(Περίληψη) Ενόψει του ότι τόσο στην ισχύουσα, κατά το χρόνο συντέλεσης της ακυρωθείσης παράλειψης της Διοίκησης να κινήσει τη διαδικασία ανάκλησης της απαλλοτρίωσης (1999), διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 12 του ΝΔ 797/1971, όσο και στην νεώτερη, ισχύουσα κατά το χρόνο έκδοσης των πράξεων καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης (2007), διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 12 του Ν 2882/2001, ρητώς ορίζεται ότι ληπτέος υπόψη δείκτης τιμών καταναλωτή (Τ2) είναι εκείνος του χρόνου έκδοσης της πράξης καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης, προς τον σκοπό της επιστροφής χρηματικού ποσού ίσης αγοραστικής δύναμης με την εισπραχθείσα από τον πρώην ιδιοκτήτη αποζημίωση, η ρύθμιση αυτή ισχύει σε κάθε περίπτωση. Δηλαδή έστω και αν η πράξη καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης εκδίδεται σε συμμόρφωση με ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.Τούτο, διότι ακριβώς ο νομοθέτης τόσο της προϊσχύουσας, όσο και της νέας διάταξης δεν ανέχεται να υπολογισθεί η επιστρεπτέα αποζημίωση επί τη βάσει δείκτη τιμών καταναλωτή (Τ2) προγενέστερου της έκδοσης της σχετικής πράξης καθορισμού χρόνου. Με αυτά συνεπώς τα δεδομένα εφαρμοστέο νομικό καθεστώς για τον υπολογισμό της επιστρεπτέας αποζημίωσης είναι το ισχύον κατά το χρόνο συντέλεσης της ακυρωθείσης παράλειψης, δηλαδή η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 4 του ΝΔ 797/1971, και υπό την εκδοχή αυτή ληπτέος υπ’ όψη δείκτης τιμών καταναλωτή (Τ2) είναι εκείνος του χρόνου έκδοσης της πράξης καθορισμού της ενλόγω αποζημίωσης, όπως ρητώς στη διάταξη αυτή ορίζεται (αντίθ. μειοψ.) Παραπέμπει στην Ολομέλεια.
[...] 2. Επειδή, με την κοινή απόφαση Α1046/289/22.1.1971 των Υπουργών Οικονομικών και Συντονισμού (φ. Δ΄ 23/28.1.1971) απαλλοτριώθηκε υπέρ και με δαπάνες του τριτανακόπτοντος ΕΟΤ ακίνητο, ιδιοκτησίας των ήδη καθών η τριτανακοπή, στην περιοχή Αγίου Νικολάου Αναβύσσου Αττικής, η απαλλοτρίωση δε αυτή συντελέστηκε το έτος 1971 με παρακατάθεση της δικαστικώς ορισθείσης αποζημίωσης, την οποία εισέπραξαν οι ήδη καθών. Με την από 28.5.1999 αίτησή τους προς το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών οι καθών ζήτησαν την ανάκληση της συντελεσμένης απαλλοτρίωσης του ακινήτου. Το αίτημά τους αυτό απορρίφθηκε σιωπηρώς και κατά της σιωπηρής απόρριψης οι καθών άσκησαν αίτηση ακυρώσεως, η οποία έγινε δεκτή με την 1983/2005 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και ακυρώθηκε η εν λόγω σιωπηρή άρνηση ανάκλησης της απαλλοτρίωσης ως προς το συγκεκριμένο ακίνητο. Σε συμμόρφωση προς την ανωτέρω ακυρωτική απόφαση, ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών προέβη με την 1082907/5928/Δ0010/29.10.2007 πράξη του, βάσει των άρθρων 12 του ΝΔ 797/1971 και 12 του Ν 2882/2001, στον καθορισμό του ποσού της επιστρεπτέας αποζημίωσης, προκειμένου να ακολουθήσει μετά την επιστροφή της η έκδοση της πράξης ανάκλησης της απαλλοτρίωσης ως προς το ως άνω ακίνητο. Κατά της ανωτέρω πράξης οι καθών άσκησαν αίτηση ακυρώσεως, η οποία έγινε δεκτή με την απόφαση 722/2009 του ΣΤ΄ Τμήματος και ακυρώθηκε η εν λόγω πράξη καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης ως μη νόμιμη. Με την κρινόμενη τριτανακοπή, η οποία εισάγεται προς εκδίκαση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος με την 2350/2010 απόφαση της πενταμελούς σύνθεσης, ο ΕΟΤ, υπέρ και με δαπάνες του οποίου κηρύχθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση του επίμαχου ακινήτου, ζητεί την εξαφάνιση της ανωτέρω 722/2009 ακυρωτικής απόφασης.
