ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΣτΕ
ΕΝΩΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ
ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
ΕΝΩΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΕΝΩΣΗ ΜΕΛΩΝ Ν.Σ.Κ.
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΠΕΙΓΟΝ
Αθήνα, 5 Nοεμβρίου 2013
Αρ. Πρωτ. 132
Προς τον Υπουργό
Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
κ. Χαράλαμπο Αθανασίου
Κύριε Υπουργέ,
Σας αποστέλλουμε την υπ’ αριθμ. 3591/2013 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, προς γνώση του περιεχομένου αυτής, με την οποία κρίθηκε ως αντισυνταγματική η διάταξη του άρθρου 89 του ν. 4055/2012 και με την οποία περιοριζόταν η άδεια ανατροφής των τέκνων δικαστικών λειτουργών από εννεάμηνη σε πεντάμηνη.
Ζητούμε δε την άμεση νομοθετική τροποποίηση της κριθείσας ως αντισυνταγματικής διάταξης και προς διευκόλυνσή σας σας αποστέλλουμε, εκ νέου, το κείμενο, δια του οποίου αναμορφώνεται η ως άνω διάταξη, προς συμμόρφωση με το διατακτικό της προαναφερόμενης απόφασης.
Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου, Αρεοπαγίτης
Ιωάννης Γράβαρης, Σύμβουλος Επικρατείας
Ειρήνη Γιανναδάκη , Πρ.Εφετών ΔΔ
Κωνσταντίνος Τζαβέλλας, Αντεισαγγελέας Εφετών
Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Αντιπρόεδρος Ελ.Συνεδρίου
Κωνσταντίνος Βαρδακαστάνης, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Αριθμός 3591/2013
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Μαρτίου 2013, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Πρόεδρος, Ν. Ρόζος, Μ. Βηλαράς, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Μ.-Ελ. Κωνσταντινίδου, Α.-Γ. Βώρος, Π. Ευστρατίου, Ε. Νίκα, Ιω. Γράβαρης, Ευθ. Αντωνόπουλος, Σπ. Μαρκάτης, Αντ. Ντέμσιας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου, Εμμ. Κουσιουρής, Όλ. Ζύγουρα, Κ. Κουσούλης, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Αντ. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Μ. Πικραμένος, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Σύμβουλοι, Σ. Βιτάλη, Ρ. Γιαννουλάτου, Δ. Βασιλειάδης, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Θ. Αραβάνης και Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή καθώς και η Πάρεδρος Ρ. Γιαννουλάτου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 12 Νοεμβρίου 2012 αίτηση:
της ………, κατοίκου ……….., η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Γλυκερία Σιούτη (Α.Μ. 8698), που την διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο οποίος παρέστη με την Βασιλική Πανταζή, Νομική Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 28 Νοεμβρίου 2012 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθούν: α) η υπ’ αριθμ. 71481/16.8.2012 πράξη της Αναπληρώτριας Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Λειτουργίας Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, β) η υπ’ αριθμ. 32/24.9.2012 πράξη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Καβάλας και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Μ. Πικραμένου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια της αιτούσας, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 3719/2008 (βλ. Πρακτικό της Ολομέλειας σε συμβ. 2/2009), της Συμβούλου Μ.Ε. Κωνσταντινίδου και της Παρέδρου Σ. Βιτάλη, τακτικών μελών της σύνθεσης που εκδίκασε την κρινόμενη υπόθεση, λαμβάνουν μέρος αντ’ αυτών στη διάσκεψη ως τακτικά μέλη ο Σύμβουλος Θ. Αραβάνης και αντίστοιχα η Πάρεδρος Ρ. Γιαννουλάτου, αναπληρωματικά μέχρι τώρα μέλη της σύνθεσης.
2. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (3500520, 1288450/2012 ειδικά έντυπα παραβόλου).
3. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση η αιτούσα, αντεισαγγελέας πρωτοδικών, ζητεί την ακύρωση: α) της 71481/16.8.2012 πράξης της Αναπληρώτριας Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Λειτουργίας Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, με την οποία χορηγήθηκε σ’ αυτήν άδεια πέντε μηνών με αποδοχές για ανατροφή τέκνου, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 21 του άρθρου 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (ΕτΚ Α’, φ. 35), όπως έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 89 του ν. 4055/2012 και β) της 32/24.9.2012 πράξης της Προϊσταμένης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Καβάλας, με την οποία ορίσθηκε η ημερομηνία έναρξης (23.9.2012) της ως άνω πεντάμηνης ειδικής άδειας, με αποδοχές, για ανατροφή τέκνου, κατά τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις. Συγκεκριμένα, η αιτούσα ζητεί την ακύρωση των ανωτέρω πράξεων κατά το μέρος που απορρίφθηκε το από 18.7.2012 αίτημά της προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης για τη χορήγηση εννεάμηνης άδειας με αποδοχές για την ανατροφή τέκνου, η οποία προβλεπόταν στην παρ. 21 του άρθρου 44 του ως άνω Κώδικα, όπως είχε διαμορφωθεί με το άρθρο 1 του ν. 3258/2004 (ΕτΚ Α’, φ. 144), πριν από την αντικατάστασή της από το ανωτέρω άρθρο 89 του ν. 4055/2012.
4. Επειδή, παραδεκτώς προσβάλλεται μόνον η πρώτη από τις προσβαλλόμενες πράξεις, 71481/16.8.2012 πράξη της Αναπληρώτριας Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Λειτουργίας Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, με την οποία εκδηλώθηκε η απόρριψη του αιτήματος της αιτούσας για τη χορήγηση εννεάμηνης άδειας ανατροφής τέκνου. Απαραδέκτως δε προσβάλλεται η δεύτερη από τις προσβαλλόμενες πράξεις, με την οποία, κατ’ εφαρμογή της πρώτης, απλώς προσδιορίζεται το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κατά το οποίο η αιτούσα θα λάβει την άδεια ανατροφής τέκνου.
