολή των περιουσιακών του στοιχείων μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της αίτησής του για ένταξη στις ρυθμίσεις του Ν.3869/2010.
Απαγορεύει στις καθ’ ων να προβούν σε οποιαδήποτε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης και εγγραφής προσημείωσης κατά περιουσιακού στοιχείου του αιτούντα, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της αίτησής του για ένταξη στις ρυθμίσεις του Ν.3869/2010.
Διατάσσει την επανεμφάνιση των διαδίκων ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 18ηςΙουνίου 2013, ώρα 10.00.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ σχολιάστε κόσμια