3. Επειδή, στο άρθρο 49 του ΠΔ 18/1989 (Α΄ 8) ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να παρέμβει στη δίκη επί αίτησης ακυρώσεως, μόνο για τη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης. 2. Η παρέμβαση ασκείται επί ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο που κατατίθεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 παρ. 1 του παρόντος και κοινοποιείται με επιμέλεια του παρεμβαίνοντος, έξι τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με επίδοση κυρωμένου αντιγράφου προς τους διαδίκους. 3. …». Στο άρθρο 51 του ίδιου διατάγματος ορίζεται ότι: «1. Τρίτος, που βλάπτεται από την ακυρωτική απόφαση, δικαιούται να την ανακόψει μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών, η οποία αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης προς αυτόν, ή αφότου έλαβε γνώση της απόφασης με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. 2. Στερείται το δικαίωμα ανακοπής ο τρίτος, στον οποίο με επιμέλεια του εισηγητή κοινοποιήθηκε αντίγραφο της αίτησης ακυρώσεως με σημείωση της δικασίμου, είκοσι πλήρεις ημέρες πριν από αυτήν, καθώς και οποιοσδήποτε άσκησε παρέμβαση κατά τη συζήτηση. 3. Οι διατάξεις του παρόντος που αφορούν την προδικασία, τη συζήτηση και την έκδοση απόφασης επί της αίτησης ακυρώσεως, εφαρμόζονται αναλόγως και για την τριτανακοπή». Με τις διατάξεις αυτές το έννομο συμφέρον για την άσκηση τριτανακοπής είναι στενά συνδεδεμένο με το έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης, υπό την έννοια ότι κατά ακυρωτικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, δικαιούται να ασκήσει τριτανακοπή ο τρίτος, ο οποίος είχε έννομο συμφέρον να παρέμβει στην ακυρωτική δίκη για τη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης (ΣτΕ 856/2009 επτ., 2965/2006, 2597/2005 επτ., 3823/1997 Ολ κ.ά.).
[...] 6. Επειδή, με τις ταυτόσημες κατά περιεχόμενο ως άνω διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 4 του ΝΔ 797/1971 και του άρθρου 12 παρ. 3 του Ν 2882/2001 τάσσεται ως προϋπόθεση για την ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτρίωσης, λόγω μη εκπλήρωσης του σκοπού της, η επιστροφή «στον βαρυνόμενο με τη δαπάνη της απαλλοτρίωσης», από τον καθού η απαλλοτρίωση αρχικό ιδιοκτήτη, της εισπραχθείσης από αυτόν αποζημίωσης, αναπροσαρμοσμένης κατά τα ειδικότερον οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις. Επομένως, ο ΕΟΤ, υπέρ και με δαπάνες του οποίου είχε κηρυχθεί η επίμαχη απαλλοτρίωση και ο οποίος είχε καταβάλει την ορισθείσα αποζημίωση στους καθ’ ων η απαλλοτρίωση αρχικούς ιδιοκτήτες του επίμαχου ακινήτου για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης αυτού, είναι ως «βαρυνόμενος με τη δαπάνη της απαλλοτρίωσης», ο δικαιούχος, σύμφωνα με τα ως άνω άρθρα 12 παρ. 4 του ΝΔ 797/1971 και 12 παρ. 3 του Ν 2882/2001, του ποσού της επιστρεπτέας αποζημίωσης, δεδομένου ότι, πάντως, στην ΕΤΑ έχει μεταβιβαστεί μόνο η διοίκηση και διαχείριση της ακίνητης περιουσίας του, ενώ εξάλλου η πράξη 15/24.7.2003 του Υπουργικού Συμβουλίου (Α΄ 190), με την οποία είχε αποφασιστεί η απόκτηση κατά κυριότητα από την ΕΤΑ ευρύτερης έκτασης ιδιοκτησίας του ΕΟΤ, στην οποία περιλαμβανόταν και το επίμαχο ακίνητο (βλ. ΣτΕ Ολ 1983/2005), ακυρώθηκε με την απόφαση 1209/2007 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επομένως, ο ΕΟΤ, ως δικαιούχος, κατά τ’ ανωτέρω, του ποσού της επιστρεπτέας αποζημίωσης, είχε έννομο συμφέρον να παρέμβει στη δίκη της αιτήσεως ακυρώσεως κατά των πράξεων καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης, επί της οποίας εκδόθηκε η τριτανακοπτόμενη απόφαση. Κατά την ειδικότερη δε γνώμη του Συμβούλου Β. Αραβαντινού, ναι μεν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 13 παρ. 5 περίπτ. ιβ του Ν 2636/1998, όπως κατά τα ανωτέρω ισχύει, η εταιρία «ΕΤΑ ΑΕ» νομιμοποιείται να διεξάγει η ίδια κάθε δίκη που αφορά περιουσιακά στοιχεία του ΕΟΤ, των οποίων αυτή ασκεί τη διοίκηση και διαχείριση, από τη διάταξη, όμως, αυτή δεν αποκλείεται το δικαίωμα του ΕΟΤ, ως φορέα της ειδικής απαίτησης είσπραξης της επιστρεπτέας αποζημίωσης για την ανάκληση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης που είχε κηρυχθεί με δαπάνες του, να παρεμβαίνει σε ακυρωτική δίκη υπέρ της ισχύος της πράξης καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης.
7. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, ο τριτανακόπτων ΕΟΤ, ο οποίος δεν είχε ασκήσει παρέμβαση στην ακυρωτική δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η τριτανακοπτόμενη απόφαση, και στον οποίο δεν είχε κοινοποιηθεί, κατά το ανωτέρω άρθρο 51 παρ. 2 του ΠΔ 18/1989, αντίγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως, η οποία έγινε δεκτή με την τριτανακοπτόμενη απόφαση, νομιμοποιείται ως δικαιούχος της επιστρεπτέας αποζημίωσης, λόγω ανάκλησης της απαλλοτρίωσης, να ασκήσει την κρινόμενη τριτανακοπή. Περαιτέρω δε, η υπό κρίση τριτανακοπή ασκείται εμπροθέσμως, διότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι η τριτανακοπτόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στον τριτανακόπτοντα ή ότι έλαβε γνώση αυτής με οποιονδήποτε τρόπο σε χρόνο απώτερο των εξήντα ημερών πριν από την άσκηση της τριτανακοπής.
8. Επειδή, η τριτανακοπτόμενη απόφαση, ερμηνεύοντας τις διατάξεις του άρθρου 29 του Ν 2882/2001, σχετικά με το εφαρμοστέο νομοθετικό καθεστώς επί των απαλλοτριώσεων που κηρύσσονται πριν και μετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, δέχθηκε ότι αυτές δεν αφορούν την ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτρίωσης, διότι η εν λόγω ανάκληση δεν αποτελεί στάδιο της απαλλοτριωτικής διαδικασίας, ώστε να διέπεται από το ισχύον κατά το χρόνο της κήρυξής της νομοθετικό καθεστώς για λόγους ενότητας της διαδικασίας, ούτε και αποτελεί τη συνήθη κατάληξη αυτής, και ότι, αντιθέτως, η ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτρίωσης είναι νέα και εξαιρετική διοικητική διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα μετά πάροδο μακρού χρόνου και της οποίας η πρόοδος εξαρτάται από τη μεσολάβηση νομικών και πραγματικών γεγονότων (ενέργειες της Διοίκησης κ.λπ.) τα οποία δεν εντάσσονται στη νομική διαδικασία της απαλλοτρίωσης αλλά στο στάδιο υλοποίησης αυτής. Ως εκ τούτου, ο υπολογισμός της επιστρεπτέας αποζημίωσης, ο οποίος εντάσσεται στη διαδικασία ανάκλησης συντελεσμένης απαλλοτρίωσης, διέπεται καταρχήν από το ισχύον κατά το χρόνο έκδοσης των σχετικών διοικητικών πράξεων νομοθετικό καθεστώς. Ωστόσο, έκρινε περαιτέρω ότι, όταν οι πράξεις αυτές εκδίδονται στο πλαίσιο της συμμόρφωσης της Διοίκησης προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρέπει να διέπονται από το νομικό καθεστώς το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο κατά τον οποίο εκδόθηκε η ακυρωθείσα πράξη ή συντελέστηκε η ακυρωθείσα παράλειψη, και ότι, εν προκειμένω, εφόσον η προσβληθείσα με την ασκηθείσα αίτηση ακυρώσεως ως άνω υπουργική απόφαση εντάσσεται στη διαδικασία ανάκλησης συντελεσμένης απαλλοτρίωσης, η οποία ελάμβανε χώρα σε συμμόρφωση προς την προηγηθείσα 1983/2005 ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφαρμοστέο νομικό καθεστώς, για τον υπολογισμό της επιστρεπτέας αποζημίωσης, είναι το ισχύον κατά το χρόνο συντέλεσης της ακυρωθείσης παράλειψης της Διοίκησης να άρει την επίμαχη απαλλοτρίωση (29.8.1999), τούτο δε είναι το ΝΔ 797/1971. Κατόπιν της ανωτέρω ερμηνείας, με την τριτανακοπτόμενη απόφαση έγινε τελικώς δεκτό ότι μη νομίμως η προσβληθείσα πράξη ερειδόταν στο ισχύον, κατά το χρόνο έκδοσής της, νομικό καθεστώς και έλαβε υπ’ όψη τον κατά το χρόνο αυτό ισχύοντα δείκτη τιμών καταναλωτή (Τ2), ενώ έπρεπε να εκδοθεί βάσει του νομικού και πραγματικού καθεστώτος που ίσχυε κατά το χρόνο συντέλεσης της ακυρωθείσης παράλειψης της Διοίκησης (29.8.1999) και να λάβει υπ’ όψη της τον ισχύοντα κατά το χρόνο εκείνο δείκτη τιμών καταναλωτή (Τ2).