5. Επειδή, στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.». Περαιτέρω, στο άρθρο 21 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται: «1. Η οικογένεια ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. 2. … 5. Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής, καθώς και η λήψη των αναγκαίων μέτρων αποτελεί υποχρέωση του Κράτους.». Τέλος, στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το ως άνω Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.».
6. Επειδή, η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Σ.Ε.Ε.), όπως διαμορφώθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας της 13.12.2007, η οποία κυρώθηκε με τον ν. 3671/2008 (ΕτΚ Α΄, φ. 129) και ισχύει από την 1.12.2009, [βλ. ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 83/30.3.2010] ορίζει στο άρθρο 6 (πρώην άρθρο 6 Συνθήκης Ε.Ε.) ότι: «Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης … ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες». Περαιτέρω, στο άρθρο 20 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2010/C 83/02) ορίζεται ότι: «Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι έναντι του νόμου». Στο άρθρο 24 του ίδιου Χάρτη ορίζεται ότι: «1. Τα παιδιά έχουν δικαίωμα στην προστασία και τη φροντίδα που απαιτούνται για την καλή διαβίωσή τους… 2. Σε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, είτε επιχειρούνται από δημόσιες αρχές είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού. 3. …». Τέλος, στο άρθρο 33 του ίδιου ως άνω Χάρτη ορίζεται ότι: «1. Εξασφαλίζεται η νομική, οικονομική και κοινωνική προστασία της οικογένειας. 2. Κάθε πρόσωπο, προκειμένου να μπορεί να συνδυάζει την οικογενειακή με την επαγγελματική ζωή του, έχει … δικαίωμα αμειβόμενης άδειας μητρότητας και γονικής άδειας μετά τη γέννηση ή την υιοθεσία παιδιού.».
7. Επειδή, με τις διατάξεις της Οδηγίας 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου της 3.6.1996 (L 145/19.6.1996), σχετικά με την υλοποίηση της συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια, η οποία συνήφθη στις 14.12.1995 από τις διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα (UNICE, CEEOA και CES), όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 97/75/ΕΚ του Συμβουλίου της 15.12.1997 (L 10/16.1.1998), καθιερώθηκε στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις διατάξεις της Οδηγίας αυτής, η αρχή της εναρμόνισης της επαγγελματικής και της οικογενειακής ζωής, ως φυσικό συμπλήρωμα της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η συμφωνία πλαίσιο για τη γονική άδεια αποτελεί δέσμευση των κοινωνικών εταίρων να λάβουν, διαμορφώνοντας ένα βασικό πλαίσιο κανόνων, μέτρα που προάγουν την ισότητα ευκαιριών και μεταχειρίσεως ανδρών γυναικών προσφέροντάς τους τη δυνατότητα να συνδυάσουν τις επαγγελματικές και οικογενειακές τους υποχρεώσεις (βλ. ΔΕΚ απόφαση της 16.9.2010 C-149/10 στην υπόθεση Ζωή Χατζή κατά Υπουργού Οικονομικών). Ειδικότερα, με τη ρήτρα 2.1 της ως άνω συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια, η οποία περιέχεται στο παράρτημα της ως άνω Οδηγίας, παρασχέθηκε ατομικό δικαίωμα γονικής άδειας στους εργαζόμενους άνδρες και γυναίκες, λόγω γέννησης ή υιοθεσίας παιδιού, προκειμένου να μπορέσουν να ασχοληθούν με το παιδί αυτό, τουλάχιστον επί τρεις μήνες. Στη συνέχεια η ως άνω συμφωνία-πλαίσιο του 1995 για την γονική άδεια αναθεωρήθηκε πλήρως. Συγκεκριμένα, οι τρεις ευρωπαϊκές γενικές διακλαδικές οργανώσεις κοινωνικών εταίρων (ETUC, CEEP και BUSINESSEUROPE, πρώην UNICE) και η ευρωπαϊκή διακλαδική οργάνωση κοινωνικών εταίρων που εκπροσωπεί ορισμένη κατηγορία επιχειρήσεων (UEAPME), υπέγραψαν την αναθεωρημένη συμφωνία – πλαίσιο για τη γονική άδεια, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 2010 με την Οδηγία 2010/18/ΕΕ του Συμβουλίου της 8ης Μαρτίου 2010 (L 68/18.3.2010). Με το άρθρο 4 της εν λόγω Οδηγίας 2010/18/ΕΕ καταργήθηκε από 8.3.2012 η Οδηγία 96/34/ΕΚ. Στις ρήτρες 1, 2, 3 και 8 της ως άνω αναθεωρημένης συμφωνίας, η οποία περιέχεται στο παράρτημα της Οδηγίας 2010/18, ορίζονται τα ακόλουθα: «Ρήτρα 1: Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής. 1. Η παρούσα συμφωνία ορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις για τη διευκόλυνση της συμφιλίωσης των γονικών και των επαγγελματικών ευθυνών των εργαζόμενων γονέων, λαμβάνοντας υπόψη την αυξανόμενη ποικιλομορφία των οικογενειακών δομών, στο πλαίσιο σεβασμού του εθνικού δικαίου, των συλλογικών συμφωνιών και/ή των πρακτικών. 2. Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους, άνδρες και γυναίκες, που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας προσδιοριζόμενη από το δίκαιο, τις συλλογικές συμβάσεις και/ή τις πρακτικές που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος. 3. … Ρήτρα 2: Γονική άδεια. 