Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφαση του, για τα στοιχεία αυτά, ειδικότερη αιτιολογία.
Περαιτέρω, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 οτοιχ.Η' Κ.Ποιν.Δ. συντρέχει και όταν το δικαστήριο άσκησε εξουσία που δεν του παρέχεται από το νόμο. Αυτό συμβαίνει όταν το επί της εφέσεως του καταδικασθέντος επιληφθέν δικαστήριο χειροτέρευσε τη θέση του εκκαλούντος, παρά την απαγόρευση του άρθρου 470 Κ.Ποιν.Δ. Δεν υπάρχει όμως τέτοια χειροτέρευση όταν το Εφετείο, κατά τον καθορισμό συνολικής ποινής για συρρέοντα εγκλήματα, επαυξάνει την εκ των ποινών μεγαλύτερη, η οποία δεν είναι η ποινή που είχε ληφθεί πρωτοδίκως ως ποινή βάση, λόγω μειώσεως της τελευταίας από το Εφετείο. (areiospagos.gr)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ σχολιάστε κόσμια