9. Επειδή, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την έννοια των άρθρων 95 παρ. 4 και 5 του Συντάγματος και 50 του ΠΔ 18/1989, η ακύρωση διοικητικής πράξης από το Συμβούλιο της Επικρατείας επαναφέρει την υπόθεση στο χρόνο έκδοσης της ακυρωθείσης πράξης, η δε τυχόν εκδιδόμενη, σε συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση, νέα πράξη ανάγεται στο χρόνο εκείνο και διέπεται, κατ’ αρχήν, από το τότε ισχύον νομικό και πραγματικό καθεστώς. Και ναι μεν, από την υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοικήσεως προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν κωλύεται η νομοθετική εξουσία να προβαίνει, με γενικές διατάξεις, σε νέες ρυθμίσεις που μεταβάλλουν το ισχύον νομικό καθεστώς, πλην το νέο αυτό νομοθετικό καθεστώς καταλαμβάνει τις, λόγω ακυρωτικής αποφάσεως εκκρεμείς ενώπιον της Διοικήσεως υποθέσεις, μόνον όταν το νεώτερο νομοθέτημα έχει αναδρομική ισχύ ή προκύπτει από αυτό ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται εφεξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων (ΣτΕ 2267/2007 επταμ., 748/2007, 2228/2005, 952/1996, 1614/1993, 2827/1980 Ολ κ.ά.).
10. Επειδή, σύμφωνα με τις παρατιθέμενες στη σκέψη 4, και ταυτόσημες κατά περιεχόμενο, διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 4 του ΝΔ 797/1971 και 12 παρ. 3 του Ν 2882/2001, για την ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτρίωσης, λόγω μη εκπλήρωσης του σκοπού της, η οποία έχει κηρυχθεί υπέρ του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών κοινής ωφέλειας τάσσεται ως αναγκαία προϋπόθεση η επιστροφή στον υπέρ ου η απαλλοτρίωση της αποζημίωσης η οποία είχε εισπραχθεί από τον πρώην ιδιοκτήτη, αναπροσαρμοσμένης κατά τον μαθηματικό τύπο που προβλέπεται στις εν λόγω διατάξεις του ΝΔ 797/1971 και του Ν 2882/2001, δηλαδή με τον πολλαπλασιασμό της εισπραχθείσης αποζημίωσης επί το λόγο (Τ2/Τ1) του δείκτη τιμών καταναλωτή «του χρόνου έκδοσης της απόφασης καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης (Τ2)» και του χρόνου είσπραξης της αποζημίωσης από τον δικαιούχο (Τ1). Με τη ρύθμιση αυτή της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής του ποσού της εισπραχθείσης αποζημίωσης, λαμβανομένου υπ’ όψη του δείκτη τιμών καταναλωτή (Τ2) του χρόνου έκδοσης της πράξης καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης, δηλαδή εγγύς του χρόνου επιστροφής αυτής, ο νομοθέτης τόσο του ΝΔ 797/1971, όσο και του ήδη ισχύοντος Ν 2882/2001 απέβλεψε, και ευλόγως, στη διασφάλιση της οικονομικής ισορροπίας μεταξύ του ποσού της αποζημίωσης που είχε εισπραχθεί από τον πρώην ιδιοκτήτη για την απαλλοτρίωση του ακινήτου και του χρηματικού ποσού το οποίο πρέπει αυτός να επιστρέψει στον υπέρ ου η απαλλοτρίωση για την ανάκληση αυτής. Σκοπός δηλαδή, εύλογος και θεμιτός, των ταυτόσημων, κατά περιεχόμενο, διαδοχικών νομοθετικών αυτών ρυθμίσεων είναι, προκειμένου να ανακληθεί η απαλλοτρίωση, να επιστραφεί, σε κάθε περίπτωση, χρηματικό ποσό ίσης αγοραστικής δύναμης με την εισπραχθείσα για την απαλλοτρίωση αποζημίωση, μέσω της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής της εισπραχθείσης αποζημίωσης, με τη λήψη υπ’ όψη του δείκτη τιμών καταναλωτή (Τ2) του χρόνου έκδοσης της πράξης καθορισμού αυτής. Ενδεικτική της βούλησης αυτής του διαχρονικού νομοθέτη να επιστραφεί στο Δημόσιο ή σε κρατικό νομικό πρόσωπο, χρηματικό ποσό ίσης αγοραστικής δύναμης με την εισπραχθείσα από τον πρώην ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος αποζημίωση, μέσω της προβλεπόμενης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής της, είναι και η ρύθμιση, κατά την οποία εάν ο πρώην ιδιοκτήτης δεν καταβάλει την καθορισθείσα ως επιστρεπτέα αποζημίωση εντός των οριζόμενων προθεσμιών, τότε η