1. Η παρούσα συμφωνία παρέχει ατομικό δικαίωμα γονικής άδειας σε εργαζόμενους άνδρες και γυναίκες, λόγω γέννησης ή υιοθεσίας παιδιού, έτσι ώστε να μπορούν να ασχοληθούν με το παιδί αυτό, μέχρι μιας ορισμένης ηλικίας που μπορεί να φτάνει μέχρι τα οκτώ έτη και προσδιορίζεται από τα κράτη μέλη και/ή τους κοινωνικούς εταίρους. 2. Η άδεια χορηγείται για περίοδο τουλάχιστον τεσσάρων μηνών και, με σκοπό την ισότητα των ευκαιριών και της μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών, θα πρέπει καταρχήν να είναι αμεταβίβαστη. Για να ενθαρρυνθεί η δικαιότερη χρήση του δικαιώματος της άδειας και από τους δύο γονείς, τουλάχιστον ένας από τους τέσσερις μήνες παρέχεται ως αμεταβίβαστος. … Ρήτρα 3: Όροι της εφαρμογής. 1. Οι προϋποθέσεις πρόσβασης και οι τρόποι εφαρμογής της γονικής άδειας ορίζονται από το δίκαιο και/ή τις συλλογικές συμβάσεις στα κράτη μέλη, ενόσω τηρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις της παρούσας συμφωνίας. Τα κράτη μέλη και/ή οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν συγκεκριμένα: α) να αποφασίζουν αν η γονική άδεια χορηγείται κατά πλήρη χρόνο, κατά μερικό χρόνο, κατά τρόπο αποσπασματικό ή με τη μορφή χρονικής πίστωσης, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων, β) να εξαρτούν το δικαίωμα της γονικής άδειας από περίοδο εργασίας και/ή περίοδο αρχαιότητας που δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος…. γ) να ορίζουν τις περιπτώσεις στις οποίες ο εργοδότης, κατόπιν διαβούλευσης σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τις συλλογικές συμβάσεις και/ή πρακτικές, μπορεί να αναβάλει τη χορήγηση της γονικής άδειας για βάσιμους λόγους που συνδέονται με τη λειτουργία της επιχείρησης· κάθε δυσχέρεια που απορρέει από την εφαρμογή της παρούσας διάταξης θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τις συλλογικές συμβάσεις και/ή τις πρακτικές, δ) … 2. … Ρήτρα 8: Τελικές διατάξεις. 1. Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν ευνοϊκότερες διατάξεις από τις προβλεπόμενες στην παρούσα συμφωνία. 2. …».
8. Επειδή, ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988, όριζε στο άρθρο 44 παρ. 20, όπως ίσχυε αρχικώς, ότι: «Η δικαστική λειτουργός που κυοφορεί έχει δικαίωμα άδειας πριν και μετά τον τοκετό, κατά τις διατάξεις που ισχύουν για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους του κράτους. Με την απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου 3216/2003 κρίθηκε ότι η προπαρατεθείσα διάταξη, ερμηνευόμενη, ενόψει του άρθρου 21 του Συντάγματος που θέτει την μητρότητα και την παιδική ηλικία υπό την προστασία του κράτους και αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του οξυμένου δημογραφικού προβλήματος της χώρας, έχει την έννοια ότι παραπέμπει στις εκάστοτε ισχύουσες για τους δημοσίους υπαλλήλους διατάξεις, οι οποίες προβλέπουν όχι μόνο τις άδειες μητρότητας αλλά και κάθε άλλη άδεια που αποβλέπει στην προστασία της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας. Περαιτέρω έγινε δεκτό ότι η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται και από το γεγονός ότι ο έλληνας νομοθέτης δεν έχει προβλέψει ειδικά ρυθμίσεις για την ανατροφή των τέκνων των δικαστικών λειτουργών που προσιδιάζουν στις συνθήκες άσκησης του λειτουργήματός τους, όπως έχει θεσπίσει για τις περισσότερες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων, σε εκπλήρωση της υποχρέωσης που απορρέει τόσο από το άρθρο 21 του Συντάγματος όσο και από την αρχή του κοινοτικού δικαίου περί συμφιλιώσεως της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής που εκφράζεται και με τις διατάξεις της Οδηγίας 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου, με τις οποίες προβλέπεται η χορήγηση γονικής άδειας σε όλους τους εργαζόμενους. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η ως άνω διάταξη του Κώδικα, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος και του κοινοτικού δικαίου, έπρεπε να θεωρηθεί ότι παρέπεμπε όχι μόνο στη διάταξη του άρθρου 52 παρ. 1 του (τότε) ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999, ΕτΚ Α΄, φ. 19) που προέβλεπε άδεια μητρότητας δύο μήνες πριν και τρεις μήνες μετά τον τοκετό, αλλά και στη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 2 αυτού, που προέβλεπε δικαίωμα εννεάμηνης ειδικής άδειας με αποδοχές για ανατροφή τέκνου, κατά το μέρος που ήταν εφικτή η εφαρμογή της στις μητέρες δικαστικές λειτουργούς. Μετά την ως άνω απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου ο νομοθέτης θέσπισε, με το άρθρο 1 του ν. 3258/2004 (ΕτΚ Α΄, φ. 144), ειδικές διατάξεις για τη χορήγηση άδειας ανατροφής τέκνου με αποδοχές στις δικαστικές λειτουργούς. Στην εισηγητική έκθεση του ν. 3258/2004 αναφέρεται ότι, μετά την απόφαση 3216/2003 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η