Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ
ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Προς: τους κ.κ. ΕισαγγελείςΕφετών και Πρωτοδικών της Χώρας
Με αφορμή ερώτημα που μας ετέθη από τη Διευθύνουσα την ΕισαγγελίαΠρωτοδικών Αθηνών, σχετικά με την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 4 τουΝ.4198/11-10-2013, το οποίο, αποτελεί ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, σαςγνωρίζουμε τα εξής:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν.4198/11-10-2013 «α. Παραγράφεται τοαξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεστείμέχρι 31.8.2013: α) των πταισμάτων και β) των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ονόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές....β.Οι δικογραφίες που αφορούν τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις,
τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου...... ».
Εξάλλου, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 8 παρ. 4 του ίδιου, ως άνω, νόμου«α. Ποινές στερητικές τις ελευθερίας διάρκειας μέχρι έξι μηνών Tfou έχουν επιβληθεί μεαποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσονοι αποφάσεις αυτές δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι επιβληθείσες ποινές δενέχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου,παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσειμέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, νέα από δόλο αξιόποινηπράξη, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική τηςελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών....β. Οι μη εκτελεσθείσες κατά τα ανωτέρωαποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του
αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου...... ».
Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων προκύπτει αδιαμφισβήτητα ότι μετη νομοθετική αυτή παρέμβαση σκοπείται η αποσυμφόρηση των δικαστηρίων απόυποθέσεις που κρίθηκαν αυθεντικά ως ήσσονος σημασίας, με κριτήριο το ύψος
είτε της απειλούμενης είτε της επιβληθείσης ποινής, με την προϋπόθεση ότι η σχετικήκαταδικαστική απόφαση δεν έχει καταστεί αμετάκλητη και δεν έχει εκτιθεί η ποινή μεοποιονδήποτε τρόπο μέχρι την δημοσίευση του νόμου αυτού. Ειδικά για τις χρηματικέςποινές που έχουν επιβληθεί αθροιστικά με στερητικές της ελευθερίας ποινές, οι οποίεςεμπίπτουν στις κατά τα άνω προβλέψεις του νόμου, η αρχειοθέτηση των αποφάσεων μόνογια τις τελευταίες και η εξακολούθηση της διαδικασίας για τις χρηματικές ποινές, όχι μόνοδεν είναι σύμφωνη με το σκοπό του νομοθέτη, αλλά αντίκειται στη συστηματική και λογικήσύλληψη της περί ης πρόκειται ρύθμισης. Και τσύτο"δτότΊ7εκτός του ότιδεν αναχαιτίζεταιησώρευση υποθέσεων στα ακροατήρια των ποινικών δικαστηρίων, είναι εύκολααντιληπτή η ενδεχόμενη υποκείμενη αντίφαση, δηλαδή για την ίδια αξιόποινη πράξη, εκτου λόγου ότι η υπόθεση έχει εισαχθεί, λόγω ασκήσεως εφέσεως, στο ακροατήριο μόνοως προς τη χρηματική ποινή, ο κατηγορούμενος να αθωωθεί και ταυτόχρονα η ίδιαυπόθεση για την οποία έχει επιβληθεί στερητική της ελευθερίας ποινή που δεν υπερβαίνεισε διάρκεια τους έξι μήνες, να έχει αρχειοθετηθεί. Περαιτέρω, στην περίπτωση που έχειεπιβληθεί αμιγώς χρηματική ποινή, η σχετική απόφαση, πάντα με την προϋπόθεση ότι δενέχει καταστεί αμετάκλητη, τίθεται στο αρχείο, καθόσον, κατά τους ορισμούς του υπόψηνόμου, παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη όλων των πράξεων (εκτός από τιςεξαιρέσεις του νόμου) κατά των οποίων απειλείται χρηματική ποινή, η κατά τα άνω δεεξάλειψη του αξιοποίνου επέρχεται σε οποιοδήποτε διαδικαστικό στάδιο και πριν τοαμετάκλητο της σχετικής απόφασης. Τυχόν δε διάκριση και συνακόλουθα διαφορετικήαντιμετώπιση των περιπτώσεων «απειλούμενης» και «επιβληθείσης» χρηματικής ποινής,αντιβαίνει όχι μόνο στο γράμμα και στο σκοπό του νόμου, αλλά έρχεται σε αντίθεση και μετην αξιούμενη ευθυδικία, ως ειδικότερης έκφανσης της γενικής αρχής της Δίκαιης Δίκης,που πρέπει να διατρέχει την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.
Κατά τα λοιπά εξακολουθούν να ισχύουν όσα διαλαμβάνονται στις υπ1 αριθμ. 3/5-7-2005 και 7/27-10-2005 εγκυκλίους μας.