αρμόδια αρχή δύναται να εκδώσει, ύστερα από αίτηση του υπόχρεου, νέα απόφαση με νέα αναπροσαρμογή ή να κηρύξει ματαιωθείσα την ανάκληση της απαλλοτρίωσης (άρθρα 12 παρ. 5 του ΝΔ 797/1971 και 12 παρ. 4 του Ν 2882/2001). Εν όψει των ανωτέρω εκτεθέντων, δηλαδή εν όψει του ότι τόσο στην ισχύουσα, κατά το χρόνο συντέλεσης της ακυρωθείσης παράλειψης της Διοίκησης να κινήσει τη διαδικασία ανάκλησης της απαλλοτρίωσης (1999), διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 12 του ΝΔ 797/1971, όσο και στην νεώτερη, ισχύουσα κατά το χρόνο έκδοσης των πράξεων καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης (2007), διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 12 του Ν 2882/2001, ρητώς ορίζεται ότι ληπτέος υπ’ όψη δείκτης τιμών καταναλωτή (Τ2) είναι εκείνος του χρόνου έκδοσης της πράξης καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης, προς τον σκοπό της επιστροφής χρηματικού ποσού ίσης αγοραστικής δύναμης με την εισπραχθείσα από τον πρώην ιδιοκτήτη αποζημίωση, η ρύθμιση αυτή ισχύει σε κάθε περίπτωση, δηλαδή έστω και αν η πράξη καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης εκδίδεται σε συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, διότι ακριβώς ο νομοθέτης τόσο της προϊσχύουσας, όσο και της νέας διάταξης δεν ανέχεται να υπολογισθεί η επιστρεπτέα αποζημίωση επί τη βάσει δείκτη τιμών καταναλωτή (Τ2) προγενέστερου της έκδοσης της σχετικής πράξης καθορισμού χρόνου (πρβλ. ΣτΕ 2267/2007 επτ., 748/2007, 2228/2005, 952/1996, 1614/1993, Ολ 2827/1980 κ.ά.). Με αυτά συνεπώς τα δεδομένα, και υπό την υιοθετηθείσα από την τριτανακοπτόμενη απόφαση εκδοχή, (βλ. σκέψεις 3 και 6 της τριτανακοπτόμενης 722/2009 αποφάσεως), ότι εν όψει του ότι η προσβληθείσα υπουργική απόφαση καθορισμού και καταβολής της επιστρεπτέας αποζημίωσης έχει εκδοθεί σε συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφαρμοστέο νομικό καθεστώς για τον υπολογισμό της επιστρεπτέας αποζημίωσης είναι το ισχύον κατά το χρόνο συντέλεσης της ακυρωθείσης παράλειψης, δηλαδή η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 4 του ΝΔ 797/1971, και υπό την εκδοχή αυτή ληπτέος υπ’ όψη δείκτης τιμών καταναλωτή (Τ2) είναι εκείνος του χρόνου έκδοσης της πράξης καθορισμού της εν λόγω αποζημίωσης, όπως ρητώς στη διάταξη αυτή ορίζεται. Σύμφωνα εξ άλλου, και με τη νομολογία του Δικαστηρίου, που παρατίθεται στη σκέψη 9, κατά την οποία η σε συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εκδιδόμενη πράξη διέπεται, κατ’ αρχήν, από το νομικό και πραγματικό καθεστώς του χρόνου έκδοσης της ακυρωθείσης πράξης ή συντέλεσης της ακυρωθείσης παράλειψης (ΣτΕ 2267/2007 επτ., 748/2007, 2228/2005, 952/1996, 1614/1993, 2827/1980 Ολ κ.ά.), ως κρίσιμο πραγματικό καθεστώς, για την έκδοση της νέας πράξης, θεωρείται βεβαίως το οριζόμενο ως ληπτέο υπ’ όψη από το ισχύον τότε και εφαρμοστέο στην περίπτωση αυτή νομικό καθεστώς. Δεν είναι συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, νοητή η αποσύνδεση του πραγματικού καθεστώτος από τον εφαρμοστέο κατά το χρόνο συντέλεσης της ακυρωθείσης παράλειψης κανόνα δικαίου, διότι το ποιό είναι το κρίσιμο και ληπτέο υπ’ όψη για την έκδοση της νέας πράξης πραγματικό, το ορίζει ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου. Η εφαρμοστέα δε, εν προκειμένω, κατά την τριτανακοπτόμενη απόφαση, διάταξη του άρθρου 12 παρ. 4 του ΝΔ 797/1971, όπως και η νεώτερη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 του Ν 2882/2001, κατ’ επίκληση των οποίων εκδόθηκε η ένδικη υπουργική απόφαση, προβλέπει ρητώς, για την εξυπηρέτηση του προαναφερθέντος σκοπού, ότι για τον καθορισμό της επιστρεπτέας αποζημίωσης ληπτέος υπ’ όψη είναι ο δείκτης τιμών καταναλωτή (Τ2) του χρόνου έκδοσης της πράξης καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης. Άλλωστε, σε περιπτώσεις όπως η επίδικη, ο πρώην ιδιοκτήτης οφείλει, κατά νόμον, και ευλόγως, να επιστρέψει στο υπέρ ου η απαλλοτρίωση Δημόσιο ή κρατικό νομικό πρόσωπο, την εισπραχθείσα από αυτόν αποζημίωση, τιμαριθμικώς αναπροσαρμοζόμενη με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή (Τ2), όχι του χρόνου συντέλεσης της ακυρωθείσης παράλειψης, αλλά του χρόνου της έκδοσης της πράξης καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης, δεδομένου ότι, καθ’ όλο αυτό το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα, το χρηματικό ποσό δεν έχει καταβληθεί και εισπραχθεί από το Δημόσιο ή το κρατικό νομικό πρόσωπο, αλλά εξακολουθεί να το διαθέτει και να το καρπούται ο πρώην ιδιοκτήτης του απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Δεν θα μπορούσε δε να είναι, κατά το Σύνταγμα, ανεκτή η υποστηριζόμενη από τους καθ’ ων η τριτανακοπή αντίθετη άποψη, κατά την οποία η επιστρεπτέα αποζημίωση υπολογίζεται βάσει του δείκτη τιμών καταναλωτή (Τ2) του χρόνου συντέλεσης της ακυρωθείσης παράλειψης, δηλαδή ως εάν, κατά πλάσμα δικαίου, είχε καταβληθεί εγγύς του χρόνου εκείνου, ενώ θα καταβληθεί στο Δημόσιο ή σε κρατικό νομικό πρόσωπο μεταγενεστέρως, ενδεχομένως δε και μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος, διότι αντιβαίνει πλήρως και στον προδήλως δημοσίου συμφέροντος προεκτεθέντα σκοπό των ανωτέρω διαδοχικών νομοθετικών ρυθμίσεων του ΝΔ 797/1971 και του Ν 2882/2001, για την επιστροφή στο Δημόσιο ή σε κρατικό νομικό πρόσωπο (δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου) χρηματικού ποσού ίσης αγοραστικής δύναμης προς την καταβληθείσα στον πρώην ιδιοκτήτη αποζημίωση. Εξ άλλου, πέραν των προεκτεθέντων, η αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε και στο άτοπο αυτοτελή, έναντι του Δημοσίου, κρατικά νομικά πρόσωπα, είτε πρόκειται για ΟΤΑ ή για λοιπά νπδδ, είτε πρόκειται για δημόσιες επιχειρήσεις ή οργανισμούς κοινής ωφέλειας, που μπορεί πλέον να μην ανήκουν στο δημόσιο τομέα, υπέρ και με δαπάνες των οποίων είχε απαλλοτριωθεί ένα ακίνητο, να εισπράττουν, σε περίπτωση ανάκλησης της απαλλοτρίωσης, όχι την κατά νόμον οριζόμενη ισοδύναμη προς την καταβληθείσα από αυτά και εισπραχθείσα από τον ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος αποζημίωση, αλλά μειωμένη, εξ αιτίας μιας, ακυρωθείσης ως παράνομης, πράξης ή παράλειψης, κρατικής αρχής (του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών εν προκειμένω), για την οποία δεν φέρουν καμία ευθύνη. Τέλος, πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπ’ όψη ότι η εξαιρετική αυτή διαδικασία της ανάκλησης της απαλλοτρίωσης, λόγω μη εκπλήρωσης του σκοπού της, απόκειται και στη βούληση του πρώην ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος, ο οποίος γνωρίζει ότι, σύμφωνα με τις ρητές και σαφείς διατάξεις τόσο του ΝΔ 797/1971 όσο και του Ν 2882/2001, η επιστρεπτέα αποζημίωση υπολογίζεται με τη λήψη υπ’ όψη και του δείκτη τιμών καταναλωτή (Τ2) του χρόνου έκδοσης της πράξης καθορισμού αυτής, ενώ πάντως του παρέχεται η δυνατότητα και μετά τον καθορισμό του ποσού της επιστρεπτέας αποζημίωσης, να μην επιμείνει στην αίτησή του για την ανάκληση της απαλλοτρίωσης, εάν εκτιμά ότι αυτή δεν του είναι οικονομικά συμφέρουσα (άρθρα 12 παρ. 4 του Ν 2882/2001 και 12 παρ. 5 του ΝΔ 797/1971). Συνεπώς, νομίμως με την προσβαλλόμενη με την αίτηση ακυρώσεως πράξη του (…/29.10.2007) ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών έλαβε υπ’ όψη, κατ’ επίκληση του άρθρου 12 παρ. 4 του ΝΔ 797/1971, καθώς και της ταυτόσημης κατά περιεχόμενο, αντίστοιχης διάταξης του άρθρου 12 παρ. 3 του Ν 2882/2001, για τον καθορισμό της επιστρεπτέας αποζημίωσης, τον δείκτη τιμών καταναλωτή (Τ2) του χρόνου έκδοσης της πράξης αυτής (Σεπτέμβριος 2007). Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Π. Ευστρατίου και Β. Αραβαντινός, οι οποίοι διατύπωσαν την εξής γνώμη: Εφόσον η προαναφερθείσα υπουργική απόφαση περί καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης εντάσσεται στη διαδικασία ανάκλησης συντελεσμένης απαλλοτρίωσης, η οποία λαμβάνει χώρα σε συμμόρφωση προς την ανωτέρω ακυρωτική απόφαση 1983/2005 του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφαρμοστέο νομικό καθεστώς για τον υπολογισμό της επιστρεπτέας αποζημίωσης είναι το ισχύον κατά το χρόνο συντέλεσης της ακυρωθείσης παράλειψης της Διοίκησης να άρει την επίμαχη απαλλοτρίωση (29.8.1999), τούτο δε είναι το ΝΔ 797/1971, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εκείνο χρόνο. Οι προεκτεθείσες δε διατάξεις του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος, κατά το μέρος που ορίζουν ως ληπτέο υπ’ όψη δείκτη τιμών καταναλωτή (Τ2) αυτόν του χρόνου της έκδοσης της απόφασης καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης, ερμηνευόμενες υπό το φως του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος, έχουν, κατά τη μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, την έννοια ότι, όταν η διοικητική πράξη καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης εκδίδεται σε συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και ανατρέχει, εκ του λόγου αυτού, στο χρόνο έκδοσης της ακυρωθείσης πράξης ή συντέλεσης της ακυρωθείσης παράλειψης, ληπτέος υπ’ όψη δείκτης τιμών καταναλωτή (Τ2) είναι εκείνος, ο οποίος ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η ακυρωθείσα πράξη ή που συντελέστηκε η ακυρωθείσα παράλειψη.
11. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η τριτανακοπτόμενη απόφαση, η οποία, κατ’ αποδοχή προβληθέντος σχετικού λόγου ακυρώσεως, έκρινε αντιθέτως προς τα γενόμενα, κατά πλειοψηφία, δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, ότι μη νομίμως με την προσβαλλόμενη, με την αίτηση ακυρώσεως, πράξη του (…/29.10.2007) ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών έλαβε υπ’ όψη για τον καθορισμό της επιστρεπτέας αποζημίωσης τον δείκτη τιμών καταναλωτή (Τ2) του χρόνου έκδοσης της πράξης αυτής, ενώ όφειλε να λάβει υπ’ όψη τον δείκτη τιμών καταναλωτή (Τ2) του χρόνου συντέλεσης της ακυρωθείσης παράλειψης της Διοίκησης να άρει την απαλλοτρίωση, δηλαδή εκείνον του Αυγούστου 1999, θα έπρεπε, για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο από τον τριτανακόπτοντα, να εξαφανισθεί, οι δε αντίθετοι ισχυρισμοί των καθ’ ων η τριτανακοπή είναι αβάσιμοι. Μετά δε την εξαφάνιση της τριτανακοπτόμενης απόφασης για τον ανωτέρω λόγο, το Δικαστήριο, προβαίνοντας στην εξέταση της αιτήσεως ακυρώσεως, θα έπρεπε να απορρίψει ως αβάσιμο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, τον προβληθέντα λόγο ακυρώσεως, κατά τον οποίο μη νομίμως η προσβαλλόμενη πράξη καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης έλαβε υπ’ όψη τον δείκτη τιμών καταναλωτή (Τ2) του Σεπτεμβρίου 2007, και όχι τον δείκτη τιμών καταναλωτή (Τ2) του Αυγούστου 1999. Λόγω όμως, της σπουδαιότητας του ανωτέρω ζητήματος, δηλαδή εάν, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 12 παρ. 4 του ΝΔ 797/1971 και του άρθρου 12 παρ. 3 του Ν 2882/2001, για τον καθορισμό της εν λόγω αποζημίωσης ληπτέος υπ’ όψη δείκτης τιμών καταναλωτή (Τ2) είναι εκείνος του χρόνου συντέλεσης της ακυρωθείσης παράλειψης, ή του χρόνου έκδοσης της πράξης καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης, όπως ρητώς στις διατάξεις αυτές προβλέπεται, πρέπει το ζήτημα αυτό να παραπεμφθεί προς επίλυση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 περίπτ. α΄ του ΠΔ 18/1989. Ορίζεται δε εισηγητής η Σύμβουλος Κ. Φιλοπούλου.