νομοθετική ρύθμιση του θέματος είναι επιβεβλημένη για λόγους ισότητας αλλά και ενόψει του ότι το άρθρο 21 του Συντάγματος θέτει την μητρότητα και την παιδική ηλικία υπό την προστασία του κράτους και αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του μεγάλου δημογραφικού προβλήματος της χώρας, η προβλεπόμενη δε διαφοροποίηση στο χρόνο έναρξης της άδειας σε σχέση με τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους, οφείλεται στην ιδιαιτερότητα του τρόπου και του ωραρίου εργασίας των δικαστών αλλά και στην ανάγκη αποφυγής δημιουργίας μεγάλων ελλείψεων στη στελέχωση των δικαστηρίων της χώρας. Ειδικότερα, με το άρθρο αυτό προστέθηκαν στο άρθρο 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών μετά την παράγραφο 20, δύο παράγραφοι με αριθμό 21 και 22, ως ακολούθως: «Στο άρθρο 44 του Κώδικα Οργανισμού των Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 35 Α) προστίθενται μετά την παράγραφο 20 δύο (2) παράγραφοι με αριθμό 21 και 22 και οι παράγραφοι 21 και 22 αριθμούνται ως παράγραφοι 23 και 24: “21. Στη μητέρα δικαστικό λειτουργό χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και ύστερα από αίτησή της, άδεια εννέα (9) μηνών με αποδοχές για ανατροφή παιδιού. Η ημερομηνία έναρξής της ορίζεται: α) από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης σε όσα Δικαστήρια διευθύνονται από Τριμελές Συμβούλιο, β) από τον προϊστάμενο του Δικαστηρίου ή της Εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων σε κάθε άλλη περίπτωση και πρέπει να προσδιορίζεται το συντομότερο δυνατόν, οπωσδήποτε, όμως, μέσα σε δύο (2) μήνες από το πέρας της άδειας που έλαβε η ίδια δικαστική λειτουργός λόγω της κυοφορίας της. Κατ’ εξαίρεση, η μητέρα δικαστική λειτουργός, η οποία έλαβε άδεια λόγω κυοφορίας που έληξε οποτεδήποτε, εντός πάντως του έτους 2004 και μέχρι το χρόνο της έναρξης της ισχύος του νόμου αυτού, δικαιούται να λάβει πλήρη άδεια για ανατροφή παιδιού….”». Mε το τελευταίο εδάφιο της ως άνω παρ. 21 του άρθρου 44 ο νομοθέτης έχοντας υπόψη τις αυξημένες λειτουργικές ανάγκες της δικαιοσύνης σε δικαστικούς λειτουργούς και θέλοντας να αποτρέψει την αθρόα απομάκρυνση μητέρων δικαστικών λειτουργών από την ενεργό υπηρεσία, δεν θέλησε να απονείμει το δικαίωμα λήψης της επίδικης άδειας και σ’ εκείνες τις μητέρες δικαστικές λειτουργούς, των οποίων η άδεια κυοφορίας είχε λήξει προ του έτους 2004, η ρύθμιση δε αυτή σε ουδεμία συνταγματική διάταξη αντίκειται ενόψει του δημοσίου συμφέροντος, κατ’ επίκληση του οποίου θεσπίστηκε (ΣτΕ 178/2006 7μ., 3531/2006). Εξάλλου, έχει κριθεί ότι οι ως άνω διατάξεις, ερμηνευόμενες υπό το φως τόσο της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας των δύο φύλων όσο και των αρχών του κοινοτικού δικαίου περί ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών, αλλά και της συμφιλίωσης της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή, έχουν εφαρμογή όχι μόνο για τη μητέρα δικαστική λειτουργό αλλά και για τον πατέρα δικαστικό λειτουργό, ο οποίος μπορεί επίσης να ζητήσει να του χορηγηθεί ειδική άδεια με αποδοχές διάρκειας εννέα μηνών, προκειμένου να ασχοληθεί με την ανατροφή του τέκνου του (ΣτΕ 3226/2010, 3307/2008 κ.α.).
9. Επειδή, ήδη στο άρθρο 89 του ν. 4055/2012 (ΕτΚ Α΄, φ. 51), το οποίο φέρει τον τίτλο «Άδεια τοκετού και ανατροφής παιδιού», ορίζονται τα εξής: «Οι παράγραφοι 20, 21, 22 και 23 του άρθρου 44 του ν. 1756/1988 αντικαθίστανται και προστίθενται παράγραφοι 24, 25 και 26 ως εξής: “20. Η δικαστική λειτουργός που κυοφορεί έχει δικαίωμα άδειας πριν και μετά τον τοκετό, κατά τις διατάξεις που ισχύουν για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους του κράτους. 21. Στο γονέα δικαστικό λειτουργό χορηγείται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ύστερα από αίτησή του, άδεια πέντε (5) μηνών με αποδοχές για ανατροφή παιδιού. Η ημερομηνία έναρξής της ορίζεται: α) από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, σε όσα Δικαστήρια διευθύνονται από Τριμελές Συμβούλιο, β) από τον προϊστάμενο του Δικαστηρίου ή της Εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων σε κάθε άλλη περίπτωση, και πρέπει να προσδιορίζεται, όταν το σχετικό αίτημα υποβάλλεται από μητέρα δικαστική λειτουργό, το συντομότερο δυνατόν, οπωσδήποτε, όμως, μέσα σε δύο (2) μήνες από το πέρας της άδειας μητρότητας που έλαβε η ίδια δικαστική λειτουργός. Η αίτηση για τη χορήγηση της πιο πάνω άδειας σε πατέρα δικαστικό λειτουργό για την ανατροφή του παιδιού του πρέπει να υποβάλλεται το συντομότερο δυνατόν μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας που έχει χορηγηθεί στην εργαζομένη μητέρα του παιδιού του. Αν η σύζυγος του δικαστικού λειτουργού δεν έχει πάρει άδεια μητρότητας, η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται το συντομότερο δυνατόν μετά την ημερομηνία κατά την οποία θα έληγε η άδεια μητρότητας, την οποία, με βάση το χρόνο τοκετού, θα ελάμβανε μητέρα δικαστική λειτουργός. 