Η εξωδικαστική Διαμεσολάβηση, ήτοι «η διαρθρωμένη Διαδικασία… στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να επιλύσουν με συμφωνία τη διαφορά αυτή με τη βοήθεια διαμεσολαβητή», εισήχθη στο ελληνικό δικαιικό σύστημα με το ν. 3898/2010 και αποτελεί έναν καινούριο θεσμό επίλυσης διαφορών.Ουσιαστικά, επί του παρόντος, εισάγεται στη νομική πραγματικότητα με πολλά πλεονεκτήματα έναντι της δικαστικής οδού, όπως είναι η ταχύτητα, η αποτελεσματικότητα, η ευελιξία, το χαμηλότερο κόστος σε σχέση με τη δικαστική διαμάχη και τη διαιτησία, η διασφάλιση των δικαιωμάτων των συμμετεχόντων. Με το ν. 4194/2013, ήτοι τον Νέο Κώδικα Δικηγόρων, η Εξωδικαστική Διαμεσολάβηση αποκτά τη θέση της ως εργαλείο του δικηγόρου στην αντιμετώπιση των αναγκών του εντολέα του, διασφαλίζεται ως διαδικασία και ορίζεται συγκεκριμένα ως ενδεδειγμένη οδός για την επίλυση διαφορών σύμφωνα με τη δικηγορική πρακτική. Επιπροσθέτως, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η υπ’ αριθμό 888/37 της 18ης Οκτωβρίου 2013 Τροπολογία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που τροποποιεί άρθρα του Κώδικα Δικηγόρων, στην οποία διορθώνονται εκ παραδρομής παραλείψεις και προστίθενται διασαφήσεις και αποτελεί μέρος του Κώδικα σύμφωνα με το άρθρο 7 του νόμου 4205/2013.
Η πρώτη αναφορά στη διαμεσολάβηση ως εναλλακτικός τρόπος επίλυσης των διαφορών στον Κώδικα Δικηγόρων γίνεται στο άρθρο 35. Σε αυτό το σημείο ορίζεται σαφώς, ως θεμελιώδης, η υποχρέωση του δικηγόρου να ενημερώνει τον εκάστοτε εντολέα του για την ύπαρξη της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης, καθώς επίσης και να συμβάλλει σε αυτή, με οποιοδήποτε τρόπο, ώστε να ωφεληθεί ο εντολέας του (ά.35, παρ. 3 ). Σύμφωνα με το αμέσως επόμενο άρθρο του Κώδικα, αυτή η συμβολή του δικηγόρου στη διαμεσολάβηση, καθώς και η αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης διαμέσου της οδού της διαμεσολάβησης, αποτελεί πλέον αναπόσπαστο τμήμα του έργου του δικηγόρου (ά.36 παρ.1, εδ. γ ).
Ακολούθως, στο άρθρο 37, ορίζεται η υποχρέωση του δικηγόρου να τηρεί την επιμέλεια και την ευπρέπεια, ιδιότητες που αποτελούν αναπόσπαστα μέρη της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, καθώς επίσης και την υποχρέωση να επιχειρεί το συμβιβασμό υποθέσεων και να μην παρελκύει τις δίκες. Το τελευταίο καθιστά τη διαδικασία της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης την πλέον προσήκουσα και χρηστική επιλογή, καθώς η δικηγορική πρακτική εκατέρωθεν των ακτών του Ατλαντικού, έχει αποδείξει πως η διαμεσολάβηση έχει έναν ολιγόωρο χρονικό περιορισμό διαδικασίας από την στιγμή που στην πλειονότητα των περιπτώσεων η διαφορά επιλύεται εντός της ημέρας κατά την οποία ξεκίνησε η διαμεσολάβηση. Η επίλυση μιας διαφοράς σε μια εργάσιμη ημέρα αποτελεί ένα πολυεπίπεδο κέρδος, όταν ενώπιον των δικαστηρίων, η ίδια διαφορά για να λυθεί θα απαιτούσε έτη ίσως, επιμερισμένα σε προετοιμασία, αναβολές, αναμονή επί των εδράνων, παρουσία εντός και εκτός των αιθουσών των δικαστηρίων, κόστος χρονικό και χρηματικό, τόσο για τον δικηγόρο, όσο και για τον εντολέα. Φρονούμε δε, σύμφωνα με τα ανωτέρω, πως η επιλογή της προσφυγής στη διαμεσολάβηση σε καμία περίπτωση δεν παρελκύει, παρά μόνο επισπεύδει την επίλυση της διαφοράς, περιορίζοντας σημαντικά και την χρονική επιβάρυνση του παραστάτη-δικηγόρου.