Προς
τους κ. Εισαγγελείς Εφετών και Πρωτοδικών
του κράτους
Με αφορμή την έναρξη ισχύος του Ν.3346/17-6-2005 και των ζητημάτων πουέχουν ανακύψει κατά την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 31 και 32 του νόμουαυτού, σας γνωρίζουμε τα εξής :
α. Σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 31 περί «παραγραφής και παύσηςοριστικής δίωξης», δεν δημιουργείται οποιοδήποτε θέμα για τις υποθέσεις που δενέχουν εισαχθεί στο ακροατήριο, είτε έχει ασκηθεί ποινική δίωξη είτε όχι. Αυτέςτίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου. Τοζήτημα που έχει ανακύψει είναι η τύχη των δικογραφιών που αφορούν αξιόποινηπράξη από εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 της διατάξεως, και εκκρεμούνήδη στο ακροατήριο πριν από την 17-6-2005. Η γνώμη μας είναι ότι και αυτές θαπρέπει να τεθούν στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα ή δημόσιουκατηγόρου, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου,στην οποία καμιά διαφοροποίηση δεν γίνεται για τις υποθέσεις αυτές, αφού είναιπροφανής ο σκοπός του νομοθέτη να επιτύχει την αποσυμφόρηση των δικαστηρίωναπό υποθέσεις που με τα δικά του κριτήρια δεν είναι σημαντικές. Εξάλλου, η διάταξη αυτή ως νεώτερη και
ειδικότερη κατισχύει της γενικής διάταξης του άρθρου 320§3 Κ.Π.Δ. Διαφορετικήπροσέγγιση θα οδηγούσε σε ακύρωση του σκοπού αυτού, αφού τα πινάκια τωνποινικών δικαστηρίων θα συνέχιζαν να κατακλύζονται από τις υποθέσεις αυτές γιαμεγάλο χρονικό διάστημα. Μόνον στην περίπτωση που πράξη που αναφέρεταιστην παράγραφο 1, είναι συναφής με άλλη πράξη που δεν υπάγεται σ'αυτήν, τότε ησχετική δικογραφία θα παραμείνει στο ακροατήριο και θα εκδικαστεί κανονικά, ώστετο Δικαστήριο να παύσει τη δίωξη για την πράξη του άρθρου 31 §1 και να αποφασίσειότι πρέπει για την άλλη συναφή πράξη.
β. Σχετικά με τη διάταξη του άρθρου 32 του νόμου, πρέπει ναπαρατηρηθεί ότι αυτή αφορά καταδικαστικές αποφάσεις για εγκλήματα που δενυπάγονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 31, αφού για τις τελευταίες δεν ανακύπτειζήτημα «παραγραφής της ποινής», δεδομένου ότι τίθενται στο αρχείο λόγω«παραγραφής του αξιοποίνου». Στις περιπτώσεις που συντρέχουν οι προϋποθέσειςτου άρθρου 32§1 (καταδικαστική απόφαση σε ποινή μέχρι έξι μηνών, που δεν έχεικαταστεί αμετάκλητη και δεν έχει εκτιθεί μέχρι την 17-6-2005, ημερομηνία ισχύοςτου Ν.3346/2005) οι σχετικές δικογραφίες, σε οποιοδήποτε διαδικαστικό στάδιο και ανβρίσκονται, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα ή δημόσιουκατήγορου, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη της παραγράφου 2 τουάρθρου 32. Είναι προφανής και σαφής ο σκοπός του νομοθέτη, να καταστήσειανενεργείς τις παραπάνω καταδικαστικές αποφάσεις, που λόγω του ύψους της ποινήςπου έχουν επιβάλει, κρίθηκαν με τα δικά του κριτήρια ότι δεν είναι σημαντικές. Πρέπειεξάλλου να παρατηρηθεί ότι με τις ρυθμίσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 32 καικυρίως με την πρόβλεψη ότι
«σε περίπτωση νέας καταδίκης ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά, μετά την έκτιση της νέαςποινής και τη μη εκτιθείσα...», δεν επέρχεται κατά τη γνώμη μου, αλλαγή στις ρυθμίσειςτου Κ.Π.Δ., που προβλέπουν τα περί εκτελέσεως των αποφάσεων. Η μη εκτιθείσα ποινή,που έχει επιβληθεί με απόφαση που θα τεθεί στο αρχείο «υπό όρον», θα εκτελεστείαθροιστικά μετά την παραβίαση του «όρου», μόνον όταν συντρέχουν οι νόμιμεςπροϋποθέσεις που προβλέπονται από τον Κ.Π.Δ. (άρθρα 546 επ.). Με άλλα λόγια ηδιαδικαστική πορεία της υπόθεσης, που είχε τεθεί στο αρχείο, εφόσον υπάρξει νέακαταδίκη, θα συνεχιστεί, χωρίς οποιαδήποτε αποστέρηση δικαιωμάτων τουκαταδικασμένου κατηγορουμένου, από το δικονομικό σημείο, που η υπόθεση βρισκότανστις 17-6-2005.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ σχολιάστε κόσμια