22. … 23. Αν και οι δύο γονείς είναι δικαστικοί λειτουργοί, με κοινή τους δήλωση που κατατίθεται στις υπηρεσίες τους καθορίζουν ποιος από τους δύο θα κάνει χρήση άδειας ανατροφής παιδιού. 24. Αν ο σύζυγος δικαστικού λειτουργού δεν εργάζεται ή δεν ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα, ο δικαστικός λειτουργός δεν δικαιούται να κάνει χρήση της άδειας ανατροφής παιδιού, εκτός αν λόγω σοβαρής πάθησης ή βλάβης κριθεί ο σύζυγος του δικαστικού λειτουργού ανίκανος να αντιμετωπίζει τις ανάγκες ανατροφής του παιδιού, σύμφωνα με βεβαίωση της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται ο δικαστικός λειτουργός. 25. Αν ο σύζυγος δικαστικού λειτουργού εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα και δικαιούται αντίστοιχης της παραγράφου 21 άδειας ανατροφής παιδιού, ο δικαστικός λειτουργός δικαιούται να κάνει χρήση της άδειας ανατροφής παιδιού κατά το μέρος που ο σύζυγος αυτού δεν κάνει χρήση των δικών του δικαιωμάτων ή κατά το μέρος που αυτά υπολείπονται της ανατροφής παιδιού. 26. Σε περίπτωση διάστασης, διαζυγίου, χηρείας ή γέννησης παιδιού χωρίς γάμο των γονέων του, την παραπάνω άδεια ανατροφής παιδιού δικαιούται ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια του παιδιού”. Στην εισηγητική έκθεση του νόμου αναφέρεται, ως προς τις ανωτέρω διατάξεις ότι: «Με το άρθρο αυτό αναπροσαρμόζονται και στοιχούνται προς τις διατάξεις που ισχύουν για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους του κράτους οι διατάξεις που αναφέρονται στην άδεια πριν και μετά τον τοκετό, καθώς και της άδειας για ανατροφή παιδιού». Ειδικά ως προς την μείωση του χρόνου της γονικής άδειας για τους δικαστικούς λειτουργούς από εννέα σε πέντε μήνες ο Υπουργός Δικαιοσύνης ανέφερε, κατά τη συζήτηση των σχετικών διατάξεων του νομοσχεδίου στη βουλή, ότι: «… έχουμε τη μεγαλύτερη γονική άδεια από κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης. Στη δικαιοσύνη υπάρχουν ειδικές συνθήκες εργασίας. Σας υπενθυμίζω ότι οι διακοπές –έτσι λέγονται, οι δικαστές το βάζουν διαφορετικά- αρχίζουν την 1η Ιουλίου για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς και τελειώνουν στις 15 Σεπτεμβρίου! Γιατί; Διότι σ’ αυτό το διάστημα οι δικαστές εργάζονται για πολλά ζητήματα στο σπίτι τους. Εγώ συμμερίζομαι αυτή την άποψη, αλλά και οι γυναίκες δικαστίνες εργάζονται στο σπίτι τους, όπως και οι άνδρες. Εάν λοιπόν αυτή τη στιγμή αφήσουμε ενάμιση χρόνο γονική στον πατέρα, γονική στη μητέρα κλπ. τότε δεν θα υπάρχει αποτέλεσμα» (Πρακτικά Βουλής. Ολομέλεια. Συνεδρίαση ΣΤ-1.3.2012, σ. 6539).
10. Επειδή, από το άρθρο 21 του Συντάγματος που αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του οξυμένου δημογραφικού προβλήματος της χώρας και θέτει την μητρότητα και την παιδική ηλικία υπό την προστασία του κράτους, απορρέει υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να θεσπίζει ρυθμίσεις για τη χορήγηση άδειας με σκοπό την ανατροφή των τέκνων των εργαζομένων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι δικαστικοί λειτουργοί. Η υποχρέωση αυτή απορρέει, επίσης, από το άρθρο 33 παρ. 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί δε αρχή του ενωσιακού δικαίου περί συμφιλιώσεως της οικογενειακής και της επαγγελματικής ζωής, η οποία εκφράσθηκε αρχικά με τις διατάξεις της Οδηγίας 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου και ήδη με τις διατάξεις της Οδηγίας 2010/18/ΕΕ του Συμβουλίου. Προς εκπλήρωση αυτής της συνταγματικής και ενωσιακής επιταγής ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία ευχέρεια ως προς τον καθορισμό των προϋποθέσεων χορήγησης της άδειας ανατροφής τέκνου, της χρονικής διάρκειάς της, με μόνη δέσμευση το ελάχιστο όριο των τεσσάρων μηνών που θέτει η Οδηγία 2010/18/ΕΕ, καθώς και του τρόπου χορήγησής της. Στο πλαίσιο αυτής της ευρείας ευχέρειας ο νομοθέτης μπορεί να ορίζει, μεταξύ των άλλων, διαφορετική χρονική διάρκεια της άδειας ανατροφής τέκνου για κατηγορίες δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων λαμβάνοντας υπόψη, ως προς τον ειδικότερο προσδιορισμό των χρονικών ορίων της εν λόγω άδειας, τη φύση των καθηκόντων που ασκούν οι ως άνω λειτουργοί και υπάλληλοι και τη σημασία τους για τη λειτουργία του κράτους, καθώς και τις ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες ασκούνται τα καθήκοντα αυτά, προκειμένου να εναρμονίζεται, ενόψει αυτών των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, η επαγγελματική με την οικογενειακή ζωή, κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζονται αφενός το δικαίωμα του εργαζόμενου γονέα να αφιερώνεται για ορισμένο χρόνο στην ανατροφή του τέκνου του και αφετέρου οι ανάγκες της υπηρεσίας.