[Παραπέμπει το ανωτέρω ζήτημα στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου.]
Παρατηρήσεις
I. Το νομικό ζήτημα
Με την απόφαση 1187/2014 του Στ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας υπό επταμελή σύνθεση κρίθηκε, στο πλαίσιο άσκησης τριτανακοπής, το ζήτημα του υπολογισμού του ύψους της επιστρεπτέας αποζημίωσης σε περίπτωση ανάκλησης συντελεσμένης απαλλοτρίωσης. Συγκεκριμένα, τέθηκε το ερώτημα εάν η αποζημίωση, η οποία επιστρέφεται στον υπέρ ου η απαλλοτρίωση φορέα από τους πρώην ιδιοκτήτες του ακινήτου στην περίπτωση αυτή θα υπολογιστεί με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή που ισχύει κατά τον χρόνο της αρχικής και εν τω μεταξύ ακυρωθείσας άρνησης της διοίκησης να προβεί στην ανάκληση της απαλλοτρίωσης ή κατά τον χρόνο έκδοσης της προς συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση πράξης καθορισμού της αποζημίωσης αυτής.
ΙΙ. Το ιστορικό της διαφοράς
Το έτος 1971 συντελέστηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση υπέρ του ΕΟΤ, με την παρακατάθεση της δικαστικώς ορισθείσας αποζημίωσης, την οποία εισέπραξαν οι δικαιούχοι. Το έτος 1999 οι τελευταίοι ζήτησαν την ανάκληση της απαλλοτρίωσης αυτής, δεδομένου ότι το απαλλοτριωθέν ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε για τον σκοπό για τον οποίο είχε προοριστεί. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε σιωπηρά από τον αρμόδιο Υπουργό των Οικονομικών, στη συνέχεια δε οι πρώην ιδιοκτήτες της έκτασης άσκησαν αίτηση ακυρώσεως της άρνησης αυτής, η οποία τελικώς έγινε δεκτή [64] . Σε συμμόρφωση με την εκδοθείσα ακυρωτική απόφαση ο Υπουργός των Οικονομικών εξέδωσε στις 27.10.2007 πράξη καθορισμού του ποσού της επιστρεπτέας αποζημίωσης προκειμένου να ακολουθήσει στη συνέχεια η έκδοση της πράξης ανάκλησης της απαλλοτρίωσης. Κατά της πράξης καθορισμού, οι πρώην ιδιοκτήτες του απαλλοτριωθέντος ακινήτου άσκησαν αίτηση ακυρώσεως, η οποία έγινε δεκτή, ο δε ΕΟΤ, υπέρ και με δαπάνες του οποίου είχε κηρυχθεί η απαλλοτρίωση, άσκησε τριτανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η σχολιαζόμενη απόφαση, κατόπιν παραπομπής από την πενταμελή σύνθεση [65] .
ΙΙΙ. Η αναζήτηση του εφαρμοστέου καθεστώτος
Στο ιστορικό επί του οποίου εκδόθηκε η 1187/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας διαπιστώνεται η ύπαρξη τριών διαφορετικών χρονικών σημείων, τα οποία συνδέονται με την αναζήτηση του εφαρμοστέου καθεστώτος σε περίπτωση ακύρωσης. Το πρώτο εξαυτών είναι ο χρόνος συντέλεσης της αρχικής απαλλοτρίωσης, μέσω της καταβολής της αποζημίωσης στους δικαιούχος. Κατά την κρίση της τριτανακοπτόμενης απόφασης [66] ωστόσο η ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτρίωσης δεν αποτελεί στάδιο της απαλλοτριωτικής διαδικασίας αλλά νέα και εξαιρετική διοικητική διαδικασία η οποία γίνεται σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο αυτής, εντασσόμενη κατά τον τρόπο αυτόν στο στάδιο υλοποίησης της απαλλοτρίωσης. […]
Νίκος Παπαθανασίου,
Δικηγόρος, M2R, Υπ. ΔΝ
Πηγή: ΘΠΔΔ 5/2014, 437
http://www.nb.org/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ σχολιάστε κόσμια