Η προσφυγή στην διαμεσολάβηση είναι το πρώτο βήμα για την επίτευξη μιας κοινά αποδεκτής συμφωνίας μεταξύ των μερών που εμπλέκονται στη διαφορά (ά.37, παρ. 3, περ. β & γ ). Η διαφορά αυτή μπορεί να άπτεται, ενδεικτικά, θεμάτων οικογενειακής, εργατικής, εμπορικής, ασφαλιστικής, μισθωτικής, κατασκευαστικής φύσης. Εν γένει, όλες οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου, αφ’ ης στιγμής, τα συμμετέχοντα μέρη «έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς», όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του ν. 3898/2010, μπορούν να υπαχθούν στη διαδικασία της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης.
Στα πλαίσια της οικονομικής επιβάρυνσης του εντολέα του δικηγόρου για τη συμμετοχή του τελευταίου στη διαμεσολάβηση, ο νέος Κώδικας Δικηγόρων είναι σαφέστερος και πληρέστερος, διασφαλίζοντας την αμοιβή του δικηγόρου παραστάτη, η οποία και προκαταβάλλεται στο σύνολό της. Στο άρθρο 61, αναφέρεται σαφώς η υποχρέωση του δικηγόρου να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο τις προκαθοριζόμενες στο Παράρτημα ΙΙΙ του ιδίου Κώδικα εισφορές (ά.61, παρ. 1 ), που αποτελούν πάγια ποσά για κάθε διαδικαστική πράξη, όπως ορίζεται στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου (ά.61, παρ. 2 ).
Σύμφωνα με την 4η παράγραφο του ανωτέρω άρθρου ορίζεται πως η προκαταβολή της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, λαμβάνει χώρα με την κατάθεση του γραμματίου, άλλως η όποια διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη (ά.61, παρ. 4 ), και αυτής δε της διαμεσολάβησης. Η παραβίαση της υποχρέωσης προκαταβολής της ανωτέρω παραγράφου τιμωρείται με χρηματικά πρόστιμα και πειθαρχικές ποινές έως την προσωρινή παύση, σε περίπτωση υποτροπής.
Το προαναφερθέν γραμμάτιο περιλαμβάνει, πέρα από τις εισφορές, την ελάχιστη αμοιβή, το πάλαι ποτέ «ποσό αναφοράς», του δικηγόρου – νομικού παραστάτη στη διαμεσολάβηση, όπως ορίζεται στο Παράρτημα Ι – Πίνακας Αμοιβών Δικηγόρων για Παράσταση σε Δικαστήρια του Κώδικα Δικηγόρων, ήτοι κατ’ ελάχιστον εκατόν πενήντα (€150,00) ευρώ για την Αίτηση – Παράσταση σε Εξωδικαστική Διαμεσολάβηση προσθέτοντας στο σύνολο του γραμματίου και την ελάχιστη αμοιβή ανάλογα με το αντικείμενο της διαμεσολάβησης για τη Συζήτηση της διαφοράς ή όπως περιγράφεται στο Παράρτημα Ι και ΙΙΙ του Κώδικα Δικηγόρων, «Συζήτηση – συμβιβασμός: όπως η σχετική διαδικασία».
Από τα προεκτεθέντα, σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ – Πίνακας Παγίων Εισφορών άρθρου 61 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων, οι πάγιες εισφορές ανέρχονται σε πέντε (€5,00) ευρώ υπέρ ΤΕΑΔ, οκτώ (€8,00) ευρώ υπέρ Ταμείου Προνοίας, ή ΤΥΔΕ και έξι (€6,00) ευρώ υπέρ του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου για την Αίτηση – Παράσταση προσθέτοντας στο σύνολο του γραμματίου και τις πάγιες εισφορές ανάλογα με το αντικείμενο της διαμεσολάβησης για τη Συζήτηση της διαφοράς.
Από την καταβολή της προκαταβολής αυτής απαλλάσσονται, οι δικηγόροι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 3, ήτοι όταν εκπροσωπούν διαδίκους δικαιούμενος του ευεργετήματος της πενίας κατ’ άρθρα 194 έως 204 ΚΠολΔ, δικαιούχους νομικής βοήθειας κατ’ άρθρο 24 του ν. 3226/2004, στους συγγενείς του δικηγόρου και συγκεκριμένα πρόσωπα κατ’ άρθρο 82 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων (ά.61, παρ. 3 ).Στο προαναφερθέν άρθρο 7 του νόμου 4205/2013 που ενσωματώνει στον Κώδικα Δικηγόρων την 888/37 της 18.10.2013 τροπολογία, στο ανωτέρω άρθρο 61 παρ. 3 προστίθεται ως στοιχείο και η απαλλαγή των δικηγόρων από την υποχρέωση προκαταβολής «όταν παρέχουν υπηρεσίες στους εαυτούς τους».