11. Επειδή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη σκέψη 8, μετά την απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου 3216/2003, ο νομοθέτης καθιέρωσε ειδικές ρυθμίσεις, με το ν. 3258/2004, για την άδεια ανατροφής τέκνου στις μητέρες δικαστικές λειτουργούς, και, αφού έλαβε υπόψη τη φύση των καθηκόντων και τις ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης του δικαστικού λειτουργήματος, όρισε την ίδια χρονική διάρκεια με αυτήν που προβλέπει ο Υπαλληλικός Κώδικας για τους δημοσίους υπαλλήλους, δηλαδή εννέα μήνες, κατ’ επίκληση της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 21 για την προστασία της μητρότητας, προκειμένου να αντιμετωπισθεί το οξύ δημογραφικό πρόβλημα της χώρας. Λαμβάνοντας δε υπόψη ο νομοθέτης την ανάγκη ομαλής λειτουργίας των δικαστηρίων καθώς και τις ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης του δικαστικού λειτουργήματος, εισήγαγε διαφορετική ρύθμιση για τις δικαστικές λειτουργούς, σε σχέση με τις γυναίκες δημοσίους υπαλλήλους, μόνο ως προς τον χρόνο έναρξης αυτής, για τον οποίο όρισε ότι πρέπει να προσδιορίζεται το συντομότερο δυνατό, ήτοι εντός δύο μηνών από το πέρας της άδειας κυοφορίας. Η τελευταία αυτή ρύθμιση επαναλαμβάνεται, κατά βάση, και στις ανωτέρω διατάξεις του ν. 4055/2012, τόσο για την μητέρα όσο και για τον πατέρα δικαστικό λειτουργό, δικαιολογείται δε από τους προεκτεθέντες λόγους δημοσίου συμφέροντος. Περαιτέρω, όμως, ο νομοθέτης με τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 4055/2012 μείωσε τη χρονική διάρκεια της άδειας ανατροφής τέκνου για τους δικαστικούς λειτουργούς από εννέα σε πέντε μήνες, χωρίς από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου να προκύπτουν οι λόγοι αυτής της μείωσης. Ειδικότερα, στην εισηγητική έκθεση του νόμου όχι μόνο δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά στους λόγους που επέβαλαν τη μείωση της άδειας, αλλ’ αντιθέτως διαλαμβάνεται, προφανώς εσφαλμένα, ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού αναπροσαρμόζονται και στοιχούνται με τα ισχύοντα για τους δημοσίους υπαλλήλους, για τους οποίους όμως εξακολουθεί να προβλέπεται άδεια ανατροφής τέκνου διάρκειας εννέα μηνών. Εξάλλου, η ως άνω μείωση της χρονικής διάρκειας της άδειας ανατροφής τέκνου για τους δικαστικούς λειτουργούς, δεν αιτιολογείται ούτε από τις συζητήσεις στη Βουλή, κατά τις οποίες ο Υπουργός Δικαιοσύνης προέβαλε, ως δικαιολογητικό λόγο της σχετικής ρύθμισης, τις «δικαστικές διακοπές», που εκτείνονται από 1ης Ιουλίου έως 15 Σεπτεμβρίου, και την κατ’ οίκον εργασία των δικαστικών λειτουργών. Και τούτο διότι τόσο οι «δικαστικές διακοπές» όσο και η κατ’ οίκον απασχόληση δεν καθιστούν ευχερέστερες, κατά κοινή πείρα, τις συνθήκες εργασίας των δικαστικών λειτουργών, έναντι των λοιπών δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, ώστε να δικαιολογείται εξ αυτού του λόγου η χορήγηση στην κατηγορία αυτή δημοσίων λειτουργών μειωμένης άδειας ανατροφής τέκνου, αλλά εντάσσονται στις ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης του δικαστικού λειτουργήματος που διακρίνονται για την αυξημένη επιβάρυνση και ως εκ τούτου καθιστούν εκ προοιμίου δυσχερή τη συμφιλίωση της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή. Συγκεκριμένα, οι ιδιαίτερες συνθήκες της επαγγελματικής ζωής των δικαστικών λειτουργών συνίστανται στο ότι εργάζονται χωρίς το ωράριο που ισχύει για τους δημοσίους υπαλλήλους, η δε εργασία τους πραγματοποιείται: α) στους χώρους των δικαστηρίων, όπου συμμετέχουν στους δικαστικούς σχηματισμούς κατά την εκδίκαση των υποθέσεων που περιλαμβάνει την επ’ ακροατηρίου διαδικασία και τις διασκέψεις, ασκούν δε, εν γένει, όλα τα προβλεπόμενα από τη νομοθεσία καθήκοντα, β) κατ’ οίκον όπου προετοιμάζουν τις υποθέσεις και συντάσσουν τα σχέδια των δικαστικών αποφάσεων, η απασχόληση δε αυτή μπορεί να εκτείνεται και πέραν των εργασίμων ημερών. Με τα δεδομένα αυτά η επαγγελματική ζωή των δικαστικών λειτουργών εκτυλίσσεται τόσο εντός των δικαστηρίων όσο και κατ’ οίκον και εκτείνεται σε μεγάλα χρονικά διαστήματα που δεν περιορίζονται στις εργάσιμες ημέρες και το ωράριο που ισχύει για τους λοιπούς εργαζόμενους. Κατά δε την περίοδο από 1 Ιουλίου έως 15 Σεπτεμβρίου κάθε έτους, τα δικαστήρια λειτουργούν με τη συγκρότηση τμημάτων, σύμφωνα με τις ειδικότερες ρυθμίσεις του νόμου (βλ. άρθρο 11 παρ. 3 του Κώδικα) και επομένως συνεχίζεται η απασχόληση των δικαστικών λειτουργών είτε στους χώρους των δικαστηρίων, προς εκπλήρωση των υπηρεσιακών τους υποχρεώσεων στα τμήματα, στα οποία υπηρετούν, είτε κατ’ οίκον προς διεκπεραίωση των υποθέσεων που έχουν εκδικάσει. Εξάλλου, στις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 4055/2012 ουδεμία αναφορά γίνεται σε άλλους λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την μείωση της χρονικής διάρκειας της άδειας ανατροφής τέκνου που χορηγείται στους δικαστικούς λειτουργούς, σχετιζόμενους με προβλήματα εύρυθμης λειτουργίας κατά την απονομή της δικαιοσύνης, οι οποίοι να τεκμηριώνονται επί τη βάσει συγκεκριμένων στοιχείων και δεδομένων και να αφορούν την οργάνωση και λειτουργία των δικαστηρίων. Ενόψει των ανωτέρω, η διάταξη της παρ. 21 του άρθρου 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 89 του ν. 4055/2012, κατά το μέρος που προβλέπει ότι η χρονική διάρκεια της άδειας ανατροφής τέκνου για τους δικαστικούς λειτουργούς είναι πέντε μήνες, αντίκειται στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος. Κατά την ειδικότερη γνώμη της Συμβούλου Ο. Ζύγουρα η ως άνω διάταξη κατά το μέρος που με αυτήν μειώνεται η διάρκεια της δυνάμενης να χορηγηθεί στο δικαστικό λειτουργό άδειας ανατροφής τέκνου αντίκειται στις συνταγματικές διατάξεις περί προστασίας της οικογένειας και της μητρότητας. Ειδικότερα, οι συνθήκες ασκήσεως του επαγγέλματος του δικαστικού λειτουργού, επαγγέλματος ιδιαιτέρως απαιτητικού, δεν δικαιολογούν τη μείωση αυτή, αφού το χρονικό διάστημα των πέντε μηνών δεν είναι, κατά κοινή πείρα, επαρκές για την κάλυψη τόσο της ανάγκης του παιδιού για την παρουσία του γονέως του κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του όσο και της ανάγκης να παρασχεθεί στο γονέα δικαστικό λειτουργό η αναγκαία χρονική άνεση για να οργανώσει τη φροντίδα του παιδιού του για το μετά τη λήξη της αδείας αυτής χρονικό διάστημα, ώστε ο ίδιος να δύναται να ασκήσει απερίσπαστος τα καθήκοντά του. Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος και οι Σύμβουλοι Μ. Βηλαράς, Π. Ευστρατίου, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Α. Ντέμσιας, Σ. Χρυσικοπούλου, Β. Καλαντζή, Κ. Κουσούλης και Κ. Πισπιρίγκος οι οποίοι υποστήριξαν την ακόλουθη γνώμη: Ο νομοθέτης, με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 4055/2012, σε εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης που θέτουν τόσο οι διατάξεις του άρθρου 21 του Συντάγματος όσο και οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, προέβλεψε τη χορήγηση άδειας ανατροφής τέκνου για τους δικαστικούς λειτουργούς και όρισε τη χρονική διάρκεια αυτής σε πέντε μήνες, λαμβάνοντας υπόψη τη δέσμευση η οποία απορρέει από την ως άνω Οδηγία 2010/18/ΕΕ του Συμβουλίου για τον ελάχιστο χρόνο της άδειας ανατροφής τέκνου που ορίζεται σε τέσσερις μήνες. Ως εκ τούτου, ο νομοθέτης κινήθηκε εντός του συνταγματικού και ενωσιακού πλαισίου, όρισε δε τη χρονική διάρκεια της άδειας ανατροφής τέκνου για τους δικαστικούς λειτουργούς αφού έλαβε υπόψη τη φύση των καθηκόντων των δικαστικών λειτουργών, τα οποία συνδέονται με την εύρυθμη και ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, καθώς και τις ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες οι ανωτέρω λειτουργοί ασκούν τα καθήκοντά τους. Δεν εκωλύετο δε ο νομοθέτης από το Σύνταγμα ή το ενωσιακό δίκαιο ή από άλλη διάταξη υπερνομοθετικής τυπικής ισχύος, να μειώσει τη χρονική διάρκεια της προβλεπόμενης για τους δικαστικούς λειτουργούς άδειας ανατροφής τέκνου, σε σχέση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, ή να ορίσει μικρότερη διάρκεια έναντι της άδειας εννέα μηνών που χορηγείται στους δημοσίους υπαλλήλους, εφόσον για τη θέσπιση της νέας ρύθμισης στάθμισε τις ανάγκες της δικαιοσύνης και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του δικαστικού λειτουργήματος δεδομένου ότι οι δικαστικοί λειτουργοί αποτελούν, έναντι των δημοσίων υπαλλήλων, διαφορετική κατηγορία η οποία έχει ως αποστολή την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου και τελεί υπό ειδικό καθεστώς συνταγματικών εγγυήσεων, ασκούν δε τα καθήκοντά τους υπό διαφορετικές συνθήκες και, παρά τον όγκο και τις δυσχέρειες του έργου τους, λόγω της φύσης της εργασίας τους κατά κανόνα δεν έχουν υποχρέωση τήρησης συγκεκριμένου καθημερινού ωραρίου. Εξάλλου, η επίμαχη ρύθμιση, κατά το μέρος που ορίζει σε πέντε μήνες τη χρονική διάρκεια της άδειας ανατροφής τέκνου για τους δικαστικούς λειτουργούς, δεν παρίσταται αυθαίρετη και απρόσφορη προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με τη νομοθετική ρύθμιση σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην εναρμόνιση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή του δικαστικού λειτουργού, η ειδικότερη δε εκτίμηση του νομοθέτη επί τη βάσει της οποίας καθορίστηκε σε πέντε μήνες η εν λόγω άδεια, εκφεύγει, ως ουσιαστική, του ακυρωτικού ελέγχου. Κατόπιν των ανωτέρω, σύμφωνα με την μειοψηφήσασα γνώμη, η διάταξη της παρ. 21 του άρθρου 44 του Κώδικα, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 89 του ν. 4055/2012, κατά το μέρος που ορίζει τη χρονική διάρκεια της άδειας ανατροφής τέκνου για τους δικαστικούς λειτουργούς σε πέντε μήνες, δεν αντίκειται σε διάταξη του Συντάγματος ή του ενωσιακού δικαίου ούτε σε άλλη διάταξη κυρωτικού νόμου διεθνούς σύμβασης με υπερνομοθετική ισχύ.
12. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Η αιτούσα, αντεισαγγελέας πρωτοδικών που υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Καβάλας, με την από 18.7.2012 αίτησή της προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (αριθμ. πρωτ. Εισαγγελίας Καβάλας 1402/20.7.12) ζήτησε να της χορηγηθεί εννεάμηνη άδεια ανατροφής του φερόμενου ως γεννηθέντος την 2.6.2012 τέκνου της. Με την προσβαλλόμενη 71481/16.8.2012 πράξη της Αναπληρώτριας Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Λειτουργίας Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών του Υπουργείου Δικαιοσύνης χορηγήθηκε στην αιτούσα, κατ’ επίκληση των διατάξεων της παρ. 21 του άρθρου 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 89 του ν. 4055/2012, άδεια ανατροφής τέκνου διάρκειας μόνον πέντε μηνών, με αποδοχές, με ημερομηνία έναρξης αυτή που θα καθορισθεί από τον Προϊστάμενο της υπηρεσίας της αιτούσας. Με την πράξη δε αυτή εκδηλώθηκε άρνηση της Διοίκησης να ικανοποιήσει το αίτημα της αιτούσας, κατά το μέρος που ζητούσε τη χορήγηση εννεάμηνης άδειας ανατροφής. Ακολούθως, με την 32/24.9.2012 πράξη της Προϊσταμένης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Καβάλας ορίσθηκε ως ημερομηνία έναρξης της ως άνω άδειας ανατροφής τέκνου πέντε μηνών η 23.9.2012.