Στο άρθρο 71 του Κώδικα Δικηγόρων διασφαλίζεται η αμοιβή του Δικηγόρου, στην περίπτωση που έχει συνταχθεί συμφωνητικό αμοιβής κατ’ άρθρο 58, παρ. 1 του Κώδικα, αλλά και στην περίπτωση που δεν έχει συνταχθεί. Ορίζεται ότι η αμοιβή του Δικηγόρου οφείλεται και είναι δεκτική καταβολής, ανεξάρτητα από τον τρόπο επίλυσης της διαφοράς, είτε αυτή δηλαδή έχει επέλθει δικαστικά, είτε εξωδικαστικά (ά.71 )
Συνοψίζοντας λοιπόν τα περί της αμοιβής του δικηγόρου – παραστάτη στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, ο τελευταίος αξιώνει και οφείλει να λαμβάνει από τον εντολέα του προκαταβαλλόμενη αμοιβή κατ’ ελάχιστον ύψους
• εκατόν πενήντα (€150,00) ευρώ αναφορικά με την συνοπτική ενημέρωση του Διαμεσολαβητή για τη θέση του εντολέα του επί της διαφοράς και την παράστασή του κατά τη διαδικασία της διαμεσολάβησης
• την αντίστοιχη ελάχιστη αμοιβή που ορίζει το άρθρο 63, ή το Παράρτημα Ι του Κώδικα Δικηγόρων, ανάλογα με το θέμα της διαφοράς, για τη Συζήτησή της κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης και τη σύνταξη του συμφωνητικού, που αποτελεί έργο του παραστάτη δικηγόρου, συμφωνητικό που ενσωματώνεται στο πρακτικό της επιτυχούς διαμεσολάβησης, που συντάσσει ο διαμεσολαβητής και που κατατεθειμένο στο οικείο Πρωτοδικείο, κατόπιν της αιτήσεως ενός τουλάχιστον από τα μέρη στη διαμεσολάβηση, θα αποτελεί εκτελεστό τίτλο.
Τα ανωτέρω δύο σημεία, ισχύουν σωρευτικά, στην περίπτωση που δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία μεταξύ του δικηγόρου – παραστάτη και του εντολέα του για μεγαλύτερη, από την ελάχιστη βάση νόμου, όπως περιγράφεται ανωτέρω, αμοιβή του δικηγόρου – παραστάτη στην εξωδικαστική επίλυση διαφορών με τη διαδικασία της εξωδικαστικής Διαμεσολάβησης.
Τέλος, το άρθρο 130, πρώτο άρθρο του Ε’ Τμήματος που αφιερώνεται στο θεσμό της Διαμεσολάβησης στον Κώδικα Δικηγόρων, καθιστά έργο των ανά την Επικράτεια Δικηγορικών Συλλόγων την ενεργή και διαρκή υποστήριξη του θεσμού της Διαμεσολάβησης, προτρέποντας τη διάδοση του θεσμού, ως τρόπου εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, τόσο προς τους δικηγόρους, όσο και προς το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο(ά.130, παρ. 1 ), κάτι που έχει αρχίσει να γίνεται εφικτό με την ενεργή συμμετοχή του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με ενημερωτικές ημερίδες ανά την Επικράτεια.
Συγκεφαλαιώνοντας, η επίλυση διαφορών με τη μορφή της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης αποτελεί πλέον απτή πραγματικότητα και οφείλουμε να την προασπίσουμε και να της δώσουμε χώρο και χρόνο να αποδείξει την αδιαμφισβήτητη αξία της, κάτι που έχει καταφέρει σε όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που έχει εφαρμοσθεί. Τέλος, όσο περισσότερο γίνεται κατανοητή η λειτουργικότητα της διαμεσολάβησης, τόσο περισσότερο διαψεύδονται οι Κασσάνδρες και οι κινδυνολόγοι του χώρου μας που λασπολογούν και αρνούνται να δουν πως εν καιρώ οικονομικής κρίσης, η διαμεσολάβηση διευρύνει και αυξάνει την δικηγορική ύλη.
Χαλκίδα, Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013
Νικόλαος Φωκ. Ανέστης
Δικηγόρος Πρωτοδικείου Χαλκίδας
LLB Hons - LLM. EU Law, London Metropolitan University
Πτυχιούχος Δημόσιας Διοίκησης Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών,
Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής ΚΕ.ΔΙ.Π. - Toolkit, Υπ. Διαμεσολαβητής
Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
(αναδημοσίευση από το www.lawnet.gr)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ σχολιάστε κόσμια