13. Επειδή, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η διάταξη της παρ. 21 του άρθρου 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 89 του ν. 4055/2012, κατά το μέρος που προβλέπει ότι η χρονική διάρκεια της άδειας ανατροφής τέκνου για τους δικαστικούς λειτουργούς περιορίζεται σε πέντε μήνες, αντίκειται στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος, η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία εκδόθηκε επί τη βάσει της άνω διάταξης είναι μη νόμιμη κατά το μέρος που εκδηλώθηκε μ’ αυτήν απόρριψη του αιτήματος της αιτούσας για χορήγηση εννεάμηνης άδειας, και ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθεί ως προς το μέρος αυτό, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο σχετικό λόγο ακυρώσεως. Αν και κατά την μειοψηφήσασα γνώμη, σύμφωνα με την οποία η ως άνω διάταξη του Κώδικα σε ουδεμία διάταξη του Συντάγματος ή άλλη διάταξη αυξημένης τυπικής ισχύος αντίκειται, νομίμως απορρίφθηκε το σχετικό αίτημα της αιτούσας, ο δε προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος.
14. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση.
Διά ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Ακυρώνει την 71481/16.8.2012 πράξη της Αναπληρώτριας Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Λειτουργίας Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατά τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό.
Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου. Και
Επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αιτούσας η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Ιουνίου 2013
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Κ. Μενουδάκος Μ. Παπασαράντη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 18ης Οκτωβρίου 2013.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Σωτ. Αλ. Ρίζος Αικ. Ρίπη
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
Με το άρθρο 89 του ν. 4055/2012, οι παράγραφοι 20, 21, 22 και 23 του άρθρου 44 του ν. 1756/1988 αντικαταστάθηκαν και προστέθηκαν παράγραφοι 24, 25 και 26. Οι παραπάνω διατάξεις παραμένουν ως έχουν, πλην αυτής της παραγράφου 21, που προτείνουμε να διαμορφωθεί, σε συμμόρφωση τόσο προς την προαναφερόμενη απόφαση όσο και προς την υπ’ αριθμ. 845/2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που αντιμετωπίζει το θέμα της πολύδυμης κύησης δικαστικών λειτουργών, ως ακολούθως:
21. Στο γονέα δικαστικό λειτουργό χορηγείται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ύστερα από αίτησή του, άδεια εννέα (9) μηνών με αποδοχές για ανατροφή παιδιού.Σε περίπτωση πολύδυμης κύησης, η παραπάνω προβλεπόμενη άδεια εννέα μηνών για ανατροφή τέκνου, με αποδοχές, προσαυξάνεται, κατά το ένα τρίτο της εννεάμηνης διάρκειάς της, δηλαδή κατά τρεις μήνες, για κάθε τέκνο πέραν του ενός». Η ημερομηνία έναρξής της ορίζεται: α) από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, σε όσα Δικαστήρια διευθύνονται από Τριμελές Συμβούλιο, β) από τον προϊστάμενο του Δικαστηρίου ή της Εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων σε κάθε άλλη περίπτωση, και πρέπει να προσδιορίζεται, όταν το σχετικό αίτημα υποβάλλεται από μητέρα δικαστική λειτουργό, το συντομότερο δυνατόν, οπωσδήποτε, όμως, μέσα σε δύο (2) μήνες από το πέρας της άδειας μητρότητας που έλαβε η ίδια δικαστική λειτουργός. Η αίτηση για τη χορήγηση της πιο πάνω άδειας σε πατέρα δικαστικό λειτουργό για την ανατροφή του παιδιού του πρέπει να υποβάλλεται το συντομότερο δυνατόν μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας που έχει χορηγηθεί στην εργαζομένη μητέρα του παιδιού του. Αν η σύζυγος του δικαστικού λειτουργού δεν έχει πάρει άδεια μητρότητας, η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται το συντομότερο δυνατόν μετά την ημερομηνία κατά την οποία θα έληγε η άδεια μητρότητας, την οποία, με βάση το χρόνο τοκετού, θα ελάμβανε μητέρα δικαστική λειτουργός.
Στο τέλος της παρ. 21 του οικείου άρθρου (44) προτείνουμε να προστεθεί το αμέσως παρακάτω εδάφιο, μεταβατικού περιεχομένου: «Στους δικαστικούς λειτουργούς, που, κατ’ εφαρμογή της τροποποιητικής διατάξεως του άρθρου 89 του Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α 51/12.3.2012), χορηγήθηκε άδεια ανατροφής τέκνου πέντε μηνών, χορηγείται επιπροσθέτως άδεια χρονικής διάρκειας τεσσάρων μηνών, κατόπιν αιτήσεώς τους, κατά την παράγραφο τούτη, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η ημερομηνία έναρξης της οποίας καθορίζεται ως ανωτέρω, μέχρι συμπλήρωσης του τρίτου έτους ηλικίας του παιδιού. Σε περίπτωση πολύδυμης κύησης, χορηγείται στους δικαστικούς λειτουργούς, κατόπιν αιτήσεώς τους, κατά τα ανωτέρω, πλην της άδειας εννέα μηνών για ανατροφή παιδιού, και η προβλεπόμενη επαύξηση της άδειας ανατροφής των τέκνων μέχρι συμπλήρωσης του τρίτου έτους ηλικίας των τέκνων».
http://www.ende.gr/anakoinoseis.asp?id=238
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ σχολιάστε κόσμια